Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

ΠΕΖΟ

 ***

Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου 2014

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ






      Η ΒΙΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Η Λόλα, μια παλαιά μου γειτόνισσα( Ρίτσα ήταν το όνομα που σε κάποιους είχε δηλώσει ως βαφτιστικό της, αλλ΄αμφιβάλλω αν κι εκείνο υπήρξε πραγματικό),είχε μια μάνα, μια γριούλα υπερβολικά σκυφτή και πάντα χαμογελαστή.
Η γυναικούλα αυτή διατηρούσε μονίμως την έκφραση του ανθρώπου που, μυστικά, συνομιλεί με τη μάνα γη- προς αυτή μόνο της επέτρεπε μια βαριά κύφωση της να νεύει.
Όταν σε συναντούσε, περπατώντας από το σπίτι της έως την ελιά του Μποχώρη, το μοναδικό δέντρο της γειτονιάς, τραγουδώντας σμυρναίικα τραγούδια, όταν σε συναντούσε, σε χαιρετούσε και πρότεινε να σε φιλοξενήσει “στη βίλα της, στην Κηφισιά”. Κι όταν έβλεπε, κοιτάζοντας πλάγια και πάνω, την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου, έκανε μια μικρή υπόκλιση και “ιδού, περάστε” έλεγε κι ανέβαινε αόρατα σκαλοπάτια, άνοιγε, χωρίς το παιδικό τσιγκλιδόν ανύπαρκτες πόρτες, σου πρόσφερε αέρινες καρέκλες και σε κερνούσε νεραντζάκι γλυκό, εκεί στη μέση του δρόμου, πλάι στα αποσιωποιητικά της σβουνιάς που άφηναν τα άλογα, μαζί με τα χρεμετίσματα και τις επί ώρες αιωρούμενες φωνές των πλανοδίων.
Από την κόρη της βέβαια μάθαμε ότι, με την καταστροφή της Σμύρνης, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σε ένα τσιγκομαχαλά της Κοκκινιάς. Τότε έπαθε, συμπλήρωνε η Λόλα.
Αυτή ήταν και η μόνη τρέλα που είχε. Σ΄ όλα τα άλλα βρίσκαμε τη συμπεριφορά της απόλυτα λογική και φυσική.
Όσο τη γνωρίζαμε βέβαια, επειδή, τον περισσότερο καιρό, έμενε κλεισμένη στο σπίτι της κόρης της.
Η Λόλα είχε σίγουρα πατήσει τα πενήντα, διέθετε ημιμύστακα και ήταν παντρεμένη με τον εικοσιοχτάχρονο σμηνίτη Βλάση, αγνώστου και τότε, επωνύμου.
Δεν θυμάμαι γιατί την προσαγορεύμαμε με εκείνο το όνομα. Ίσως άρεσε στην ίδια, ίσως στον άντρα της, ως χαϊδευτικό. Τώρα που το σκέφτομαι- σ΄ εκείνη την ηλικία, ακόμη κι αν μου το΄ λεγες δεν θα το καταλάβαινα- ίσως να αποτελούσε δημοφιλές ψευδώνυμο, από εκείνα που γράφονται σε πόρτες σπιτιών με κόκκινα φανάρια. Δεν το λέω αυθαίρετα αυτό. Τη χαρακτήριζε μια ελευθεριότητα συμπεριφοράς, με εκφράσεις που έκαναν τις άλλες γειτόνισσες να τινάζονται, όσες την άκουγαν για πρώτη φορά- η οποία τις περισσότερες φορές ήταν και η τελευταία- ή να ξεροκαταπίνουν, οι ελάχιστες που την είχαν πλέον συνηθίσει.
Έμεναν με ενοίκιο σ΄ ένα δωματιάκι με μια μεγάλη δίφυλλη, καφετιά πόρτα που άνοιγε κατευθείαν στο δρόμο.
Το κυρίως σπίτι βρίσκονταν στο βάθος μιας αυλής χωρίς χαραγμένο κήπο, ένα οικόπεδο δηλαδή, πνιγμένο στα αγριολούλουδα, μαργαρίτες και ανεμώνες και “του κούκου το ψωμί”. Εκείνα τα χρόνια, περνούσαμε το χαμηλό πορτάκι και ψάχναμε εκεί για μαρουδίτσες και ακρίδες.
Αυτή την πόρτα βλέπαμε να περνάει βιαστικά το “ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής”, όπως τους έλεγε- δεν ξέρω για ποιο λόγο-η μάνα μου. Με κατεβασμένο το κεφάλι, ανασηκώνοντας τους γιακάδες των πελώριων παλτών που συνήθιζαν, ακόμη και φθαρμένα, να φορούν τότε.
Πράγματι κρύβονταν. Γιατί και από ποιους το γνωρίσαμε αργότερα. Εκείνοι δήλωναν ότι “θα έπρεπε να προσέχουν την υπηρεσία του Βλάση”, επειδή δεν επιτρέπονταν οι γάμοι των στρατιωτικών, κάτω από κάποια ηλικία- δεν γνωρίζω αν ισχύει ακόμη αυτή η απαγόρευση.
Ο γάμος τους έγινε με άκρα μυστικότητα και με κουμπάρο τον πατέρα μου, που αναλάμβανε όλες τις “δύσκολες αποστολές”, στον Προφήτη Ηλία Αλυκών, ένα μικρό ξωκκλήσι , πάνω σε ένα λόφο, απέναντι από τα τείχη που έχτισε στην περιοχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής για να προστατεύσει την πόλη που πήρε το όνομά του.
Ανεβαίναμε συχνά στο εκκλησάκι. Θυμάμαι κάποιους μαγικούς εσπερινούς, με τις παλιές εικόνες να χάνονται σε σύννεφα λιβανιού στα Ανοιξαντάρια.
Φτάναμε στην κορυφή του λόφου από ένα μονοπάτι που θύμιζε φίδι που λιάζεται, ξαπλωμένο μέσα σε φραγκοσυκιές και θυμάρια. Αριστερά απλώνονταν η θάλασσα και μπροστά παλαιά Εθνική οδός Βόλου- Αθηνών τραβούσε προς το λόφο του Σωρού. Στον ανήφορο, βλέπαμε από ψηλά να ανεβαίνουν μακρύκαρα, σούστες και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Αθηνών. Αυτά ήσαν τα μόνα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε.
Σ΄ ένα στρογγυλό κουτί από σοκολατάκια του 1938 όπου , κατά παράδοση, φυλάμε τις παλιές φωτογραφίες, υπάρχει, ασπρόμαυρα απαθανατισμένη σε μυγοδιάστικτο πλαίσιο, η έξοδος του ζευγαριού από το ναΐσκο. Οι λίγοι καλεσμένοι κοιτάζουμε προς τη δύση. Μόνον ο Γιώργος, ο Αράπης, συνομήλικος μου, κουρεμένος με την ψιλή, με παντελονάκι έως τα γόνατα, είναι στραμμένος προς τα αριστερά και, γονατιστός, μοιάζει να παίζει βόλους με τα κυπαρισσόμηλα του προαυλίου.
Υποθέτω ότι οι υπόλοιποι θαυμάζουμε τα χρυσάφι του δειλινού στην κορυφή Παλατάκι. Στις αιθρίες, κυρίως της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, στην αργή του τσουλήθρα, ο ήλιος βυθίζεται εκεί, αφήνοντας πίσω του όλες τις ανταύγειες του ωχρού και του κόκκινου. Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν προσέχει το ζευγάρι, καμιά κοπελίτσα της παντρειάς δεν κοιτάζει “πόσο όμορφη είναι η νύφη”. Ακόμη κι ο Βλάσης, λίγο σκυφτός, φαίνεται να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει κάτι. Η Λόλα βλέπει κατευθείαν στο φακό, χωρίς όμως να καμαρώνει.
Μόνον η μάνα της, λίγο πιο σκυφτή απ΄ ό,τι τη θυμάμαι, με ολάνοιχτα χέρια, δεξιώνεται ήδη τους καλεσμένους στη βίλα της Κηφισιάς.
Με την εγκατάστασή τους, ως νόμιμου πλέον ζευγαριού, η Λόλα και ο Βλάσης όρισαν τις σχέσεις τους με τους γείτονες, υπολογίζοντας ως ανισοσκελή κι αντεστραμμένη τη γνωστή λογιστική: Λαβείν ναι, δούναι όχι. Ευχαρίστως έτρωγαν από τα σκεπασμένα πιάτα της σπιτονοικοκυράς τους, της Αρετής, εύκολα ζητούσαν δανεικά από τη χοντροΕυτυχία, την πιο καλόκαρδη γυναίκα στο “Συνοικισμό Αναπήρων” – έτσι ονομάζονταν πομπωδώς η επικράτειά μας, τα δυο τετράγωνα με τα πέντε, όλα κι όλα, σπίτια. Το μπακαλοδεύτερο του πατέρα μου, που σώζονταν ως τον καιρό της πλημμύρας στη Νεάπολη, μαρτυρούσε ότι η καθημερινή, βερεσέ, τροφοδοσία τους περιλάμβανε αυγά ημέρας, ξηρά χταπόδια, ελιές θρούμπες και ρετσινάτο κρασί χύμα.
Όλοι τα βοηθούσαν “τα καημένα τα παιδιά”.
Κι εκείνοι ζητούσαν, δέχονταν κι επεδίωκαν αυτή τη βοήθεια. Χωρίς όμως να προσφέρουν. Ούτε καν τις ελάχιστες πληροφορίες οι οποίες, σε κάθε μικροκοινωνία, επιτρέπουν την οικείωση μέρους του ζωτικού χώρου του άλλου, έτσι ώστε να λειτουργεί η κοινότητα..Nα χαίρονται, δηλαδή, οι πάντες με τη χαρά του ενός και να καθίσταται κοινή η ατομική θλίψη.
Ή (επειδή δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων) να συμβαίνει και το αντίθετο: Η πίκρα του ενός να αποτελεί πηγή αγαλλίασης εκείνων που στενοχωρούνται με τη στιγμιαία ευδαιμονία του.
Απαγόρευαν κάθε εισβολή στο μικρόκοσμό τους. Όταν ο άντρας της έφευγε με το πρώτο λεωφορείο για το αεροδρόμιο, εκείνη έπιανε το κέντημά της. Συχνά, συνήθως όταν γύριζε από τη δουλειά του, συντρόφευε τις δυο γυναίκες η Αντριάνα, ο μοναδικός εν Ελλάδι τραβεστί εκδοροσφαγέας. Φαλακρός, με αλογοουρά, μακρύ φουστάνι και ματωμένες γαλότσες. Στην επιλογή του πιστεύω ότι βοήθησε και το ότι, συν τοις άλλοις, ήταν και κωφάλαλος.
Η Λόλα μιλούσε ακόμη και σε μας τα παιδιά. Έμπαινε στα παιγνίδια μας. Με τη βέρα της παίζαμε τo “που ΄ντο, που΄ ντο το δαχτυλίδι”.

Κάποια μέρα, η δίφυλλη καφετιά πόρτα παρέμεινε κλειστή. Ένας σκύλος γεύτηκε το περιεχόμενο του σκεπασμένου πιάτου που ακούμπησε η σπιτονοικοκυρά στο κατώφλι της. Ο άντρας της όμως, άνθρωπος της πιάτσας, που ΄χε δει κάποιες ύποπτες κινήσεις, ρώτησε κι έμαθε από τον περιπτερά ότι, όχι μόνο ο Βλάσης δεν πήγε στη δουλειά του αλλ΄ αντίθετα, οι τρεις νοικάρηδές του, κρατώντας δυο μεγάλες βαλίτσες, πήραν το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα.
Χωρίς να διστάσει άνοιξε, με το δεύτερο κλειδί που κρατούσε, την πόρτα. Το δωμάτιο άδειο. Τα σανίδια μόνο των ντιβανιών, ένα δοχείο νύχτας, κάλτσες και παλιές εφημερίδες.
“Τα ενοίκια μου” φώναξε ο σπιτονοικοκύρης κι ειδοποίησε τον πατέρα μου και την χοντροΕυτυχία που γνώριζε ότι “είχαν να λαβαίνουν”. Όλοι μαζί αποφάσισαν να κυνηγήσουν τους λαθροφυγάδες με ταξί.

Τους πρόλαβαν στον ανήφορο του Μπράλου. Ο ταξιτζής έκοψε, κορνάροντας, μπροστά στο λεωφορείο. Κατέβηκαν ο οδηγός, οι τρεις καταζητούμενοι αλλά και κάμποσοι περίεργοι επιβάτες.
Κι εκεί, στο σαματά που ακολούθησε μέσα στην ομίχλη και τρόμαξε ανθρώπους και όρνεα, η “παθημένη” απομακρύνθηκε λίγο. “ Ελάτε, ελάτε, χωράτε όλοι στη βίλα μας, ελάτε κι εσείς καλοί μου άνθρωποι”, τσίριξε για να ακουστεί, δείχνοντας τους επιβάτες που είχαν κατεβεί. “Να ανοίξω και το χρηματοκιβώτιο- να, πάρτε, πάρτε τα λεφτά σας κι εσείς”, συνέχισε να μοιράζει σ΄ όλους αόρατο πλούτο. “Εμείς δεν είμαστε μπαταξήδες”.






Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΣΠΕΝΣΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΣΑΒΡΙΔΙΑ
"Τους κοίμησα στρωματσάδα" είπε η γιαγιά."Ήρθαν για το παζάρι και μου'φαγαν-δεκαπέντε
νοματαίοι-όλα τα σαβρίδια που μου'φερες να μαγειρέψω".Είχαμε γυρίσει απ' το REX, δώδεκα και
κάτι,ο θείος ο Κώστας δούλευε μηχανικός εκεί, και κείνο το βράδυ παίζαμε το "Γέρο και τη
θάλασσα" κι είχαμε κλάψει κι οι δυο όταν ο Σπένσερ Τρέησι,έφτασε στην ακτή, με το τεράστιο
ψαροκόκκαλο του ξιφία που είχε πιάσει και που τον έφαγαν οι καρχαρίες."Άντε πάμε να
τσιμπήσουμε και να κοιμηθούμε-είμαι ψόφιος απ'την κούραση"είπε ο θείος, τακτοποιώντας τη
μπομπίνα.Στο σπίτι, της οδού Χατζηαργύρη,είδαμε μ'έκπληξη, πάνω από δέκα συγγενείς του παππού
να κοιμούνται σκόρπιοι στην αυλή-είχε πανσέληνο.
Ένα πελώριο άνθος της μανόλιας έπεσε-καθώς ο θείος απαντούσε με γκρίνια στις δικαιολογίες της
γιαγιάς- έπεσε στο λευκό πρόσωπο ενός κοριτσιού αλλά δεν το ξύπνησε.

Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου 2013

ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ
Kαι κάποια βράδια του χειμώνα, έρχονται όσοι έχουν χαθεί, τρυπώνουν στα σκεπάσματα, ξαπλώνουν
κάτω απ' το μαξιλάρι, πλάι στη σοκολάτα που-παιδί- εύρισκες κάθε πρωϊ, και σε
νανουρίζουν.Μερικοί είναι χάρτινοι-όπως ο ήρωας του Ουναμούνο,στην "Καταχνιά", εκείνος που όταν ο δημιουργός του προσπάθησε να τον σκοτώσει, κραύγασε "μα εγώ,Δον Μιγκελ,θέλω να ζήσω".Άλλοι  αφήνουν, διακριτικά και με τρυφεράδα, ο,τι σου απάλυνε τη ζωή:Η γιαγιά Χρυσάνθη τα  δυο κόκκινα χέρια της που σε υπηρετούσαν, ο πατέρας τον ώμο που σ'ανέβαζε, η μάννα τις  ιστορίες απ' τα κατοχικά παιδικά της χρόνια.Είναι μαζί τους κι ο Άγγελός σου που απλώνει στο πρόσωπό σου τις λευκές του φτερούγες,η ευχή "καληνύχτα" των παιδικών σου φίλων κι εκείνο το αστέρι,ο Αλντεμπαράν που έψαχνες επι χρόνια, στο ζοφερό θόλο.
 

Τετάρτη, 11 Σεπτεμβρίου 2013



ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΛΩΝ

Επί  των ελών Δημητριάδος, εκεί καθίσαμε και  εκλαύσαμεν. 
Θυμηθήκαμε τη γη των αγαλμάτων με το χθόνιο κρόουλ-μετασεισμική γαρ εποχή-τους κρωγμούς των γλάρων, τα βούρλα και το σπιτάκι των αλατωρύχων, πλάι στη θάλασσα. Δεν υπήρχαν δέντρα για να κρεμάσουμε τους αυλούς και τα πνευστά μας. 
Μόνο μια βρύση με γλυφό νερό.

Κάθε  ηλικία και μια άγνωστη χώρα.
Μα εμείς δεν ξεχνούμε και μοιρολογούμε την, των παιδικών ημερών μας, Ιερουσαλήμ.
Tότε που ψάλλαμε τα Εγκώμια, περνώντας αργά, μέσα απ' τα ανθισμένα μπουκετάκια της πασχαλιάς.
Ο Καραβασίλης, ο Αράπης, ο Τσαλούχας, εξαπτέρυγοι, πλάι στους ψάλτες που ητούντο τον μεγάλο Ξένο.    


Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2013

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

΄ Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1955. Το γράφει με πράσινο, ξεβαμμένο μελάνι στο πάνω μέρος. Το παιδί που εικονίζει φοράει γκρίζα φουφούλα, τα ποδαράκια του είναι λιγνά, τα μάτια του μαύρα μεγάλα. Κρατάει στο χέρι μια πλαστική πεταλούδα πάνω σε ρόδα, παιγνίδι που γέμιζε εκείνα τα χρόνια τους πάγκους των παζαριών, μαζί με κούκλες πλαστικές, γιογιό, σβούρες πολύχρωμες και, σπανίως, αυτοκινητάκια και μπουλντόζες. Το παιδί είναι ο Κυριάκος. Γιος της Μαρίκας, πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, κόρης της Ανδρονίκης, της μοναδικής αδελφής της γιαγιάς μου. «Βίος και πολιτεία» ήταν το επίθεμα κάθε κουβέντας που γίνονταν γι’ αυτή στο σπίτι. Δεν το ’λεγαν εντούτοις μ’ εκείνη την σκληράδα την πλήρη απαξίωσης. Το ψιθύριζαν σχεδόν τρυφερά και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί), λίγο εύθυμα. Παιδί του πρώτου γάμου της Ανδρονίκης, γάμου που κράτησε λιγότερο από χρόνο, η Μαρίκα μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι της θείας της, της γιαγιάς μου, και λιγότερο στην οικογένεια της: Η μάννα της είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ακόμη χαλαρές σχέσεις με την αδελφή της την Άννα, σχέσεις που διατηρήθηκαν σ’ αυτήν την μορφή μια ολόκληρη ζωή. Στην Κατοχή, εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη συνεπήρε το όνειρο του ωραίου ένστολου συντρόφου. Είχε αλλεπάλληλες σχέσεις με Ιταλούς. Άλλοτε με κοκορόφτερους αξιωματικούς που έμεναν στο «Θεοξένεια», της Πορταριάς, άλλοτε με φαντάρους που έψαχναν, με το δίκοχο αναποδογυρισμένο, τα καμένα ραδίκια του χειμώνα και τις νυσταλέες χελώνες της άνοιξης. Μετά από κάθε αποτυχημένο ειδύλλιο, γύριζε στο σπίτι της γιαγιάς, έβαζε τα κλάματα κι ορκίζονταν ότι ποτέ δεν θα ξανακοίταζε άνδρα. Ο παππούς τής έλεγε ξερά «μείνε» και της ακουμπούσε ένα κομμάτι ψωμί, πλάι στο πιάτο με τα φασολάκια, τα μαζεμένα από τον κήπο της γιαγιάς – τη δροσιά του πρόλαβα κι εγώ στην αρχή της δεκαετίας του ’60. Με την απελευθέρωση η Μαρίκα, μεγαλοκοπέλα, έπιασε το βελόνι. Είχε κάποιες γνώσεις από τα φιγουρίνια που αγόραζε η μάννα της, την ΑΤΘΙΔΑ και την ΦΙΛΟΚΑΛΛΟΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ. Είχε δουλέψει κι ένα καιρό στην μοδίστρα του χωριού. Εκείνα τα χρόνια έβλεπες τις γυναίκες να στέκονται ακίνητες με τις ώρες, ενώ οι μοδίστρες, με τις καρφίτσες στο στόμα, διευθετούσαν μεγάλα, πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Τα μπουκωμένα σχόλια τους ήταν για το «γέμισμα» και το «τράβηγμα», μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες. Κάποτε έβγαζαν τις καρφίτσες από το στόμα και με ένα «ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος» έπιαναν το πιατάκι με το γλυκό του κουταλιού που τους σερβίρονταν. Το μεσημέρι έτρωγαν στο σπίτι που έραβαν. Οι τρόποι τους στο τραπέζι σχολιάζονταν, γι αυτό και οι περισσότερες ήσαν διακριτικές και σιωπηλές. Η Μαρίκα, άξια κι όμορφη, δεν άργησε να αποκατασταθεί. Ένας εμπορευόμενος από την Ξάνθη, ο Βαγγέλης, την είδε στο σπίτι πελάτισσας, του άρεσε και την ζήτησε από τον πατριό της. Δεν χρειάσθηκε δεύτερη σκέψη από καμιά πλευρά. Ο νιοστός έρωτας της τριαντάρας εξαδέλφης της μάνας μου στεφανώθηκε με δόξα και τιμή. Ο γάμος της κράτησε όσο ακριβώς και της μάνας της. Λιγότερο από χρόνο. Ένα απόγευμα, την ώρα που γύριζαν από την παραλία, τυλιγμένοι την οσμή του ιωδίου, με τις εικόνες της «Καζαμπλάνκα», που μόλις είχαν απολαύσει στο REX, να κρέμονται στα βλέφαρά τους και τα φιστίκια να φουσκώνουν στις τσέπες τους, ο Βαγγέλης της είπε ξαφνικά «αύριο φεύγω». Τον ρώτησε «για πού» και δεν πήρε απάντηση. Εντούτοις του ετοίμασε τη βαλίτσα του το επόμενο πρωί, τον φίλησε στο μάγουλο πριν ανέβει στο αμαξάκι με το άσπρο άλογο. Ήταν το τελευταίο τους φιλί. Είχε νέα του 40 χρόνια αργότερα. Κάποιος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης την ανακάλυψε στην Τρίπολη. Ο Βαγγέλης είχε πεθάνει και της άφησε δύο διαμερίσματα στην Ξάνθη. Η, εβδομηντάχρονη πια, Μαρίκα δεν διεκδίκησε τίποτε. Έτρεμε στην ιδέα ότι ο δεύτερος άνδρας της, ο Νίκος, ένας φοβερά ηθικολόγος τσομπάνης της Αρκαδίας, θα μάθαινε κάτι από το παρελθόν της. Δεν του είχε μιλήσει ούτε για τον άντρα της ούτε για το γιο της τον Κυριάκο. Ο Κυριάκος γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά την φυγή του πατέρα του. «Ένα κοψιδάκι, τόσο δα» έλεγε ο παππούς. Εκείνο τον καιρό η μάνα του αντιμετώπιζε τρομερά προβλήματα. Όταν, πέντε χρόνια μετά την γέννηση του, η Μαρίκα εγκαταστάθηκε με τον γιο της στο Καπακλί, στη γειτονιά μας, αποφασίσαμε, στη πρώτη μας επίσκεψη, αντί για γλυκά ή λουλούδια να τους δωρίσουμε ένα τσουβάλι καυσόξυλα – ο χειμώνας εκείνος ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Έμεναν σε ένα δωματιάκι, στο βάθος μιας αυλής. Μια μανόλια σκίαζε τον κήπο με τα μαρουλάκια και τα σκόρδα. Καθώς μπαίναμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, ακούσαμε το κλάμα του μικρού Κυριάκου. «Πεινάει» μας εξήγησε η Μαρίκα. Το παιδί ήρθε πλάι μας. Θυμάμαι τα φλογερά του μάτια καρφωμένα στην αρχή πάνω μου και στη συνέχεια σε μία ταλιρίσια σοκολάτα που εμφανίστηκε στα χέρια του πατέρα μου. Το κλάμα σταμάτησε. Με τον Κυριάκο γίναμε αχώριστοι. Τρέχαμε τα μεσημέρια στους χωμάτινους δρόμους με τα νυχτολούλουδα και τις πικροδάφνες. Σπρώχναμε με σιδερόφουρκες τσέρκια. Τα βράδια κρυβόμαστε στο φράχτη με τα σιαμαμίδια και μετρούσαμε τα αστέρια. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με την μητέρα για μπάνιο στον Άναυρο. Στην αμμουδιά τρώγαμε κεφτεδάκια και τηγανιτές μελιτζάνες. Κάποτε πήγαμε και στο παζάρι. Η Μαρίκα, καμαρώνοντας το λουλουδάτο φόρεμά της, μας ανέβασε στο «γύρο του θανάτου» και στα «αλογάκια» - ο πατέρας μου πλήρωνε. Φεύγοντας περάσαμε από τα χαλβατζίδικα και από τους πάγκους με τα παιχνίδια. Η θεία μάς αγόρασε από μία πλαστική πεταλούδα. Δεν ξέρω γιατί και πως ο τετραπέρατος Ανδρέας ο φωτογράφος κατάφερε να καδράρει τον Κυριάκο με το παιχνίδι αυτό. Μας κυνηγούσε θυμάμαι, έκανε αστεία για να μας φωτογραφίσει, χόρευε κιόλας. Έπιανε απίθανες πόζες μας. Αλλού γουρλώναμε τα μάτια, αλλού χορεύαμε κι εμείς. Ο Κυριάκος πάντως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το παιχνίδι με το οποίο φωτογραφήθηκε. Θυμάμαι τρελαινόταν να παίζει με μια πλαστική μπουλντόζα μου – την είχε φέρει ο Αϊ Βασίλης. Ώρες ολόκληρες στην αυλή με τα χώματα το καλοκαίρι, κάτω από το τραπέζι τον χειμώνα, έκανε μανούβρες, μπρος – πίσω, τα χειλάκια του μαζεύονταν σε ένα βρρρ-βρρρ, πατούσε πόδια - χέρια και χαλίκια. Όταν έρχονταν η μάνα του να τον πάρει (δούλευε τότε στο Γερμανικό) τσίριζε «γιατί εμένα, μαμά, δεν μου έφερε μπουλντόζα ο Αϊ Βασίλης;». Η Μαρίκα τον παρηγορούσε, «δεν σε ξέχασε αγόρι μου, θα σου φέρει του χρόνου». Όταν τ’ άκουγε έπαιρνε ένα ύφος ονειροπόλο. «Όταν θα χω τη δική μου, μεγάλη μπουλντόζα, θα ανέβω επάνω, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω μ’ αυτή μακριά». Ο Κυριάκος πραγματοποίησε το όνειρό του. Το επόμενο καλοκαίρι ο μπουλντοζιέρης που έστρωνε το οικόπεδο όπου σήμερα υπάρχει το 18ο Δημοτικό Σχολείο, άκουσε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν πιο πέρα ποδόσφαιρο και σταμάτησε. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Προσηλωμένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε πως οι ερπύστριες μάζεψαν το μαγεμένο απ’ τη θέα του μηχανήματος παιδάκι. Το μεσημέρι της κηδείας θυμάμαι τα τζιτζίκια στη σκονισμένη ακακία του δρόμου. Ένα μοβ λουλούδι ισορροπούσε μόνο στον ξερό λαχανόκηπο. Μακριά ακούγονταν η φωνή ενός πλανόδιου «κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες».

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΩΝ ΥΑΔΩΝ

Το φορτίο μιας και μόνης λέξης, ποιητικής και αδιεξόδου, μιας λέξης όπως "κορυδαλλός" ή "ποτάμι", που μοιάζει να ζυγίζει ελάχιστα, λιγότερο κι απ' τα εαρινά ενύπνια, είναι ενίοτε, δυσβάστακτο. Σταματάς τότε το όχημα του λόγου σου. Κατεβαίνεις και περιεργάζεσαι τις νυχτοπεταλούδες και τα εύθραυστα mirabilis που, ως αποσιωπητικά, τίναξε ο ο λόγος σου. Τί, διερωτάσαι, υπήρξα ως εδώ; Αυτός που θα' πρεπε να διαλέγεται με άστρα όπως ο " Λαμπρός των Υάδων" ή ο τρεπτός προς τη φθορά, που η αθανασία τον περιμένει μάταια, μ' ένα ματσάκι ημιτελή τραγούδια στη μασχάλη; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απάντηση είναι πάντα του Ουρανού.

Κυριακή, 11 Αυγούστου 2013

ΛΕΞΕΙΣ

Ένας παλιομοδίτικα ντυμένος κι αλλοίθωρος κύριος, με τσιμπούκι, αρνησίθεον κι αρνησιγεραίρετον, στην άκρη του στόματος,κοίταξε-ενώ έκανε τον περίπατό του στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα- το ωρολόγιον τσέπης του, κι είπε:Ώρα να γίνω το ζωντανό ποίημα που σας υποσχόμουν παιδάκι.Κι έστριψε στη λεωφόρο.

Παρασκευή, 9 Αυγούστου 2013

Η ΠΥΡΙΝΗ ΛΕΞΗ

Ναι, προτιμώ την Υλαγιαλή στη Χριστιάνια, παρά τον Χάμσουν. Όμως υπήρξε ένας καιρός που δεν αναγνώριζα ως απότοκο σκληράδας την προτίμηση στα πουλιά και τα δάκρυα, που δεν ξεχώριζα το ναρκισσικό κι ευρυμαθές των Κάντος από τον Πάουντ. Κι όμως ο Μιχάλης Κατσαρός εύρισκε πως καθαγιάζεται η πηγή. «Είναι Ποιητής, μου αρκεί». Ο λώρος, του αντιλέγαμε, κάπου οφείλει να αποκοπεί κι εμείς να συνεχίσουμε το ταξίδι μας ως αεί γιγνόμενοι, δίχως τα πνευματικά μας αιτιατά. Όχι, ως Αγχίσαι, όχι. Η ψυχή δεν, ως καταφύγιο, απαιτεί μια κοχλάζουσα λέξη.

Τετάρτη, 7 Αυγούστου 2013

ΣΧΟΛΙΟ

Ο Στέτσον, ενδεχομένως, να τ' αγνοούσε. Όμως εμείς γνωρίζουμε πλέον, ότι τα λείψανα των συντρόφων φυτρώνουν ξανά. Τα ατελή ολοκληρώνονται-όπως ένα στομφώδες "αναπαύου" προς το μοναχικό φεγγάρι των αγρών ή το κλάμα μας στην όχθη του ποταμού.Μοιάζει περίπου με την "εν ειρήνη" θέση μιας πεταλούδας, στο στεφάνι των βλεφάρων εκείνου που αναχωρεί.

Τρίτη, 6 Αυγούστου 2013

ΣΚΑΨΑΜΕ

Σκάψαμε βαθιά στη ζωή μας. Τα χρόνια που τη σκέπαζαν ήσαν από αφράτη γη φτιαγμένα, ένα χώμα που φουσκώνει την ψυχή και τρέφει την απλότητα. Ανακαλύψαμε χρυσοζούζουνα και ποδήλατα Γκόρεκ, ποιήματα πέτρινα και θερινές ραβδώσεις σε ταβάνια με ανεμιστήρες και μυγοδιάστικτες κορδέλες.. Βρήκαμε αιματόχροες προγόνους που ένευαν κάτω, επειδή γεύθηκαν μωρανθέν το αλάτι της νοσταλγίας και επιπλέον τους θάμπωνε η προοπτική της επερχόμενης Κρίσης. Όπως Εκείνος, φωνάξαμε το «Μακάριοι» στους γαιοσκώληκες που είχαν συνείδηση ότι δεν είναι γυπαετοί.. Σκάψαμε βαθιά στη ζωή μας κι ολάνοιχτα αφήσαμε τα ενδεχόμενα.

Δευτέρα, 5 Αυγούστου 2013

Ο ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

Ο ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ Το τρένο υπήρξε το όχημα μιας χώρας που δεν όφειλα να γνωρίσω. Χωρίς στιγμή μηδέν, τόπον εκκίνησης και δίχως προορισμό. Το τρένο αποτελεί το γράφημα της αϊδιότητας, με μια πάλλουσα καρδιά, σκορπισμένη στα κλειστά χείλη των λυπημένων επιβατών οι οποίοι κυνηγούν παράδοξα έντομα, ο καθείς πάνω στο, του απέναντί του καθήμενου, τα γόνατα. Αν δεν τα συλλάβουν μ’ εκείνες τις τεράστιες απόχες, που αυτομάτως συμπτύσσονται καθώς προσεγγίζει η φωνή του εκδότη εισιτηρίων-τρία κουπέ πριν…δύο- μιλούν μόνοι τους: Για τους πελαργούς και τα άσπρα μισίρια, το λευκό των ακρωρειών, κι ένα παιδί που τριγυρίζει τους χωματόδρομους, που οδηγούν στα χωριά. Μια μαϊμού, το –ακολουθώντας-μιμείται. «Ο Κουρουμπλής»αποκαλύπτουν στο διπλανό τους, σιγά κι ανυπόφορα αργόσυρτα, «ο Κουρουμπλής, πετάξτε του ένα νόμισμα ή ένα λουκούμι

Σάββατο, 27 Ιουλίου 2013

ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ κ. ΑΝΔΡΕΑ ΣΙΩΚΟ

 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΩΚΟΣ: ΜΑΣ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΟΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ
 
Από μια κουβέντα του με το ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ
“Πριν από το 1930 η Πορταριά είχε έξη ιερείς. Ώς την Κατοχή απέμειναν δύο. Τότε οι ενορίες ήσαν οι εξής:Του Αγίου Νικολάου, των Αγίων Αναργύρων, των Αγίων Ταξιαρχών, της Αγίας Άννας και της Αγίας Κυριακής. Θυμάμαι και κάποιους άγιους παπούληδες: Τον παπά Ζωγράφο, που πήγαινε κάθε Κυριακή ξυπόλητος να λειτουργήσει- από ταπείνωση, τον παπά Πανάρετο, τον παπά Κλειδωνάρη, τον παπά Αντώνη Μούχτη, τον παπά Αναστάση Μαραθά. Όλοι ήσαν καλοί. Μετά τον θάνατό τους όμως δεν ήλθαν καινούργιοι στη θέση τους και οι ενορίες απέμειναν δύο.
Ο παπα Ζωγράφος υπήρξε και αγιογράφος. Σώζονται ακόμη φορητές εικόνες του, όπως εκείνη της Αγίας Μαρίνας, στη φερώνυμη Εκκλησία.
Μετά το θάνατο του παπα Αντώνη Μούχτη, ήλθε στους Αγίους Αναργύρους ο καμπίσιος παπά Ευάγγελος Αγγελούσης και στον Άγιο Νικόλαο, την ίδια εποχή, ήλθε ο παπά Στέφανος Ζήτης. Ο τελευταίος ήταν ψάλτης καλλίφωνος. Η παπαδιά του δεν ήθελε να γίνει παπάς. Τότε οι παπαδιές δεν ήσαν σαν τις σημερινές. Φορούσαν μαύρα, μακρυμάνικα ρούχα- προσπαθούσαν να μοιάσουν στο ντύσιμο τον παπά. Εκείνη λοιπόν ήταν νέα και ωραία γυναίκα. Δεν ήθελε τέτοιες απαγορεύσεις και δεσμεύσεις, παρόλο που και ο πατέρας της ήταν παπάς, ο παπα Διανέλος. Η παπαδιά αυτή, η Κλεονίκη, ήταν αδελφή του Λαυρέντη Διανέλου, του ηθοποιού, από τον Άγιο Λαυρέντιο.
Τότε Δεσπότης Δημητριάδας ήταν ο μακαριστός Γερμανός. Κάλεσε λοιπόν την Κλεονίκη και της ζήτησε εξηγήσεις, γιατί δεν άφηνε τον άντρα της να ιερωθεί. Εκείνη παραστατικά και με την ελευθερία που της παρεχώρησε ο ίδιος του είπε: «Σεβασμιότατε, δεν μπορώ να ντύνομαι με μαύρα και μακριά ρούχα, ούτε να φορώ κάλτσες το καλοκαίρι. Θέλω να δροσίζομαι, να φορώ και κάποιο λουλούδι, να πάω βόλτα στον Άη Ταξιάρχη, στο Παζάρι, στον Ερυθρό Σταυρό, να ζήσω». Ο Δεσπότης της το επέτρεψε και την επόμενη Κυριακή ο παπα Στέφανος χειροτονήθηκε. Έζησαν πολύ καλά μαζί. Απέκτησαν και δυο παιδιά, τον Μάριο και τον Χρυσόστομο. Τότε έρχονταν και ο Δεσπότης και λειτουργούσε στον Άγιο Νικόλαο, επειδή συμφωνούσε με τον παπα Στέφανο στην ψαλτική. Γνώριζε πολύ καλή μουσική ο Γερμανός. Πήγαινε και στη Ζαγορά όπου ήταν ταμένος.
Ο παπα Στέφανος κάθισε αρκετά χρόνια στην Πορταριά .Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του, ήθελε πλέον να τα αποκαταστήσει και ζήτησε ευλογία από τον Δεσπότη να πάει στην Αθήνα. Τα σπούδασε- όμως δεν έζησε για να τα χαρεί. Κοιμήθηκε, σχετικά νέος.
Μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του η Κλεονίκη, αυτή που δεν ήθελε να γίνει παπαδιά, έγινε μοναχή. Ήλθε στην Πορταριά να μας χαιρετίσει. Τον καιρό του πατέρα Παναγιώτη Γεραμπίνη. Μόνασε ως τέκνο του Πνευματικού των Πνευματικών-του πατέρα Φιλόθεου Ζερβάκου, με το όνομα Ναταλία.
Μετά τον παπα Στέφανο, στην Κατοχή, ήλθε κάποιος παπα Κώστας από τα Φάρσαλα, στον Άγιο Νικόλαο. Δεν κάθισε πολύ. Ακολούθησε ένας Αρχιμανδρίτης από τη Βουλγαρία- καλός άνθρωπος, νομίζω Μελέτιο τον έλεγαν.
Στη συνέχεια έρχονταν εναλλάξ αρκετοί. Η εκκλησία δεν έμεινε αλειτούργητη, επειδή εκείνα τα χρόνια υπολόγιζαν πολλοί την αμοιβή: Ένα πρόσφορο, στα χρόνια της Κατοχής, ήταν μεγάλη υπόθεση.
Εκείνο τον καιρό, ήλθε ο παπά Γιώργης ο Χαλκιαδόπουλος στους Αγίους Αναργύρους. Αυτός είχε προστάτη τον Γιώργο τον Πάντο, φίλο του Ιωακείμ και όλων των ιεροκηρύκων. Ο παπά Γιώργης έρχονταν με μετάθεση από τον Άγιο Λαυρέντη στην Κουκουράβα. Όταν το έμαθε ο Πάντος ζήτησε ακρόαση από τον Δεσπότη και τον παρακάλεσε να μείνει ο παπά Γιώργης στους Αγίους Αναργύρους Ο Δεσπότης δέχθηκε και ο παπά Γιώργης πετούσε από τη χαρά του. Του έδωσαν και το κελάκι για την οικογένεια. Ήταν καλός άνθρωπος. Δεν είχε ελαττώματα εκτός από κανένα κρασάκι που τραβούσε, πότε -πότε στην αρχή και συχνότερα αργότερα.
Τον ίδιο καιρό ήταν ιερέας του Αγίου Νικολάου ο πατήρ Παναγιώτης Γεραμπίνης από τη Ζαγορά. Αμέσως μετά την Κατοχή πρέπει να ήταν. Αμέσως μετά τον παπά Γεραμπίνη ήλθε ο παπά Τιμόθεος Χρήστου. Τότε βρέθηκα και εγώ στο Βόλο. Μετά από αλλεπάλληλες καταστροφές από φυλλοξέρα και πάγο, ο κόσμος άφηνε τα κτήματα και έρχονταν στο Βόλο. Μαζί με αυτούς και εγώ. Είχα και δυο παιδιά μικρά. Βρήκα δουλειά και ανεβοκατέβαινα στο χωριό. Κάποια μέρα με πλησίασε ένας παπάς του Αγίου Δημητρίου. Μου ζήτησε να ψάλλω δοκιμαστικά της Μεσοπεντηκοστής. «Είσαι διορισμένος» μου είπε μόλις τελείωσε η Λειτουργία. Ήταν πολύ καλή περίπτωση αυτή για μένα, όμως ντρεπόμουνα να ζητήσω ευλογία από τον πατέρα Τιμόθεο να φύγω από τον Άγιο Νικόλαο. Κατακόκκινος του εξομολογήθηκα την Κυριακή: «Πώς να φύγω από τον Άγιο;». Ο παπάς με συγκίνησε: «Να πας Ανδρέα, μου είπε, έχεις παιδιά, μη το ξεχνάς». Τον ρώτησα για το ποιo
ς θα έμενε στη θέση μου. «Ο Στέλιος, μου είπε,( ενν. τον αδελφό του). Ο Στέλιος βρίσκονταν τότε στο Κατηχώρι. Έτσι μετακινήθηκε ο Στέλιος στην Πορταριά, ο παλιός ψάλτης του Κατηχωρίου πήρε τη θέση του Στέλιου κι εγώ βρέθηκα στο Βόλο. Μετά τον πατέρα Τιμόθεο πήγε στον Άγιο Νικόλαο κάποιος πατήρ Βασίλειος Λασπιάς.
Αυτοί ήταν οι παλιοί παπάδες που θυμάμαι. Για τον παπα Ζωγράφο θυμάμαι, εκτός από την ανυποδησία, ότι είχε και εργαστήριο αγιογραφίας στο σπίτι του που βρίσκονταν πάνω από το Αθανασάκειο Νηπιαγωγείο. Ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα απλός, πολύ μακριά από τα μεγαλεία των σημερινών ιερέων.
Να σου πω και για κάποια θαύματα, όπως το αποτέλεσμα μιας Λιτανείας σε καιρό ανομβρίας. Ήμουν μικρός και συγκεντρωθήκαμε όλοι με ψαλτάδες και εξαπτέρυγα και λιβάνια. Συγκεντρωθήκαμε με κατάνυξη στους αγρούς. Θυμάμαι με συγκίνηση την πίστη αυτών των ανθρώπων. Άκουσα κάποιον να ρωτάει τον διπλανό του αν πήρε μαζί του ομπρέλα. Σε κατάστεγνο καιρό ζητούσε ομπρέλα. Τέτοια πίστη είχαν οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια. Οι άλλοι τον κοίταζαν παραξενεμένοι. Κι όμως έβρεξε κατά την διάρκεια εκείνης της Λιτανείας. Κι άλλοτε έγινε θαύμα μετά από Λιτανεία- έπεσαν οι ακρίδες στη θάλασσα. Τρισεκατομμύρια τεράστιες ακρίδες, ένα σύννεφο σηκώθηκε κατά τη διάρκεια της Λιτανείας και έπεσε στον Παγασητικό. Έκρυψαν τον ήλιο. Επικεφαλής, προεστώς της πομπής ήταν ο παπά Μαραθάς.
To θαύμα της εικόνας, στην Παναγία του Παπαρρήγα, δεν το είδα εγώ. Ακουστά το έχω από τους παλιούς. Την εύρισκαν συχνά πάνω στο κυπαρίσσι αυτή την εικόνα. Κι εμείς που ανεβαίναμε, παιδιά, στο κυπαρίσσι της αυλής, ένα επικλινές κλαδί το λέγαμε «το κρεββάτι της Παναγιάς». Υπήρχε παράδοση για το θαύμα, εμείς όμως δεν το ζήσαμε. Αυτή η εικόνα υπάρχει, σώζεται και σήμερα στο εκκλησάκι.
Το όνομά της η εκκλησία το πήρε από τον παπα Ρήγα που γράφεις στην «Πορταριά» ο οποίος μάλλον λειτουργούσε εκεί( στα μισά του 19ου αιώνα). Αυτή ήταν μεγάλη εκκλησία. Η διπλάσια από ό,τι είναι τώρα. Την έκαψαν οι Τούρκοι. Παλαιότερα εδώ ήταν όπως λένε ειδωλολατρικός ναός της Αρτέμιδας. Κάποια βυζαντινή αυτοκράτειρα, η Άννα Κομνηνή, ήλθε για νερό στη «Μάννα» και λέει « κρίμα να μην εποικίζεται αυτός ο τόπος». Κι έχτισε την εκκλησία, τον ίδιο καιρό με την Παναγία την Πορταρέα πρέπει να χτίσθηκε. Και ήλθαν και κατοίκησαν από την Πύλη Τρικκάλων τσελιγκάδες. Για τον λόγο αυτό η Παναγίτσα στο Άη Νικόλα ονομάσθηκε Παναγία η Πορταρέα. Πύλη, δηλαδή Πόρτα. Η Αγία Μαρίνα χτίσθηκε από το γιατρό Περικλή Ζησάκη, τον πατέρα του Ζήση Ζησάκη, σε δικό του οικόπεδο- το σπίτι άλλωστε βρίσκεται δίπλα ακριβώς. Παλαιότερα φρόντιζε η γυναίκα του γιατρού, η ευλαβέστατη Κορίνα Ζησάκη .Τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμη παιδί. Γριούλα τη θυμάμαι. Εξαιρετικά ελεήμων .Ό,τι είχε το έδινε. Μοίραζε λάδια, κρασιά, κρέατα. Κάποτε μου χάρισε ένα αρνί που ο πατέρας μου είχε μισακό με τον Ζησάκη. «Τι να το κάνω εγώ, μου είπε. Εδώ μου έφερε μοσχάρι ο γιος μου. Πάρτο πίσω στην οικογένειά σου». Το πήρα πίσω και η μάνα μου έκλαιγε από συγκίνηση. «Αυτή η γυναίκα θα πάει ΄λόρθα(ολόρθη) στον Παράδεισο». Αυτή η γυναίκα φρόντιζε το εκκλησάκι. Είχε όλο κορίτσια και τον Ζήση, μοναδικό αγόρι. Όλα τα αποκατέστησε με τον καλύτερο τρόπο.
Το τέμπλο της Αγίας Μαρίνας το πρόσφερε ο Ρήγας Πορλίγκης. Αυτός είχε το σπίτι που βρίσκεται στη στροφή όπου βρίσκεται σήμερα το πρώτο πάρκιγκ, δίπλα στου Αθηναίου το βενζινάδικο. Εκεί υπήρχε σπίτι που σήμερα γκρεμίσθηκε. Ηταν συγγενής με τον Πορλίγκη τον γιατρό και ψάλτη που σκότωσαν οι Γερμανοί.
Τη σιαγόνα του Αγίου Γεδεών, για τον οποίο έγραψες την είχε κάποιος παπά Χατζής, καλογερόπαπας από το Λαύκο, εκεί είχε το Ιερό Λείψανο. Όταν έφυγε από εκεί το πήρε μαζί του. Επί δημαρχίας Ριζοδήμου. Ήταν δήμαρχος τότε, δήμαρχος Ορμινίου. Του έδωσαν λοιπόν την Αγία Κυριακή, του παραχώρησαν και το κελλάκι που υπήρχε εκεί όπου σήμερα υπάρχει η αυλή της εκκλησίας, εγώ το πρόλαβα αυτό. Θυμάμαι μάλιστα ένα ζευγάρι γεροντάκια που έμεναν εκεί. Του άρεσε του ιερομόναχου το μέρος, βρήκε την τοποθεσία εξαιρετική. Όταν ήλθε στην Πορταριά, στα σύνορα με το Κατηχώρι, τον υποδέχθηκαν κλήρος και λαός με τιμές για το Λείψανο του Αγίου. Αυτά όλα μου τα έλεγε κάποιος παλαιός ψάλτης, ο Βάσσος. Το πήγαν το Λείψανο με πομπή στην Αγία Κυριακή. Σήμερα το ξέχασαν όλοι. Αυτό το Ιερό Λείψανο πρέπει να έφθασε στο Λαύκο από την Ι. Μ. Καρακάλλου, επειδή υπήρχαν πολλοί λαυκιώτες μοναχοί στην Καρακάλλου. Εκεί έφτιαξαν και την εικόνα του Αγίου. Αυτά στα χρόνια του παππού μου.
Αυτός ο Βάσσος μου μιλούσε για πολλά πράγματα. Μου έλεγε ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γυρίζοντας το Πήλιο, πέρασε από την Πορταριά, από τον Κάραβο. Να σου πω και για ένα θαύμα που έκανε στη Ζαγορά. Εκεί τον πίεζαν μεθυσμένοι χωριάτες να πιει ένα τσίπουρο. Το αρνήθηκε πολλές φορές και αυτό τους εκνεύρισε. Τόσο, που του πέταξαν στα μάτια ένα ποτήρι τσίπουρο. Την ώρα που ο Άγιος έφερνε τα χέρια στα μάτια έσπασε το ραχοκόκκαλο και σκότωσε τον άνθρωπο που πείραξε τον Άγιο.
Ο Άγιος Γεδεών είναι ο πρώτος που μου «μίλησε» με την άρρητη ευωδία που εξέπεμπε. Ο άλλος είναι ο Άγιος Σταμάτιος της Μακρινίτσας. Επίσης το Λείψανο του Αγίου Νικολάου στο Βόλο. Και στις τρεις περιπτώσεις ένιωσα μια εξαίρετη ευωδία να βγαίνει από μέσα μου. Αυτοί οι τρεις Άγιοι μου μίλησαν με τον τρόπο τους.
Να σου πω και για τον Άγιο Νικόλαο Πορταριάς τί ξέρω. Όταν αποφασίστηκε να χτιστεί η εκκλησία πήγαν οι πορταρίτες να ζητήσουν από τον κατή τη σχετική άδεια. Στα μισά του 19ου αιώνα. Ο Κοσμάς, πρακτικός μηχανικός, πήρε από τη Θεσσαλονίκη το σχέδιο, από τον Άγιο Μηνά, μητρόπολη τότε της πόλης. Ο κατής του έδωσε προθεσμία να κτίσουν την εκκλησία μέσα σε τρεις μήνες. Ούτε μέρα παραπάνω. Φαίνονταν αδύνατο επειδή η πέτρα έπρεπε να κουβαληθεί από μια τοποθεσία πάνω από τον Άη Λια. Τι έκαναν τότε οι πορταρίτες. Μπήκαν σε μια σειρά, όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες , μια σειρά από τον τόπο που χτίσανε την εκκλησία ως το νταμάρι. Πέρασαν όλη την πέτρα του ναού χέρι- χέρι και τελείωσαν μέσα σε δέκα μέρες. Εντωμεταξύ τα μαστόρια είχαν φτιάξει ασβέστη σε καμίνια στο Αηταφίτικο- ασβέστη και κουρασάνι. Κι άρχισαν να χτίζουν . Σε δυο μήνες η εκκλησία ήταν έτοιμη. Τότε η σκεπή χτίζονταν συνέχεια των τοίχων.
Το 1932 έγινε ένας σεισμός 6-7 ρίχτερ. Κάναμε γυμναστική την ώρα εκείνη. Η εκκλησία ραγίστηκε στη μέση και όλοι είπαν πως θα πέσει. Συγκεντρώθηκε ένα ποσό για να χτιστεί καινούργια σκεπή αλλά ήλθε ο Χειμώνας και σταματήσαμε. Των Τριών Ιεραρχών, λοιπόν, μέρα κατά την οποία γίνονταν το μνημόσυνο των πεσόντων και αντί για κόλλυβα βάζαμε κουφέτα στο δίσκο, ξαφνικά, όταν έφτασε η Λειτουργία στο «Άξιον Εστί», πέφτει μια τεράστια πέτρα από τη σκεπή πλάι στο χέρι του Γιώργου Κατσαρού, του δεξιού ψάλτη. Αν τον χτυπούσε στο κεφάλι θα τον άφηνε στον τόπο. «Θα πέσει η εκκλησία» φώναξε κάποιος «φύγετε». Βγαίνει ο παπα Μαραθάς στην Ωραία Πύλη και φωνάζει: «Ακούστε, δεν θα το επιτρέψει ο Θεός. Μείνετε εδώ να τελειώσει ή Λειτουργία». Μείναμε. Η εκκλησία έπεσε το βράδυ, στις 12 η ώρα, δεν ήταν μέσα ούτε ο καντηλανάφτης. Μαζεύαμε οι πιτσιρικάδες τα γυαλάκια μέσα από τους σωρούς των μπάζων. Ύστερα την έφτιαξαν με ξύλινη κατασκευή.
Αργότερα, μεγάλος πια, όταν έγινα ψάλτης, βρήκα σε παλαιά μηναία, που δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, πληροφορίες για τη θανατηφόρο γρίπη του ΄17,όταν πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι από την επιδημία. «Χθες θάψαμε 12 άτομα, σήμερα θάψαμε 17». Το ίδιο και στον Άγιο Κωνσταντίνο, αναφέρεται σε μηναίο η κοίμηση του ηγουμένου του Μοναστηριού: Εκπλήρωσε το κοινόν μας χρέος»- έτσι γράφει.

Τρίτη, 21 Μαΐου 2013

ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΣΑΪ

Ο Γ. Τ. είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Βέβαια, δεν έχει σχέση με τους σιωπηλούς που αποδομούν φθινοπωριάτικα μεσημέρια, ιασεμόοσμοι, κάθονται στα σκαλάκια παλαιών σπιτιών της οδού Κουντουριώτου, “ εδώ” λένε, κοιτάζοντας στο κενό, “έμενε ο εφευρέτης, η κόρη του μου, σε κάμαρη σκοτεινή, μου σερβίρισε  πράσινο τσάι, τους μίλησα για την ισχύ του ανεπίστρεπτα χαμένου, μιας γυναίκας με κίτρινο φουστάνι που κυματίζει δυσμικά, του ημιτελούς κατοχικού  γραφίτη. Ο εφευρέτης έβγαλε από το κρανίο του δύο παπύρους και μου ζήτησε να διαλέξω. Μια νυχτερινή  λιμπελούλα που βομβίζει πάνω από τον ανανά ενός κοριτσιού έως το κόκκινο φεγγάρι ή τα άδεια παράθυρα πολιτειών που δεν θα γνωρίσω ποτέ;”.  
Ο Γ Τ. σχεδιάζει τον αναγνώστη κι ο άλλος απλώς νιώθει.

Παρασκευή, 26 Απριλίου 2013

ΦΟΥΓΚΑ;


1.      Το ερώτημα του Κωνστάντιους Κωνστάντιους – όνομα για μια προσωπίδα απ’ τις σχισμές της οποίας διέκρινες σε μιάν αεικίνητη στατικότητα τα ουράνια μάτια του Σαίρεν Κίκεργκωρ – υπήρξε αγωνιώδες:  Υφίσταται η επανάληψη; Η στιγμή χωράει στο πάλι και πάλι του ταχυδράματος; Είναι ο προσωπικός μας χρόνος κυκλικός; Πέρα απ’ το μετά υπάρχει το νέο, το καινό, το ίδιο ή το κενό – η μαύρη τρύπα, τόπος μιάς αέναης διερεύνησης; Μήπως μόνον η ερώτηση για την επανάληψη επαναλαμβάνεται;


3.      Ο γερο Τσιγκιτσάγκας, με τις ματωμένες προθέσεις και τις φόδρες του γεμάτες μαύρη βγαίνει απ’ τα Σφαγεία και κατευθύνεται προς τις αρχαίες Αλυκές.
6.       Περνάει – λίγο ατμώδης – πίσω απ’ τους μικρούς άσπρους λόφους. Σε λίγο θα φθάσει σε μας η οσμή της υπέρτατης ευτυχίας του. 

***

1 σχόλιο:

  1. ...Είναι μαζί τους κι ο Άγγελός σου που απλώνει στο πρόσωπό σου τις λευκές του φτερούγες,η ευχή "καληνύχτα" των παιδικών σου φίλων...

    Τυχερός είσαι, Γιάννη μου!
    Φιλιά στη Κατερίνα μας,
    Υιώτα

    Απάντηση

***

1 σχόλιο:

  1. πανέμορφο... μπραβο! καλά να είσαι , Γιάννη!

    Απάντηση

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ