Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Διηγήματα 6

 ***

Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ



ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ Ή ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Στη μέση περίπου του μαντρότοιχου κατά μήκος του χωματόδρομου που σήμερα ονομάζεται οδός Νεαπόλεως, διαθέτει σήμανση και η κίνηση της έχει προλάβει να προξενήσει κανα- δυό θανατηφόρα με Αλβανούς, οι οποίοι διέσχισαν μίλια για να μάθουν ότι τα ποδήλατα σταματούν σε προσκρούσεις με φορτηγά, στη μέση λοιπόν του τοίχου υπήρχε κάθετος  ένας μικρός κλειστός σωλήνας.
Ίσως να ήταν παλαιού τύπου πυροσβεστικός κρουνός, ίσως να τον τοποθέτησαν παλαιότερα για να περνούν τα νερά των ψυγείων Μουστακαλή, έξω από τον περίβολο. Τότε δεν υπήρχαν υπόνομοι, τώρα που το σκέφτομαι μάλλον από εκεί άρχιζαν οι αλυκές κι η θάλασσα τον καιρό που χτίστηκαν τα επιβλητικά κτήρια των ψυγείων.
Για μας τους πιτσιρικάδες  των «αναπηρικών», αυτό το έπαρμα χρησίμευε μόνο για να σκαρφαλώνουμε και να βλέπουμε πάνω απ’ τη γεμάτη σπασμένα γυαλιά κορυφή του τοίχου. Με πέτρες είχαμε καθαρίσει, σχεδόν λειάνει, το μέρος εκείνο του μαντρότοιχου – έτσι ακουμπούσαμε άνετα, οι μικρότεροι τα χέρια κι οι μεγαλύτεροι τον αγκώνα. Το πρόσωπο άγγιζε στοχαστικό την κλειστή παλάμη.
Αυτό δεν γίνονταν απ’ όλους μας. Κάποιοι έτρεχαν, τραβώντας, με μεγάλα λάστιχα κεφαλόπουλα από τον βούρκο, πέρα από την οδό Αθηνών. Άλλοι γονάτιζαν μπροστά στη μεγάλη δεξαμενή, όπου αγελαδοτρόφοι ζύγιζαν το γάλα που κουβαλούσαν με σούστες σε τσίγκινα κουτιά. Το εργοστάσιο παστεριώσεως γάλακτος ΕΒΟΛ κρατούσε όσους δεν παρακολουθούσαν το ξεφόρτωμα των αυτοκινήτων, ακριβώς απέναντι.
Ένας – ένας, με τη σειρά, ανεβαίναμε το σωλήνα, τρίβαμε τα, παλιά μας έτσι κι αλλιώς, ρούχα πάνω σ’ ασβεστωμένα, ξερά βρύα και βλέπαμε τους εργάτες να ξεφορτώνουν από τα φορτηγά τενεκέδες με τυρί ή τελάρα φρούτων γεμάτα  φρου – φρου, αλλά και μεγαλύτερα κουτιά που δεν γνωρίζαμε το περιεχόμενο τους.
Τι μαγεία μπορεί να προσφέρει ένας τόσο στενός χώρος, … Τι νιώθαμε με τα παραγγέλματα, το «έλα», το «πιάσε», τους μικροκαβγάδες… Στα μάτια μας γυάλιζαν αδέξιες φαινομενικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ιδρωμένα σώματα και τα είδωλα του ήλιου στους τενεκέδες.
Μέσα στους εργάτες βρίσκονταν και παιδιά, μεγαλύτερα μας βέβαια. Δεν έκαναν τις βαριές δουλειές. Οδηγούσαν με χειρονομίες, όπως «πίσω- πίσω» και «έλα» και «κόψε λίγο», οδηγούσαν τους οδηγούς των παλιών MAZDA και VOLVO. Οι πιο μάγκες μάζευαν από τους σωρούς άδειους τενεκέδες και τους πουλούσαν στους σαμαλάδες – αυτοί είχαν το χαρτζιλίκι. Οι τελευταίοι μας πρόσφεραν το καπάκι τους, ολοστρόγγυλο σαν τιμόνι, σε μια προσπάθεια καλοπιάσματος για να τους πληρώνουμε τα χρέη.
Σαμαλάδες μπορούσαν να γίνουν όσοι περνούσαν, μ’ αποτυχία και μιζέρια συνήθως, την Τετάρτη Δημοτικού.
Συνεργάζονταν με τον παρασκευαστή του γλυκού που έμενε στα προσφυγικά της Ν.Ιωνίας. Είχε κληρονομήσει από τον πεθερό του την συνταγή και την κρατούσε μυστική. Από τη γεύση πάντως ήταν σίγουρο ότι περιείχε γλυκάνισο και μαστίχα.
Αυτός λοιπόν ο σαμαλοποιός έδινε στους πιτσιρικάδες γεμάτες τάβλες και μια σπάτουλα. Μετά το σχολείο, και μερικές φορές αντί του σχολείου, εκείνοι γεωγραφούσαν τις παρυφές της πόλης με την ίδια πάντα κραυγή – «Σαμαλάααααακι, πολύ γλυκό…»
Οι σαμαλάδες λοιπόν αυτοί μας χάριζαν ό,τι, μαζί με τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες, αποτελούσε το όνειρο μας εκείνων των χρόνων. Οι κάτοχοι του «τιμονιού» παρίσταναν τους οδηγούς κι οι άλλοι, συνήθως οι μικρότεροι, έτρεχαν πίσω τους φωνάζοντας «έλα-έλα», «πίσω-πίσω», «σιγά» , «κόψε δεξιά»….
Βέβαια υπήρχαν και οι προνομιούχοι με όχημα, τα παιδιά με το τσέρκι. Οι πιο μεγάλοι έτρεχαν, με τη φούρκα στο χέρι κι ένα βουητό παλαιάς μηχανής, στους καλοστρωμένους χωματόδρομους. Αυτούς δεν τους ενδιέφερε το σίδερο – έτσι το λέγαμε.
Κάποιο κυριακάτικο πρωί γύριζα από την Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και η συνήθεια περισσότερο μ’ έκανε να πάω (αν και ήταν απαγορευμένο- ειδικά τη μέρα αυτή) προς το σίδερο. Είχα αρκετό καιρό να κινηθώ προς τα βορειοανατολικά όρια της συνοικίας – τρόμαζε τους γονείς μας η οδός Λαρίσης με τα ταχύτατα ανατρεπόμενα. Έτσι, με ξάφνιασε ένα τεράστιο μπαλόνι, έτσι το ‘βλεπα, σαν παλιό αερόστατο, μπροστά στην πόρτα του υπόστεγου, πλάι στο συγκρότημα των ψυγείων.
Δεν με ξάφνιασε το ότι η μετάδοση της εμπειρίας μου (παλιά κακή συνήθεια) άφησε απαθείς τους περισσότερους φίλους μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση πως, κάποιοι από αυτούς, γνώριζαν και περί τίνος, ακριβώς, επρόκειτο: «Ένα μεγάλο κεφάλι καρνάβαλου φτιάχνουν» μου είπαν, «είναι για την αποκριάτικη παρέλαση».
Από την επόμενη,  με τη σάκα στον ώμο, παίρναμε σειρά. Έπρεπε όλοι να δούμε τις τεράστιες πινελιές που, πέφτοντας, παρουσίαζαν σιγά – σιγά  ένα πρόσωπο με κλαυσιγέλωτος έκφραση. Υποτίθεται, ότι τινάζονταν από ένα σεντούκι, σαν το τζίνι του Αλαντίν.
Νιώθαμε συνδημιουργοί, είμαστε έτοιμοι να προτείνουμε, ξεχάσαμε τα καπάκια των τυροτενεκέδων, τις συναλλαγές με τους σαμαλάδες, ξεχάσαμε τους χρυσοζούζουνες, τις καρδερίνες και τους μεταξοσκώληκες. Όλοι περιμέναμε τη μέρα της παρέλασης.
Σ’ εκείνη την καρναβαλική γιορτή του 1963, στην οδό 2ας Νοεμβρίου, οι πάντες προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν, μέσα στη σοκολατοβροχή, το δικό τους άρμα. Υπήρχαν βέβαια και όσοι, ποιητικοί ιστορητές, κατέγραφαν τη σύνολη εικόνα. Υπήρχαν κι όσοι ζούσαν την ένταση του χρόνου έξω από τον χρόνο.
Πλάι στο «οε, οε, οε,οε…» ακουμπούσε το «να το δικό μας» κι ύστερα απαλά «την έπιασα», πιο πάνω ένα «Θανάσηηηη» οξύ.
Κυρίαρχο άσμα  τότε, ο Χαραλάμπης. 
Ήμουν ανεβασμένος σε μια ταρατσούλα, που υπάρχει ακόμη, κι έψαχνα εναγωνίως «τον άνθρωπο του Μουστακαλή», αυτό ήταν το όνομα του άρματος. Και χειροκροτούσα τρελά όταν πέρασε μπροστά μας, χάνοντας την ευκαιρία να πιάσω αρκετές σοκολάτες που, σαν χειμωνιάτικα σπουργίτια, έπεφταν γύρω.
Αυτό το λίγο – πιο – γεωμετρικό από όσο το ξέραμε, αυτό το περισσότερο αληθοφανές που είδαμε στις πινελιές του μας ξάφνιασε, όμως, όπως και να το πεις, ήταν ο δικός μας καρνάβαλος.
Το ίδιο βράδυ είδα τον πιο έντονο εφιάλτη της ζωής μου. Ένα όνειρο που δεν ξέχασα και στις παραμικρές του λεπτομέρειες, για χρόνια, και ενώ η μνήμη αραίωνε σαν μεσημβρινό συννεφάκι αιθρίας.
Είδα ότι από το γιαπί του Αναστασόπουλου τινάχθηκε ο καρνάβαλος, ο αγαπημένος μου κι έτρεξε πάνω μου. Μόνο που τώρα είχε πάνω του κάτι το τρομαχτικό. Ήταν αίσθηση περισσότερο και λιγότερο εικόνα.
Το βδέλυγμα της ερημώσεως, ως εννόηση. Με κυνήγησε, έτρεξα.
 Κι, όπως συμβαίνει σε ανάλογα ενύπνια, φορούσα παντόφλες.
Πέρασαν δεκαετίες από τότε.
Δεν λέω ότι ξαπλώνω  πλέον με τα αρχαία μου όνειρα διπλωμένα στο μαξιλάρι μου. Ο άνθρωπος μεγαλώνει κάθε στιγμή.
Νομίζω ότι από την ιστορία που σας διηγήθηκα απέμεινε το παιδί που ακουμπάει τον αγκώνα του δεξιού χεριού στην κορυφή του μαντρότοιχου με τον καρπό να εγγίζει το μάγουλο.
Μπροστά του περνούν, όπως τότε περνούσαν τα φορτηγά με το τυρί, οι ιστορίες ενός κόσμου που ζητάει χρονικογράφο.
Γιάννης Τσίγκρας

ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ


ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ
Την ώρα που ο κόκκινος ήλιος βυθίζονταν στα ερείπια του τείχους των Δημητριέων,  στην κορυφή της μαγούλας Παλατάκι, ένα κοπάδι ταύρων ξεχύθηκε ανάμεσα στα σπίτια του Συνοικισμού Αναπήρων.
Τα ζώα οδηγούνταν στα Παλαιά Σφαγεία, πλάι στο ποτάμι της Μπουρμπουλήθρας. Τα οδηγούσαν δυο εκδοροσφαγείς. Ενας πήγαινε μπροστά, κραυγάζοντας «ανοίξτε χώρο», ενώ ο δεύτερος, κρατώντας ένα μακρόστενο σανίδι, μιλούσε τους φθόγγους μιας άγνωστης, στους κουρασμένους ανθρώπους της γειτονιάς, γλώσσας. Έτρεχε άναρχα προς όλες τις κατευθύνσεις , κινούνταν όπως ο τρελός του ζατρικίου. Κι οι δυο φορούσαν ματωμένες λινάτσες γύρω από τη μέση.
Τα λιγοστά παιδιά έτρεξαν στο κοντινό δάσος με τα αλμυρίθια, τα πιο άφοβα κρύφθηκαν πίσω από βούρλα, σπάζοντας τα αυγά των γλάρων.
Οι νοικοκυρές τράβηξαν στις αυλές τις καρέκλες που είχαν απλώσει στους χωματόδρομους, έκλεισαν τους φούρνους, έσβησαν τις πυροστιές , πέταξαν στο δρόμο ποτιστήρια ή φαράσια γεμάτα καβαλίνα.
Το τραινάκι, που κουβαλούσε  πηλό από τα έλη του Διμηνίου στο κεραμοποιείο Τσαλαπάτα, ακινητοποιήθηκε με ένα σφύριγμα βραχνό κι ο οδηγός του προσπάθησε να χωρέσει ένα ανοικονόμητο μπόι στο βάθος της μικρής μηχανής.
Τα ζώα χτυπούσαν τα μπροστινά τους πόδια, ρουθούνιζαν καφτερά. Κάποιο στάθηκε μπροστά σε μια τενεκοπαράγκα. Από το εσωτερικό της ακούγονταν κλάμα μωρού, μια ανδρική φωνή κραύγαζε χούι. Έξω από την περιφραγμένη με σκουριασμένο συρματόπλεγμα αυλή, πάνω σε ένα σωρό από αλάτι έμεινε ένα πλεχτό γαντάκι. Πριν λίγη ώρα σκαρφάλωνε πάνω του το εγγόνι του άνδρα ενώ εκείνος άνοιγε την ταμπακέρα του κάτω από κίτρινα μουστάκια. Ο ταύρος έκανε το γύρο της αυλής, ύστερα βαριεστημένα ακολούθησε τη σκόνη που άφηνε το υπόλοιπο κοπάδι.
Ένας άλλος ταύρος χτύπησε με το κούτελο την ερμητικά κλεισμένη πόρτα του περιπτέρου της γειτονιάς. Έσκυψε και μύρισε ένα ανοιχτό βιβλίο με τις ιστορίες του Ταρζάν και του Γκαούρ , που είχε αφήσει, τσιρίζοντας, ο μικρός γιος της ιδιοκτήτριας. Με το χτύπημα δεκάδες κουτιά έπεσαν στο κεφάλι της γυναίκας και του παιδιού που είχαν αγκαλιαστεί πίσω από την πόρτα. Οι άνθρωποι αυτοί που δούλευαν στο καπνοπωλείο (έτσι ονομάζονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το περίπτερο) είχαν αντιμετωπίσει κι άλλου είδους απειλές. Συχνά άκουγαν ξέπνοες κραυγές από τις θυρίδες: «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου». Μοίραζαν τότε στα πιτσιρίκια με τα ξύλινα όπλα σοκολάτες της δραχμής. Στους πιο μάγκες έδιναν τραπουλόχαρτα ή δίφραγκα.
Το πόδι του τελευταίου οδηγού που έδιωξε το ζώο σκόνταψε σε μια παγίδα, ένα σύρμα κρυμμένο στα χόρτα, πιασμένο δεξιά – αριστερά με καρφιά.
Την ίδια ώρα, κι ενώ έβαφε η δείλη τα Κέρατα της μαγούλας και ξυπνούσαν μικρές τεφρές κουκουβάγιες και ρυτιδωμένες χελώνες, ο Τσαλούχας σηκώθηκε από τα αγκαθερά βούρλα και ύψωσε απειλητικό, προς το κόκκινο κουρνιαχτό που απομακρύνονταν, το μικρό του χέρι. Με το άλλο κρατούσε ένα σπασμένο μισότουβλο. Ο Τσαλούχας σφύριξε δυνατά και πετάχθηκαν από το δάσος των αλμυριθιών ο Αράπης κι ο Κουτρουμπέλιας. Ο πρώτος φυσούσε το γδαρμένο του χέρι.
Κι οι τρεις τους κατευθύνθηκαν στο πράσινο γηπεδάκι του Κενταύρου. Στην άκρη του γηπέδου μαζεύτηκαν γύρω από το στύλο, όπου άναβε ήδη ο γλόμπος. Με απότομες χειρονομίες άρχισαν να περιγράφουν την επιδρομή, με τον τρόπο που άλλες φορές έπαιζαν ξανά και ξανά όσες ταινίες έβλεπαν ξαπλωμένοι (και εν ημιυπνώσει) στα χαλίκια των θερινών κινηματογράφων. Σαρλό και ξιφομαχίες και τα οχτάρια του μεθυσμένου Μανέλη, όταν έτρωγε τις ελιές, φτύνοντας στο χαλί τα κουκούτσια.
Απέναντι από το στύλο βρίσκονταν στο σπίτι του Αράπη και πιο πέρα του Στυλιανού Παλαιού. Ο τελευταίος ήταν ένας φεγγερός, σαν φέτα καμπίσιου τσιγκούνη, πενηντάρης. Εφτά εμφράγματα είχαν τυπώσει μια καρδιά ασκητή. Διάβαζε τα βράδια τον Αββά Ισαάκ, κάτω από το φως του κήπου που πρόβαλε τα φύλλα της κληματαριάς στον απέναντι τοίχο. Τα καναρίνια του, εκείνη την ώρα, κοιμούνταν εξουθενωμένα από το κελάηδισμα. Το μεγάλο παράπονο του Στυλιανού Παλαιού ήταν αυτά τα νυχτέρια των παιδιών – του στερούσαν την εν κόσμω αποταγή.
Την ώρα που ψηλότερα από τον γλόμπο άναβε ο κομήτης του Χάλλεϋ, σαν λάμπα κρεμασμένη στο πουθενά, το τρίο έγινε κουαρτέτο. Ο Μπουραζόπουλος, μεγαλύτερος στην ηλικία, ιεροσπουδαστής και λάτρης του νυχτερινού θόλου, όχι μόνο της γνώσης αλλά και της έκστασης, φτωχός τόσο που έφτιαχνε με εφημερίδες κυλινδρικά τηλεσκόπια, έφθασε στο στέκι, γεμάτος ερωτήσεις οι οποίες ποτέ δεν θα έπαιρναν απάντηση από τους υπόλοιπους: Πότε ο μέγας αστρονόμος ανακάλυψε τον κομήτη; - Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αστρική ύλη; - Μόνοι στο σύμπαν;
Τον περισσότερο καιρό, κι ενώ έπεφτε η νύχτα, άρχιζε απ’ τα παιδιά μια κατάθεση μονόλογων – κατ’ ευφημισμόν μπορούσε να ονομασθεί συζήτηση. Για το ποδόσφαιρο, τις μεγάλες γυμνές γυναίκες ή το τραγούδι. Κάποτε ο Στυλιανός Παλαιός τους κατέβρεξε με το νερό των καναρινιών. Ήταν όταν επί μια εβδομάδα, κρατώντας μια σύνοψη, έψαλλαν ως αργά, τα σχοινοτενή Εγκώμια. Πετάχτηκαν πάνω «φτου, ρε» φώναζαν «θα μας κολλήσεις καμιά αρρώστια με τα βρωμόπουλά σου».
Το βράδυ που ακολούθησε την εισβολή των ταύρων δεν πρόλαβαν να μιλήσουν πολύ. Μια μαύρη Όπελ παρκάρισε μπροστά στο σπίτι του Αράπη. Κατέβηκαν ο οδηγός και μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Όταν μπήκαν στο σπίτι ακούστηκαν κλάματα, ο Αράπης έτρεξε. Στην αυλόπορτα γύρισε στους φίλους του και χαμηλόφωνα «την έφεραν» είπε «είναι στο αυτοκίνητο, θα την πάνε στο χωριό».
Ο Κουτρουμπέλιας τινάχθηκε αυτόματα, ανέβηκε στον προφυλακτήρα κι έσκυψε στο σκοτεινό τζάμι. Κάτι παλιό ζωντάνευσε η μνήμη του, μια αρχαία ευδία.
********
 Η θάλασσα έχει τραβηχτεί, ξεπροβάλλουν τα βράχια.  Ακούγεται ένα μάρς, η μπάντα αόρατη. Ένα γαλάζιο μπαλόνι πετάει πάνω από την προκυμαία. Ακολουθεί ένα παιδί. Περπατάει αργά κρατώντας έναν άσπρο γλάρο.
Γιάννης Τσίγκρας

ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΔΩΝΟΜΑΙ Ή Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΚΝΟΜΟΥ



ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΔΩΝΟΜΑΙ

Ή

Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΕΚΝΟΜΟΥ

Σας τηλεγραφώ από τη βάση μιας χοάνης πράσινης / Μακρινίτσα / που πιέζεται μάλλον ελαφρά στο πάνω μέρος από ανενεργούς, εδώ και έτη φωτός, μελανίτες.
Ανάμεσα στα δέντρα ξεχωρίζει πελώρια η μορφή του Καρόλου / Όγλ/, του δημοσιογράφου που πέθανε από βόμβες αγγλότουρκου ναυάρχου /188…/ επειδή ήταν σίγουρος ότι μόνον ο στόχος του τελευταίου δεν θα επλήττετο. Έτσι /κατέφυγε/ εδώ, με κάποια γυναικόπαιδα - τονίσατε, παρακαλώ, την οδύνηρή μου υπεραισθησία.
            Στην άκρη του δρόμου γηραιές γερμανίδες φωτογραφίζουν τον Παγασητικό.
Γιάννης Τσίγκρας

Ο ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ Ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ



Ο ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ Ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
                                                      
Πάντα παραδείσια ομολογώ την αίσθηση των αίθριων κυριακάτικων πρωινών, αμέσως μετά την απόλυση, στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων.
Η αυλή γέμιζε από κόσμο. Άντρες με μακριά παλτά ζεσταίνονταν από έναν κρύο ήλιο. Περνούσαν δίπλα απ’ το πηγάδι του αγιάσματος και κατευθύνονταν προς το καφενείο με τα μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια. Οι γυναίκες με τα μαλλιά πιασμένα κότσο αγόραζαν στα πιτσιρίκια μαλλί της γριάς ή μηλαράκι ζαχαρωμένο, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους έκρωζαν κοράκια αφημένα σ’ ένα γλυκό βοριά που τρέλαινε τους ανεμοδείχτες.
Μετά το αντίδωρο έτρωγα το τετράγωνο γεμιστό μπισκοτάκι κι έσπαζα στη φούχτα μου τα σαρκώδη φύλλα του κισσού που σκέπαζε το τοιχάκι του αγιάσματος. Ανάμεσά μας μπλέκονταν αρχαϊκοί και ειλικρινείς ζητιάνοι. Ο κουτσο–Γιάννης ο σιωπηλός, άπλωνε το χέρι του σε ορθή γωνία, μ’ ένα ρακένδυτο, ισχνό όσο και οι νέες λεύκες των δρόμων σώμα. Πιο πέρα το χαζο–Φταλιώ, ένας θηλυκός Φάλσταφ, σωρός από λίπος, αυτό που θάλεγαν οι παπαδιαμάντειοι αγυόπαιδες σαβουρόκοφα, λοξύγγιαζε παρακαλώντας και βρίζοντας. Υπήρχε ακόμη ο ευγενικός και καλοντυμένος λεπτός κύριος που στη συνέχεια έπαιρνε ένα – ένα στη σειρά τα σπίτια ζητώντας (μόνιμη ταρίφα) μια φετούλα ψωμί – τόσο ψωμί τι τόκανε;
Τελευταίος έβγαινε από την εκκλησία ο Τάκης ο Μπούλιας ή Παναγίτσας. Παχύς – παχύς, με γαλάζιο πάντα κοστούμι, τεζαρισμένο κι επιμελημένα σκόρπιο στο γυμνό κρανίο μαλλί. Γέμιζε το γιλέκο του με δεκάδες εικονίτσες. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν όσο και οι φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών. Η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Ευγενία. Πριν περάσει κάποια κατάστηθα, ο Τάκης την φιλούσε. Ύστερα μας μιλούσε για τη θαυματουργό της δύναμη. Τον προφύλαγαν όλοι αυτοί οι άγιοι από τις πτώσεις που του 'φερναν οι συχνές κρίσεις επιληψίας. Τον προφύλαγαν  κι απ’ τους κακούς ευταξίες που τον απομάκρυναν στη μεγάλη Είσοδο από τα πόδια του ιερέα, όταν έπεφτε μπρούμυτα και τα καταφιλούσε.
Όταν ο Τάκης έβγαινε από το ναό τρέχαμε με τις φούχτες γεμάτες πώματα λεμονάδας, λεμονίτας, μπυράλ, που βρίσκαμε σκαλίζοντας σαν κότες το χώμα γύρω απ΄ το περίπτερο του Παρίση. Του τα προσφέραμε έχοντας την εντύπωση πως θα τον ξεγελούσε η ομοιότητα με τις εικονίτσες. Εκείνος έβαζε μετάνοια και τα ’παιρνε για να μη μας στενοχωρήσει. Αγαπούσε τα παιδιά, τους ομηλίκους του, αυτό το τεράστιο παιδί.
Κάποτε, την ώρα του κηρύγματος, ο δαίμονας που τον βασάνιζε τον χτύπησε άσχημα. Τον είδαμε ξαφνικά να βουλιάζει μ’ ένα βογκητό στους καπνούς του λιβανιού, να χάνεται σ’ έναν τόπο καταδικό του. Ρεύματα τον τραβούσαν και τον τίναζαν, παράξενες πρέπει να συναντούσε στροφές και μια αύρα που έρχονταν από  κήπους εδεμικούς οι οποίοι, εκείνες τουλάχιστον τις στιγμές, ένιωθε ότι του ήσαν απαγορευμένες. Το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς και πάλευε με αόρατους εχθρούς. Συνήλθε κάποια στιγμή, φώναξε «εσύ φταις, παπα–Δημήτρη» και κοιμήθηκε ροχαλίζοντας φριχτά εκεί στο σολέα, στα πόδια των ψαλτών και του έκπληκτου ιερέα, οι οποίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν: Η Θεία Λειτουργία δεν διακόπτεται, ακόμη κι αν στη διάρκειά της πεθάνει ο ίδιος ο λειτουργός.
Ο Τάκης ο Παναγίτσας ή Μπούλιας έμενε σ’ ένα δωματιάκι φτιαγμένο μέσα στα πεύκα του κτήματος Σέφελ, στα Πευκάκια. Στην αυλή μια κληματαριά σκίαζε μπουκάλια, τενεκεδάκια, φαλακρές πλαστικές κούκλες, ζιπουνάκια σκισμένα, ένα οινοπνευματί σκαμνί, έναν προφυλαχτήρα αυτοκινήτου, ένα κλουβί μ’ ένα παπούτσι μέσα, πέντε άσεμνα νεροκολόκυθα – τα κουβαλούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του ο Τάκης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα έσβηνε η θάλασσα. Τότε κολυμπούσαμε εκεί. Ανάμεσα σε σάπια καΐκια, το τσιμεντένιο πλοίο βουλιαγμένο απ’ τα χρόνια της κατοχής, λαβράκια που γύριζαν βαριά, σαν βυζαντινοί άρχοντες, στο βυθό, ενώ πάνω μας πετούσαν γλάροι και τσικνιάδες.
(Εδώ βρισκόταν η εκτός των τειχών παραλία της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας, επομένως από εδώ τρύπωσαν πειρατές και λεηλάτησαν την πόλη, μασκαρεμένοι, κατά τον Κεκαυμένο, σε πραματευτές από δω, σίγουρα, πέρασαν παλαιότερα και Καρχηδόνιοι ελέφαντες).
Στα δικά μας χρόνια την ήρεμη παραλία, δίπλα στον ταρσανά, όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, διέσχιζαν τα ποδήλατα, που σήμερα ονομάζουμε νταλίκες, τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ, στολισμένα με σημαιάκια στο μπροστινό φτερό και στο τιμόνι χάντρινες καρδούλες. Ορισμένα είχαν και ραδιοφωνάκια, φτιαγμένα από φανάρι, τυλιγμένο σε νάιλον κάλτσα, που δούλευε με το δυναμό του τροχού. Ο γείτονάς μου ο Κρεμαστάς είχε και μια ταμπέλα στο πίσω φτερό ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΑΝ ΜΕ ΑΓΑΠΑΤΕ, ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΤΕ. Αυτός ταξίδευε χιλιόμετρα, κάποτε έφτασε με το ποδήλατο ως τα Τρίκαλα. Με το ίδιο όχημα πηγαίναμε για μπάνιο στη σκάλα στα Πευκάκια, κάτω από την ταβέρνα του Θωμά, εκεί που η θάλασσα τραβιόταν αποκαλύπτοντας βράχια απρόβλεπτα και στεγνά καβούρια.
Μια τέτοια νταλίκα δανείστηκε κάποτε ο Τάκης. Ανέβηκε επίσημα, με τα καλά του, το κουστούμι και το γιλέκο. Σχεδόν τελετουργικά. Κάποιοι τον έσπρωξαν στην ανηφόρα. Πέρασε θριαμβικά δίπλα από τις ανατιναγμένες αποθήκες τις πνιγμένες στις αγριοσυκιές, πέρασε με ταχύτητα μέσα από τα πεύκα. Στο τέλος του δρόμου σταμάτησε. Γύρισε και μας κοίταξε. Στο δυσμικό ήλιο έλαμψαν τα παράσημα, οι άγιοί του. Κι όπως κοίταξε λοξά (οι επιληπτικοί φοβούνται τις λάμψεις)

                                                                        φταρνίστηκε δυνατά
ή
                                                                        άρχισε αργά ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς 
ή
                                                                        μας κοίταξε τρυφερά


Κι αυτό υπήρξε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας.
Γιάννης Τσίγκρας

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ



ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ


Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1955. Το γράφει με πράσινο, ξεβαμμένο μελάνι στο πάνω μέρος. Το παιδί που εικονίζει φοράει γκρίζα φουφούλα, τα ποδαράκια του είναι λιγνά, τα μάτια του μαύρα  μεγάλα. Κρατάει στο χέρι μια πλαστική πεταλούδα πάνω σε ρόδα, παιγνίδι που γέμιζε εκείνα τα χρόνια τους πάγκους των παζαριών, μαζί με κούκλες πλαστικές, γιογιό, σβούρες πολύχρωμες και, σπανίως, αυτοκινητάκια και μπουλντόζες.
Το παιδί είναι ο Κυριάκος. Γιος της Μαρίκας, πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου, κόρης της Ανδρονίκης, της μοναδικής αδελφής της γιαγιάς μου.
«Βίος και πολιτεία» ήταν το επίθεμα κάθε κουβέντας που γίνονταν  γι’ αυτή στο σπίτι. Δεν το ’λεγαν εντούτοις μ’ εκείνη την σκληράδα την πλήρη απαξίωσης. Το ψιθύριζαν σχεδόν τρυφερά και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί), λίγο εύθυμα.
Παιδί του πρώτου γάμου της Ανδρονίκης, γάμου που κράτησε λιγότερο από χρόνο, η Μαρίκα μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι της θείας της, της γιαγιάς μου, και λιγότερο στην οικογένεια της: Η μάννα της είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ακόμη χαλαρές σχέσεις με την αδελφή της την Άννα, σχέσεις που διατηρήθηκαν σ’ αυτήν την μορφή μια ολόκληρη ζωή.
Στην Κατοχή, εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη συνεπήρε το όνειρο του ωραίου ένστολου συντρόφου. Είχε αλλεπάλληλες σχέσεις με Ιταλούς. Άλλοτε με κοκορόφτερους αξιωματικούς που έμεναν στο «Θεοξένεια», της Πορταριάς, άλλοτε με φαντάρους που έψαχναν, με το δίκοχο αναποδογυρισμένο, τα καμένα ραδίκια του χειμώνα και τις νυσταλέες χελώνες της άνοιξης.
Μετά από κάθε αποτυχημένο ειδύλλιο, γύριζε στο σπίτι της γιαγιάς, έβαζε τα κλάματα κι ορκίζονταν ότι ποτέ δεν θα ξανακοίταζε άνδρα. Ο παππούς τής έλεγε ξερά «μείνε» και της ακουμπούσε ένα κομμάτι ψωμί, πλάι στο πιάτο με τα φασολάκια, τα μαζεμένα από τον κήπο της γιαγιάς – τη δροσιά  του πρόλαβα κι εγώ στην αρχή της δεκαετίας του ’60.
Με την απελευθέρωση η Μαρίκα, μεγαλοκοπέλα, έπιασε το βελόνι. Είχε κάποιες γνώσεις από τα φιγουρίνια που αγόραζε η μάννα της, την ΑΤΘΙΔΑ και την ΦΙΛΟΚΑΛΛΟΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ. Είχε δουλέψει κι ένα καιρό στην μοδίστρα του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια έβλεπες τις γυναίκες να στέκονται ακίνητες με τις ώρες, ενώ οι μοδίστρες, με τις καρφίτσες στο στόμα, διευθετούσαν μεγάλα, πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Τα μπουκωμένα σχόλια τους ήταν για το «γέμισμα» και το «τράβηγμα», μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες. Κάποτε έβγαζαν τις καρφίτσες από το στόμα και με ένα «ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος» έπιαναν το πιατάκι με το γλυκό του κουταλιού που τους σερβίρονταν.
            Το μεσημέρι έτρωγαν στο σπίτι που έραβαν. Οι τρόποι τους στο τραπέζι σχολιάζονταν, γι αυτό και οι περισσότερες ήσαν διακριτικές και σιωπηλές.
            Η Μαρίκα, άξια κι όμορφη, δεν άργησε να αποκατασταθεί. Ένας εμπορευόμενος από την Ξάνθη, ο Βαγγέλης, την είδε στο σπίτι πελάτισσας, του  άρεσε και την ζήτησε από τον πατριό της. Δεν χρειάσθηκε δεύτερη σκέψη από καμιά πλευρά. Ο νιοστός έρωτας της τριαντάρας εξαδέλφης της μάνας μου στεφανώθηκε με δόξα και τιμή.
            Ο γάμος της κράτησε όσο ακριβώς και της μάνας της. Λιγότερο από χρόνο. Ένα απόγευμα, την ώρα που γύριζαν από την παραλία, τυλιγμένοι την οσμή του ιωδίου, με τις εικόνες της «Καζαμπλάνκα», που μόλις είχαν απολαύσει στο REX, να κρέμονται στα βλέφαρά τους και τα φιστίκια να φουσκώνουν στις τσέπες τους, ο Βαγγέλης της είπε ξαφνικά «αύριο φεύγω». Τον ρώτησε «για πού» και δεν πήρε απάντηση. Εντούτοις του ετοίμασε τη βαλίτσα του το επόμενο πρωί, τον φίλησε στο μάγουλο  πριν ανέβει στο αμαξάκι με το άσπρο άλογο. Ήταν το τελευταίο τους φιλί.
Είχε νέα του 40 χρόνια αργότερα. Κάποιος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης την ανακάλυψε στην Τρίπολη. Ο Βαγγέλης είχε πεθάνει και της άφησε δύο διαμερίσματα στην Ξάνθη. Η, εβδομηντάχρονη πια, Μαρίκα δεν διεκδίκησε τίποτε. Έτρεμε στην ιδέα ότι ο δεύτερος άνδρας της, ο Νίκος, ένας φοβερά ηθικολόγος τσομπάνης της Αρκαδίας, θα μάθαινε κάτι από το παρελθόν της. Δεν του είχε μιλήσει ούτε για τον άντρα της ούτε για το γιο της τον Κυριάκο.
            Ο Κυριάκος γεννήθηκε οκτώ μήνες μετά την φυγή του πατέρα του. «Ένα κοψιδάκι, τόσο δα» έλεγε ο παππούς. Εκείνο τον καιρό η μάνα του αντιμετώπιζε τρομερά προβλήματα. Όταν, πέντε χρόνια μετά την γέννηση του, η Μαρίκα εγκαταστάθηκε με τον γιο της στο Καπακλί, στη γειτονιά μας, αποφασίσαμε, στη πρώτη μας επίσκεψη, αντί για γλυκά ή λουλούδια να τους δωρίσουμε ένα τσουβάλι καυσόξυλα – ο χειμώνας εκείνος ήταν ιδιαίτερα βαρύς.
            Έμεναν σε ένα δωματιάκι, στο βάθος μιας αυλής. Μια μανόλια σκίαζε τον κήπο με τα μαρουλάκια και τα σκόρδα. Καθώς μπαίναμε, ο πατέρας, η μητέρα κι εγώ, ακούσαμε το κλάμα του μικρού Κυριάκου. «Πεινάει» μας εξήγησε η Μαρίκα. Το παιδί ήρθε πλάι μας. Θυμάμαι τα φλογερά του μάτια καρφωμένα στην αρχή πάνω μου και στη συνέχεια σε μία ταλιρίσια σοκολάτα που εμφανίστηκε στα χέρια του πατέρα μου. Το κλάμα σταμάτησε.
Με τον Κυριάκο γίναμε αχώριστοι. Τρέχαμε τα μεσημέρια στους χωμάτινους δρόμους με τα νυχτολούλουδα και τις πικροδάφνες. Σπρώχναμε με σιδερόφουρκες τσέρκια. Τα βράδια κρυβόμαστε στο φράχτη με τα σιαμαμίδια και μετρούσαμε τα αστέρια. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με την μητέρα για μπάνιο στον Άναυρο. Στην αμμουδιά τρώγαμε κεφτεδάκια και τηγανιτές μελιτζάνες.
Κάποτε πήγαμε και στο παζάρι. Η Μαρίκα, καμαρώνοντας το λουλουδάτο φόρεμά της, μας ανέβασε στο «γύρο του θανάτου» και στα «αλογάκια» - ο πατέρας μου πλήρωνε. Φεύγοντας περάσαμε από τα χαλβατζίδικα και από τους πάγκους με τα παιχνίδια. Η θεία μάς αγόρασε από μία πλαστική πεταλούδα.
Δεν ξέρω γιατί και πως ο τετραπέρατος Ανδρέας ο φωτογράφος κατάφερε να καδράρει τον Κυριάκο με το παιχνίδι αυτό. Μας κυνηγούσε θυμάμαι, έκανε αστεία για να μας φωτογραφίσει, χόρευε κιόλας. Έπιανε απίθανες πόζες μας. Αλλού γουρλώναμε τα μάτια, αλλού χορεύαμε κι εμείς. Ο Κυριάκος πάντως δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το παιχνίδι με το οποίο φωτογραφήθηκε. Θυμάμαι τρελαινόταν να παίζει με μια πλαστική μπουλντόζα μου – την είχε φέρει ο Αϊ Βασίλης. Ώρες ολόκληρες στην αυλή με τα χώματα το καλοκαίρι, κάτω από το τραπέζι τον χειμώνα, έκανε μανούβρες, μπρος – πίσω, τα χειλάκια του μαζεύονταν σε ένα βρρρ-βρρρ, πατούσε πόδια - χέρια και χαλίκια. Όταν έρχονταν η μάνα του να τον πάρει (δούλευε τότε στο Γερμανικό) τσίριζε «γιατί εμένα, μαμά, δεν μου έφερε μπουλντόζα ο Αϊ Βασίλης;». Η Μαρίκα τον παρηγορούσε, «δεν σε ξέχασε αγόρι μου, θα σου φέρει του χρόνου». Όταν τ’ άκουγε έπαιρνε ένα ύφος ονειροπόλο. «Όταν θα χω τη δική μου, μεγάλη μπουλντόζα, θα ανέβω επάνω, θα σας χαιρετήσω όλους και θα φύγω μ’ αυτή μακριά».
Ο Κυριάκος πραγματοποίησε το όνειρό του. Το επόμενο καλοκαίρι ο μπουλντοζιέρης που έστρωνε το οικόπεδο όπου σήμερα υπάρχει το 18ο Δημοτικό Σχολείο, άκουσε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν πιο πέρα ποδόσφαιρο και σταμάτησε. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Προσηλωμένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε πως οι ερπύστριες μάζεψαν το μαγεμένο απ’ τη θέα του μηχανήματος παιδάκι.
 Το μεσημέρι της κηδείας θυμάμαι τα τζιτζίκια στη σκονισμένη ακακία του δρόμου. Ένα μοβ λουλούδι ισορροπούσε μόνο στον ξερό λαχανόκηπο. Μακριά ακούγονταν η φωνή ενός πλανόδιου «κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες». 
Γιάννης Τσίγκρας  

TA ΠΡΩΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ



TA ΠΡΩΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ
-         Ο Θανάσης ο διαπορθμευτής κέρδισε τα ισότιμα των μελλοντικών οβολών του «εύγε», περνώντας τους γέροντες γονείς του πάνω σε μια πλατιά σανίδα που οδηγούσε σπρώχνοντας μ’ ένα καλάμι – από την εξώθυρα στην αυλόπορτα του σπιτιού τους. Περνούσε πλάι σε τυλιγμένα σε δίχτυ περιστέρια, μια μέρα που μύριζε έντονα πρωϊνό περίπατο σαλιγκαριών.
-         «… κατά την οποία ορίζονται οι σχέσεις που υφίστανται ανάμεσα στα κείμενα, η ανάλυση και η προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου ως ανακατανομή των συστατικών από προγενέστερα κείμενα» σημείωσε εκεί, στο τραπεζάκι του ζαχαροπλαστείου. Ενώ τελείωνε, μία ψηλόλιγνη γυναίκα ακούμπησε μπροστά του ένα άδειο ποτήρι.
-         Τα φθινοπωρινά μεσημέρια, οι άγιοι και οι νεκροί στάζουν από τα θυμητάρια και, ανεβαίνοντας τους όχθους, μαζεύουν τα πρώτα κυκλάμινα.
Γιάννης Τσίγκρας

ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ



ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

Υπάρχουν άνθρωποι που διεξέρχονται, ή μάλλον γλεντούν, ένα βίο σαλτιμπάγκου. Στο κέντρο μιας ομήγυρης, βασική τους μέριμνα είναι η διασκέδαση των άλλων, με μια παραμόρφωση δική τους – όπως στους καθρέφτες του λούνα παρκ.
Στα παιδικά τους χρόνια μόρφαζαν και χειρονομούσαν παίζοντας επινοημένους στη στιγμή ρόλους, υπολογίζοντας κυρίως την κρίση του αρχηγού της παρέας – νευρόσπαστα του ταπεινά.
Αργότερα, με μια κατάχρηση του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναφοράς που παράγει γέλιο, συνέχισαν με προσοχή και συνέπεια να χρωματίζουν ανάλογα κάθε στιγμή της ζωής τους.
Φαντάζομαι ότι το δόγμα τους είναι το «η γελοιότητα οφείλει να με ακολουθεί έως το θάνατο μου».
Και-συνήθως- είναι αυτός ο θάνατος κοντινός, μια που τα κωμικά σχήματα κάποτε εξαντλούνται.
 Τις περισσότερες φορές αιτία του είναι ένα πολύπλοκο ατύχημα, στη ρίζα του οποίου εμφιλοχωρεί η καθαρή βλακεία: «Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά» συμπεραίνουν όλοι. Κι αργότερα, πολύ συχνά, στην ανάμνηση του βίου και του τέλους τους, οι συγγενείς και φίλοι νιώθουν να αναδεύεται εντός τους ο πικρός κλαυσίγελως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ ο συμμαθητής μας στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, Γιώργος Σταμουλάκης σηκώνονταν για εξέταση στο μάθημα της Λογικής με μιαν απόλυτα ισόρροπη κατακόρυφο ακροβάτη τσιρκολάνου- περπατώντας δηλαδή με τα χέρια - και άφηνε άναυδους τους συμμαθητές του και τον καθηγητή ο οποίος επέμενε ώς τη στιγμή εκείνη στο «ράβδος στη γωνία άρα βρέχει». Κάποιες φορές στα διαλείμματα, με μια  μαύρη μπέρτα παρίστανε τον Ζορό. Στο χέρι κρατούσε ως ξίφος, σπασμένο σκελετό γυαλιών. Κι άλλοτε, με το «ορέ Έλληνες» των Κολοκοτρωναίων, εισέβαλλε στην αίθουσα καβάλα σε ένα ημιθανές γαϊδουράκι.
Το πρώτο καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μας, διαβάσαμε για τον "άτυχο θάνατό" του. Εργάζονταν στα τσιμέντα της ΑΓΕΤ και προσπάθησε να πηδήσει από την ταράτσα ενός εξαόροφου κτηρίου στο απέναντί του- τρία μέτρα  απόσταση. Έφυγε  βολίδα  στο κενό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, αφού έπαιξε στα κείμενά του με δεκάδες μάσκες που εμφάνιζαν και έκρυβαν, όπως σε παλίμψηστο, μιαν απροσδιόριστη εντέλει σεξουαλική ταυτότητα, βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του. Φορούσε γυναικεία ρούχα κι είχε ξεχάσει να ξυρίσει τα πόδια του.
Άλλη περίπτωση παράξενου θανάτου μου αφηγήθηκε, καθισμένη κάτω από την κυδωνιά της αυλής της, παίζοντας στα χέρια της ένα κίτρινο κρίνο, η σεβαστή κα Ελένη Δουκίδου. Θανάτου γελοίου, επομένου μιας απόλυτα γελοίας στιγμής.
«Η Βασιλική Πουτούλη, κάτοικος Πορταριάς, ξύπνησε εκείνο το πρωί με μια παράδοξη διάθεση. Κατέβηκε αμέσως στο κατώι και κρύφτηκε πλάι στο κιούπι όπου αποθήκευαν το λάδι. Τον καιρό τη Κατοχής στο στόμιο του σκεύους αυτού  τυλίγονταν ο λαφιάτης, το τρομερό στην όψη φίδι με τα κέρατα που το αγαπούσαν γιατί καθάριζε τον τόπο από τα ποντίκια. Σε λίγο άρχισαν να περνούν από μπροστά της οι πουλάδες με την πρωινή τους γκρίνια. Δεκαεπτά στη σειρά. Άσπρες, κόκκινες, ψαρές. Τελευταία τα δύο κοκόρια. Πρώτος ο μικρός, μ’ ανήσυχα τινάγματα του κεφαλιού, ελάχιστα διαφορετικός από τις κότες. Τελευταίος έρχονταν ο άρχοντας του κοτετσιού. Παχύς, βαρύς, με πολύχρωμη ουρά και βαριεστημένο βάδισμα. Αυτόν έβαλε στο μάτι η Βασιλική. Όρμησε, τον άρπαξε, άρπαξε και τη σούβλα για το κοκορέτσι και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Βγήκε στην αυλή, πλάι στον αμαξωτό δρόμο. Πατώντας του το κεφάλι, σούβλισε τον πετεινό, άναψε μια μικρή φωτιά με τα κάρβουνα, πέρασε τη σούβλα στις φούρκες και άρχισε να  τη γυρίζει. Το πουλί έκραξε τρομαγμένα, ενώ λαμπάδιαζαν τα φτερά του. Η Βασιλική άνοιξε και ένα μπουκάλι ρετσίνας.
Οι περιπατητές του αμαξωτού δρόμου σταμάτησαν ξαφνιασμένοι. Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν. Ακούστηκαν γέλια. Οι επιβάτες ενός λεωφορείου που κατέβαινε αργά, άρχισαν να χειροκροτούν. Ο εισπράκτορας φώναζε «μέσα τα κεφάλια σας».
Εκείνη τη στιγμή βρήκε ως την πλέον πρόσφορη να την  επισκεφθεί ο παπα Μαραθάς. Την ήθελε χαλαρή και εύθυμη για να της ανακοινώσει μετά το γλυκό που τον τρατάρισε:  «Ο γιος σου παντρεύεται την ερχόμενη Κυριακή. Σε παρακαλώ μην φέρεις αντίρρηση. Σε φοβάται για κάτι τέτοιο».
Η Βασιλική εκτός από το γιο της, είχε και δύο κόρες "της παντρειάς".
Ακόμη κι εκείνα τα χρόνια ίσχυε η τρομερή και ανθρωποφάγος συνήθεια της σειράς προτεραιότητας προς αποκατάσταση, με πρώτο το αβρό φύλλο. Πολύ συχνά, ο γιος της Βασιλικής άκουγε τη συμβουλή-  προτροπή- απειλή: «Να τελειώσεις πρώτα με τις αδελφές σου και ύστερα να βρεις και εσύ ένα καλό κορίτσι».
Το καλό κορίτσι βρέθηκε πρόωρα.
Οι ατμοί του κρασιού, τα χειροκροτήματα, οι κραυγές του πετεινού επιβράδυναν τα αντανακλαστικά της Βασιλικής. «Ναι παπά μου, όπως πεις εσύ», είπε στην αρχή. Ύστερα σοβαρεύτηκε και τον ρώτησε με παράπονο: «Τι σου έκανα και με χτύπησες; Και μάλιστα εδώ;». Και έφερε το χέρι στο γόνατο.
 Κι απότομα έγειρε στην καρέκλα.
Η δεκαπεντάχρονη τότε Ελένη Δουκίδου θυμάται ότι κατέβασαν τη σωρό της         Βασιλικής από την εξωτερική σκάλα που σχημάτιζαν πέτρες κάθετα σφηνωμένες  στην πεζούλα με το άγριο γιασεμί.
Λέω στην αφηγήτρια ότι έχω σκοπό να εντάξω στη σειρά των γελοίων θανάτων τη διήγησή της. Κι αρχίζει τότε μιαν άλλη ιστορία, διαφορετική.
«Τα χρόνια της Κατοχής υπήρξαν αφόρητα σκληρά για όλους και ιδιαίτερα για εμάς, τα παιδιά. Περισσότερες φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιμάται –ενώ μακρινοί ούρλιαζαν λύκοι- στις σπηλιές, για το φόβο των βομβαρδισμών, και λιγότερες στο κρεβάτι μου.
Υπήρξαν όμως και διαλείμματα περισσότερο ξένοιαστα. Τότε βρίσκαμε ξανά την αθωότητα του παιχνιδιού. Θυμάμαι ότι, λίγο πριν βραδιάσει, γελούσαμε πίσω από το φράχτη με τα αστεία παραμιλητά της Πατράκαινας. Δίπλα μου στριμώχνονταν και ένα σκελετωμένο παιδί- ο Νίκος.
Ο Νίκος περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι μας. Χτυπούσε την πόρτα και με μια φωνή οξεία και βραχνή, σαν του παπαγάλου, έθετε το ίδιο πάντα στερεότυπο αίτημά του προς τη μάνα μου: «Θείτσα Χρυσάνθη,  δώσε μου σε παρακαλώ ένα κομμάτι ψωμί, πολύ σε παρακαλώ, είπε η μαμά μου , ένα κομμάτι ψωμί γιατί πεινάω». Δεν άλλαζε ούτε λέξη, ούτε τόνο.
Πειραχτήρι μόνιμο εγώ του ζητούσα να το επαναλάβει για να του δώσω δύο κομμάτια ψωμί.
Και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια με τον ίδιο τρόπο- σαν σε κασέτα.
Ένα βράδυ δεν ήρθε ώς το φράχτη. Δεν παραξενεύτηκα, ούτε τον αναζήτησα. Η προσοχή μου για άλλη μια φορά ήταν στο τρελό παραλήρημα της γριάς.
Το πρωί το είδα ξαπλωμένο με τυμπανισμένη κοιλιά στην άκρη του αμαξωτού δρόμου.
Η μάνα του βουβή πλάι περίμενε το κάρο να μαζέψει τη σωρό.
Ένιωσα τον κόσμο να βουλιάζει. Θυμήθηκα πόσο τον βασάνισα.
Ακόμη και τώρα με παιδεύει κάποια βράδια η ανάμνησή του.
Τώρα πες μου που θα εντάξεις αυτή την ιστορία. Στους κωμικούς, στους πικρούς, στους φρικτούς θανάτους;».
Δεν απάντησα.
 Ζήτησα μόνο να μου μιλήσει λεπτομερέστερα για το λήρο της Πατράκαινας.
«Ήταν συμπαθητική και λιγομίλητη. Ευγενική με όλους και απόλυτα λογική στην κουβέντα της. Τα απογεύματα έβγαζε δύο καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι της αυλής. Έστρωνε το τραπέζι με δύο πιάτα και διπλά μαχαιροπίρουνα. Ύστερα, παριστάνοντας ότι τρώει, μιλούσε στο κενό απέναντί της: ‘‘Φάε Δημητράκη το κρέας σου’’ και απαντούσε η ίδια: ‘‘Δεν πεινάω, Μαργιολή’’. ‘‘Κρυώνω Δημητράκη’’ συνέχιζε. Κι ακολουθούσε η απάντηση του …Δημήτρη, του Δημήτρη που βρισκόταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς της αυλής, κομμένος στη μέση από γερμανική οβίδα:
 ¨Μείνε, γυναίκα ακόμη λίγο. Όταν βραδιάσει θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου».


Γιάννης Τσίγκρας

ΗΔΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΦΩΣ




ΗΔΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΦΩΣ


            -Η κρυφή εκδίκηση του  γελωτοποιού
            είναι να μένει αυτός που είναι
            και σε καιρούς που μέδουσες
            δανείζονται τη σάρκα των νεφών.

  Η Άνοιξη έμπαινε ως οσμή νεκρών κριτσιναριών. Κι ύστερα ο τσίγγινος πετεινός τρελαίνονταν – το κεφάλι πάντα προς τον Βορρά. Ο ανεμοδείχτης αυτός βρίσκονταν στην πιο ψηλή κορφή της κρεβατιάς με τα χειμερινά σταφύλια. Τον είχε φτιάξει ο θείος ο Δουλάς, δεύτερος γαμπρός της γιαγιάς Χρυσάνθης στην αδελφή της την Ανδρονίκη – ο πρώτος άνδρας της είχε πεταχθεί στην απεραντοσύνη και την αιωνιότητα να πάρει τσιγάρα, ένα ζεστό μεσημέρι του 1936.
 Ολική η έκλειψη του.
 Ο Δουλάς, προϊστάμενος τμήματος της Ηλεκτρικής Εταιρείας, έφθανε στο σπίτι μας στο Καπακλή με ένα υπό μάλης ξύλινο κουτάκι. «Πάμε» μου πετούσε μεταξύ πρότασης κι ανέκκλητης απόφασης. Βαδίζαμε ως τα μπλόκια του Παλαιού Λιμεναρχείου. Αυτές τις  ανοιξιάτικες μέρες πηγαίναμε για ψάρεμα.
 Εκείνος περπατούσε μπροστά με μεγάλο διασκελισμό ψάλλοντας «ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας…» Τον πρώτο σαργό που έπιανε μου τον έδινε να τον κρύψω καλά στο κουτί με τα εργαλεία «για να μη τον ματιάσουν».
 Υπήρχε κάτι σκληρό και σκοτεινό εκείνα τα πρωινά, τα μπλόκια γεμάτα βρύα κι η θάλασσα, περισσότερο εντός μας, να ροχθεί κι οι βάρκες απέναντι μας μπροστά στον ήλιο – μια Αχερουσία.
Κάποιο μεσημέρι, από αυτά που γεμίζουν τα ταβάνια με φευγαλέες σκιές, γυρίζοντας απ’ το ψάρεμα, σταθήκαμε πλάι στην τουλούμπα της παλιάς Αγοράς – υπάρχει ακόμη. Ένα κόκκινο ιδρωμένο άλογο έπινε νερό στην ποδιά με τα πολύχρωμα χαλίκια. Ο ιδιοκτήτης του χτυπούσε την αντλία με δύναμη.
 Πίσω ακριβώς η κυρά Στέλλα, ως ογκώδη μελανίτη τη θυμούμαι, πρόσφερε στον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου τον καφέ του. Ήταν το διάλειμμα αυτό, αμέσως μετά το κολατσιό. Ο Παππούς είχε στην παλιά Λαχαναγορά την κτισμένη, όπως αργότερα αποδείχθηκε, πάνω σε ιουστινιάνεια τείχη, ένα μικρό, σκοτεινό σαν βόρειο παραμύθι, μαγαζάκι. Είχε και εφτά υπαλλήλους.
 Σπανίως πλέον τον έβλεπα, ο πατέρας μου πειραγμένος επειδή μέσα στα πρώτα εγγόνια του παππού, που τους δωρήθηκε ένα ποδήλατο όταν εκείνος κέρδισε τον πρώτο αριθμό στο λαϊκό, δεν συμπεριλαμβανόμουν εγώ, για κάποιο άγνωστο λόγο. Παλαιότερα που πήγαινα στο μαγαζί έβλεπα τους εργάτες να πλέκουν ξερούς μίσχους σκόρδων, να φτιάχνουν μικρές ή μεγάλες πλεξούδες. Μιλούσαν για τον Ολυμπιακό και την ΕΔΑ που συνέπραξε με τον Παπανδρέου. Ο παππούς έσκυβε στον λογιστή τους «Βουνοτριπίδης, εκ Πτολεμαΐδος, χρέωση τόσο, πίστωση τόσο». Γύρω στις δέκα σταματούσαν για κολατσιό-ψωμί φρέσκο μπαγκέτα, ελιές ζαρωμένες, σκόρδο.
Kι έξω ο τυροπιτάς ανεβοκατέβαινε. «Σε ψάχνει» μου έλεγαν. Ο τυροπιτάς υπήρξε το πρώτο θύμα μου, όταν μάθαινα ποδήλατο, στους στενούς δρόμους του λόφου των Παλαιών. Σκυφτός, δεν είδα το καροτσάκι του, χτύπησα πάνω. Οι τυρόπιτες και τα ζαχαρωτά ψωμιά σκόρπισαν μαζί με τα θρύψαλα την βιτρίνας, μέσα σε ξερά πλατανόφυλλα.
Έκτοτε ο βιοπαλαιστής (που έγραφαν και τα βιβλία) έγινε ο μπαμπούλας μου. «Εδώ είναι» φώναζαν οι υπάλληλοι του παππού και κρυβόμουν μέσα στα σκόρδα, πάνω από τον σολέα, όπως φάνηκε αργότερα, όταν γκρέμισαν την Αγορά, της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας.
 Η ποδιά γέμισε νερό. Στο λαιμό του αλόγου μεγάλοι ανέβαιναν κόμποι. Στο άλλο πεζοδρόμιο πέρασε η κουτσή Λίζα – ένα δεκάχρονο, και βαλέ, σκυλί με μαζεμένο το δεξί του πόδι. Και πίσω του ο ψάλτης των Αγίων Θεοδώρων. Είχε, όπως κάθε πρωί, πιάσει κουβέντα μ’ έναν συνομιλητή, κρυμμένο προφανώς στην υγρή γλυσίνα.
 Στην οδό Λαρίσης σταμάτησε ένα λεωφορείο - ΧΛΟH έγραφε στην παλιά του ταμπέλα. Κατέβηκε ένα κορίτσι μ’ ένα ζουζούνι να πετάει εμπρός του, δεμένο με κλωστίτσα. Το ακολούθησα την ώρα που ο Δουλάς κουβέντιαζε καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με τον παππού.
Διασχίσαμε την Στιγμή όπως ο τυφλός ακκορντεοντίστας περπατά ένα δρόμο με ανθισμένες κουτσουπιές. Κόψαμε μια παπαρούνα άδειου τοπίου.
 Διαπιστώσαμε ότι τα όρια της μουσικής είναι φτιαγμένα από μουσική.
Ξάφνου στην άκρη της κλωστής άναψε ο χρυσοζούζουνας. Και το φως μεταδόθηκε ώς το κορίτσι και στη συνέχεια  ώς τα πράγματα και τα φαντάσματα.
Ήταν ένα φως ηδύ και αδιάστατο.
Γιάννης Τσίγκρας

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ



Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ

Πέρασε δίπλα μας, στις ανδρώες θέσεις εισβολέας, όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο διακριτική , όχι για μας ,αλλά για όσους με κλειστά μάτια συνήθιζαν να  προσεύχονται, άλλωστε η ανθισμένη τιλιά στο προαύλιο του Αγίου Τρύφωνα σκέπαζε κάθε άρωμα -τι άλλο πειρασμικά από μια γυναίκα να αισθανθούν όσοι καταλάβαιναν πού βρίσκονταν  την Κυριακή στις εννιάμιση το πρωί.; Κάθισε κάτω από την αγιογραφία του ιεράρχη Αγίου Νεκταρίου, έβγαλε από την τεράστια τσάντα της ένα σακούλι κι άρχισε να μασουλάει και να φτύνει  στο χαλί της Εκκλησίας σπυριά ωμού σταριού:Ήταν το δικό της μνημόσυνο σ΄όσους έφυγαν κάποια τρυφερή νύχτα, αφήνοντας απότιστο το φύκο της βεράντας, ξεχνώντας εντελώς τη συνέχεια αγαπημένων τηλεοπτικών σειρών, έφυγαν με ένα τελευταίο στεναγμό, χωρίς μια καληνύχτα σ΄ εκείνη, την εγγονή, την  κόρη , τη σύζυγο την αδελφή.
 Σε καιρούς που τα πράγματα έμοιαζαν νάχουν σταθεροποιηθεί σε άλλους δρόμους , οραματιστής όσο όλοι οι ατάλαντοι ποιητές, εγώ, ο γείτονας και παρατηρητής του παρατηρητηρίου της, έγραψα μια μπαλάντα με τίτλο το όνομά της: «Η δεσποινίς Ελένη». Η Ελένη η γεροντοκόρη που, παλαιότερα, μιλούσε μπροστά στο καντηλάκι με τη γιαγιά η οποία βρίσκονταν ήδη στο Επέκεινα, γκρίνιαζε με τη μαμά της, τη δύστροπη κυρα-Όλγα και το βράδυ, στην κλίνη που θα μπορούσε να καταλήξει παστάδα όσο και φέρετρο, αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί με το υγρό αστέρι που έβλεπε να τρεμοσβήνει πάνω από τα, σαν απειλητικές παλάμες, φύλλα της κληματαριάς:

Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του ωραίου που θα  φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Κατά το πρωθύστερο, να σημειώσω ότι είχε προηγηθεί στο ποίημα  μια περιγραφή λυρικότατη της νύχτας:

Έξω η βραδιά ανθίζει λυπημένη
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια.
Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια,
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι.

O ωραίος βατραχόσχημός της, εκείνος που η Ελένη νόμιζε ότι θα μπορούσε να αποκαλύψει την πριγκηπική του μεγαλοπρέπεια-με τον γνωστό τρόπο των ερωτευμένων- ήταν εκείνη την εποχή της νεότητάς της o Γιώργος , ένας βιοτέχνης, ιδιοκτήτης κοντινού εργαστηρίου κουρτινών.
Στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Ελένη είχε την ιδρωμένη φαλάκρα του ως της μέρας άστρο. Ένα άστρο που άδυτο θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
 Από τη βεράντα  του διώροφου σπιτιού της δεν έβλεπε απέναντι, στις παλαιές αλυκές, τα παιδιά που γκρέμιζαν εκείνη την ώρα το σπιτάκι των αλατωρύχων, ούτε τα σκουριασμένα σκαριά των πλοίων που έμοιαζαν να αράζουν μέσα σε κυλινδρόχορτα και βούρλα, τρομάζοντας τα μικρά γλαρόπουλα και τα ζευγάρια που ξάπλωναν εκεί
Κοίταζε εναγώνια το δρόμο  ψάχνοντάς τον.
 Το βλέμμα της δεν το κούραζαν οι πλανόδιοι με την απίστευτη  φωνογραφία του μεσημεριού-ψαράδες και μανάβηδες και ψιλικατζήδες, με κάρα που έσερναν βαριά άλογα ούντρας, ενώ πίσω τους έτρεχαν οι νοικοκυρές της μισής μαραμένης γαρδένιας σε γκαζοτενεκέ για να μαζέψουν την κοπριά-λίπασμα που έπεφτε πίσω από το ζώο σαν τη αποσιωποιητική στίξη των πρωτολείων στιχουργημάτων μας.

Η Ελένη  μοιράστηκε με τον πρίγκηπά της μια καθαρότητα μεσημβρινού πρωινού στις Αλυκές, πλάι στη θάλασσα που είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, ένα χρώμα που υπόσχονταν αιφνίδια αναδυόμενους ναυτίλους, κι εκείνα τα κωμικά και αλμυρά σπιθαμιαία αλογάκια, τους ιππόκαμπους που ξερνούσαν τα παιδιά  τους. Ακούονταν οι τενεκέδες και τα έι των  βαρκάρηδων, ενώ ο αέρας, φευγαλέα βελούδινος, έδινε την του αιώνιου υπόσχεση. Η Ελένη καθισμένη στην άμμο ένιωθε ένα αιχμηρό βούλιαγμα στο στήθος καθώς εκείνος της κρατούσε το χέρι. Αυτή υπήρξε η μοναδική, πρώτη και τελευταία, συνάντησή τους. Της εξήγησε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να συνεχισθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή που, αν τον γνώριζε, θα δικαίωνε στην καρδιά της τον Σέρεν Κίκεργκωρ, επειδή υπήρξε η διαστολή ώς το άπειρο του δικού της χρόνου- σ΄ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αιωνιότητα. Πρέπει να τη θυμόταν εκείνη μέχρι την ώρα που ένας άναρχος αέρας φύσηξε στο μυαλό της, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι η σχέση του με την εργάτρια του εργοστασίου του, αυτή που εκείνη γνώριζε ήδη αλλά δεν ήθελε να παραδεχθεί, ήταν πολύ σοβαρή-πήγαιναν για γάμο.
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο  τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες  και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής.  Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που  αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με  μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή  μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς  γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε  σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα  είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη  πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα  ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η  αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να  αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου,  ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται  δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.
Γιάννης Τσίγκρας

Η ΝΥΧΤΑ



Η ΝΥΧΤΑ                                                                  
            Απόψε το χελωνίσιο δέρμα της καρδιάς μας διαποτίζεται. Ανοίγουν οι πόροι, διαλύεται ο κόμπος που εμποδίζει τη ροή των αισθημάτων. Φορούμε φτερά, σβήνουν οι χυδαίες στην επανάληψη τους εικόνες. Μένουμε γυμνοί, όπως οι προπεπτωκότες.
            Στην κορυφή του βουνού μια έλλαμψη, ακολουθεί η πανσέληνος. Την κουβέντα μας συντροφεύουν μυριάδες τριζόνια με το πριονάκι τους. Ανάμεσα στο πέπλο της νυχτωδίας τους περνούν φωνές νυχτοπουλιών. Στις βελανιδιές, τσιρίζουν οι βερβερίτσες. Αν ρίξεις μια δέσμη φακού πάνω τους θα προσέξεις, στιγμές κόκκινες, τα ματάκια τους. Ανοίγουν το στόμα σαν να διαμαρτύρονται για την παρουσία μας. Ένας από αυτούς πηδάει στο γλωσσίδι της καμπάνας κι ακούγεται, εξαιρετικά παράταιρος , ο ήχος της. Τα άστρα σβήνουν ένα – ένα, όπως την αυγή.
            Καθόμαστε στους κομμένους, από τον Γέροντα και τον κυρ Γαβριήλ, κορμούς. Άβολα καθίσματα, αλλά τέτοια ώρα ποιος το προσέχει… Μπροστά και κάτω γυαλίζει, γυρίζοντας αργά, σαν διήγηση συναξαριστή, ο ποταμός. Πίσω μας, φωτισμένα κατά την ανόητη συνήθεια των τελευταίων χρόνων, τα βράχια. Στο βάθος θρόμβοι φωτός στο ακρογιάλι του Άθωνα.
-Αυτό το ’χω κλείσει, κουνάει πέρα – δώθε ένα κομποσχοινάκι ο Σταμάτης, το ’χω σφραγίσει στη νάιλον σακούλα για να μην το ακουμπάει το ρυπαρό δέρμα μου. Το πέρασα πάνω από το λείψανο του Αγίου Δημητρίου κι έκτοτε έμεινε η ευωδιά – πάνε χρόνια τώρα. Έτσι είναι οι άγιοί μας. Μας χαρίζουν απλόχερα την ευωδιά των λειψάνων τους, καμιά φορά και του ζωντανού σώματος τους που είναι και η ευωδιά της ψυχής τους. Το μύρο είναι η αισθητοποίηση της αγάπης τους, μιας αγάπης άσωστης, κατά τον Απόστολο Παύλο. «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» κι αλλού «μείζων δε τούτων η αγάπη». Τα σώματα τους πνίγονται στο μύρο κι αυτό σημαίνει ότι μας σκέπτονται, μεσιτεύουν για μας στον Κύριο.
Απέναντι του κάθεται μια γερμανιδούλα, η Κατερίνα, μέχρι προχθές Ζίγκριντ, και πλάι της η κυρία Ματίνα και η αφεντιά μου. Η Κατερίνα φόρεσε προχθές το λευκό ρούχο κι εκεί, στην πλώρη του βράχου, κάτω από την ανθισμένη υποκαστανιά, έσβησε την προτεσταντική ύβριν εικοσιπέντε χρόνων.
Ακούει τον Σταμάτη προσεκτικά, τον διακόπτει μ’ ενθουσιαστικά – ναι, ναι, πιστεύω… πιστεύω…
Κάποια στιγμή, την ώρα που η κορυφή ανάβει και η σελήνη τινάζεται πλάι στον κώνο – μεγαλοπρεπής βασίλισσα του Σαβά - κάποια στιγμή θέτει με χαριτωμένα ελληνικά τον πόθο της – Όλα είνι όμουρφα απόψι. Ιγκώ τάτειλα, τάτειλα να ζήσου άλλη ζουή, όλα να’νει όπως απόψι υπέρουχα. Οι γκρύλοι… του φεγγάρι…
Τα «άρρητα ρήματα»φθέγγονται κάτι περισσότερο απ ’το φεγγάρι, τα τριζόνια και το αεράκι. Κι όλο αυτό αποφασίζει να της το περάσει, τουλάχιστον αυτή είναι η πρόθεση του, ο Σταμάτης. Της μιλάει για τα «εν εσόπτρω και αινίγματι» για το «επιμέρους του εδώ» και για το «πρόσωπο προς πρόσωπον» του Επέκεινα. Ο λόγος του είναι ακριβός και απλός, οι λέξεις του στριφογυρίζουν όπως οι νιφάδες του χιονιού μέχρι να αγγίζουν την καίρια σημασία.
Στο τέλος η κυρία Ματίνα σταματάει το κομποσχοίνι, που ξεχωρίζει καθαρά πια στα δάχτυλά της και μας πληροφορεί ότι βρίσκεται εδώ, κάτω στις  σκηνές, η κουμπάρα της, η άλλη Κατερίνα.
      Μια εικοσάχρονη κοπελίτσα είναι τούτη εδώ. Για δυο ολόκληρα χρόνια αγωνίσθηκε με τον Γέροντα να απαλλαγεί από το πνεύμα του πύθωνος που πολύ την βασάνισε. Τα κατάφερε τελικά με νηστεία και προσευχή. Όμως τον πρώτο καιρό, την ώρα των Ακολουθιών έμεναν πλάι της δέκα άνδρες χειροδύναμοι, να την συγκρατούν όταν το δαιμόνιο άρχιζε τα δικά του: Βρισιές στον Γέροντα με βραχνή φωνή και χτυπήματα. Κάποτε τους ξέφυγε και με τη γροθιά της έσπασε το πρόσωπο της Παναγίας του Τέμπλου. Τις περισσότερες φορές έπεφτε στο τσιμέντο και, σφυρίζοντας όπως οι όχεντρες, τρύπωνε στα πόδια των αντρών και προσπαθούσε να τους δαγκώσει τους αστράγαλους. Δεν ξεχώριζε στο ορθρινό ελάχιστο φως και όλοι αναπηδούσαν, οι ψαλτάδες σταματούσαν τα Κεκραγάρια και τους Κανόνες. Κι ο Γέροντας αναγκάζονταν να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να την κοιτάζει, να την κοιτάζει μόνο. Τότε όλα σταματούσαν, ο δαίμονας ησύχαζε κι έτρεχαν να σηκώσουν τη δύστυχη η μάνα της και η αδελφή της. Την μετέφεραν σαν σακί κι έμενε ώρα ολόκληρη εξασθενημένη στο στασίδι με το κεφάλι γερμένο και δάκρυα στα μάτια.
-Θυμάμαι μια εκδρομή, παίρνει πάλι τον λόγο ο Σταμάτης. Άνοιξη και περπατούσαμε μέσα σε φτέρες και αγριοτριανταφυλλιές και πουρνάρια. Στα βαθύσκια πλατανορέμματα άκουγες να βόσκουν αγριόχοιροι και ζαρκάδια. Χρυσοζούζουνες ανέβαιναν από το μελισσοχόρταρο, την αιγορίγανη και το θυμάρι. Ξάφνου διακρίναμε χαμηλότερα την στέγη ενός εξωκλησιού. Χαρήκαμε για την ανέλπιστη ευλογία κι αρχίσαμε να ψάλλουμε, κατεβαίνοντας, Θεοτοκάρια. Όταν πλησιάσαμε στα πενήντα μέτρα κι ενώ το εκκλησάκι δεν φαινόταν, χαμένο μέσα στη βλάστηση, η Κατερίνα έπεσε μπρούμυτα κι άρχισε, μπάσα κατά την συνήθεια του εναντίου, να ουρλιάζει – Φύγε, φύγε από εκεί μέσα, φύγε ρε, δεν μ’ ακούς;».
Ξαφνιαστήκαμε, κάποιοι την απομάκρυναν, ώσπου ησύχασε. Οι υπόλοιποι μπήκαμε στην εκκλησία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, παλιές όλες, μ’ εκείνη την ιδιαίτερη τεχνοτροπία των προβυζαντινών να κυριαρχεί. Ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Νικόλαος, η Παντάνασσα οι εν Θερμή Άγιοι… Στο σκοτάδι είδαμε την σιλουέτα ενός σκυμμένου άνδρα. Γύρισε, στο αναμμένο κερί που κρατούσε φάνηκε ένα ισχνό γεροντάκι. -Καλώς ορίσατε, μας είπε με ζέση. Πλησιάστε. Εγώ είμαι ο νεωκόρος. Βρίσκεστε στην Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, την βλέπετε, αριστερά στο τέμπλο. Κι εκεί, περάστε παιδιά και προσκυνείστε, εκεί δεξιά στο τραπεζάκι, υπάρχει ο αντίχειρας του Αγίου Νεκτάριου -τον τρέμουν οι δαιμονισμένοι- την βοήθειά του να ’χουμε.
Πέφτει σιωπή. Όλα έχουν αλλάξει. Τα φύλλα των βασιλικών δρυών περιγράφονται χρυσά. Ο αέρας δυναμώνει. Ξαφνικά μας τρομάζει όλους το σφύριγμα ενός τρένου. Στα 650μ. υψόμετρο τρένο; Ο Σταμάτης γελάει. Και, ενώ μας εξηγεί για την κωδωνική μεταφορά κι επίταση του ήχου, μας δείχνει: Μια φωτεινή κάμπια στο βάθος της κοιλάδας κινείται νοτιοδυτικά.
Γιάννης Τσίγκρας

ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ

ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ
                                                                                   
-Στη δεκαετία του ’55 – ’65, η συνοικία Νεαπόλεως χωριζόταν σ’ ανατολικό και δυτικό τμήμα, από τη σιδηροδρομική γραμμή του μικρού τρένου, που κουβαλούσε κοκκινόχωμα από τους πρόποδες της μαγούλας Παλατάκι στο εργοστάσιο τουβλοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα. Δέκα με δεκαπέντε βαγονέτα κωνικά και μια ατμομηχανή που χωρούσε έναν καρβουνισμένο πενηντάρη, ξερακιανό με περισσότερες της μιας ιδιότητες: μηχανοδηγός, ρυθμιστής της κυκλοφορίας στην οδό Λαρίσης, όταν μ’ ένα κόκκινο σημαιάκι κατέβαινε απ’ το όχημα του, σταματώντας ποδήλατα και μηχανάκια και φορτηγά που είχαν τη μούρη του δράκου με τον οποίο πολέμησε ο Μεγαλέξανδρος.


            -Κι ακόμη μπόγιας γίνονταν για μας, όσοι τρέχαμε πλάι, πηδούσαμε από βαγόνι σε βαγόνι ή, όλοι μαζί, τραβώντας από το τελευταίο σίδερο, σταματούσαμε το συρμό. Μας κυνηγούσε τότε με τη λαβίδα του υψωμένη, ασθμαίνοντας και βρίζοντας, ανάμεσα στα βούρλα και τ’ αλμυρίθια, εκεί στις ‘αλατιέρες’ ή ‘τηγανάκια’ – τα αρχαία έλη της Δημητριάδας. Τεράστια τετράγωνα επίπεδα, ορισμένα από νεραύλακες, άσπριζαν μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Λίγα χρόνια πριν γέμιζαν από αλατάδες που, ξύνοντας την επιφάνεια τους, συγκέντρωναν το φθηνό άρτυμα του, λιτού τότε, πιάτου σε μεγάλους σωρούς. Αργότερα το ελληνικό μονοπώλιο σταμάτησε τη χρήση των χώρων και οι αλατιέρες μπαζώθηκαν από τα υλικά των γκρεμισμένων από τους σεισμούς σπιτιών. Ανάμεσα σε χώματα και τσιμέντα έβλεπες κορμούς φοινικιάς, προφυλακτήρες αυτοκινήτων, αετώματα και κόρες πήλινες, τετράγωνους πεσσούς. Ακρίδες με κόκκινα φτερά  τινάζονταν ψηλά, στις μικρές χειμερινές λακκούβες οι γυρίνοι στριφογύριζαν. Από την δυτική πλευρά έρχονταν η μυρωδιά της κράμβης και του καμπίσιου χιονιού ως την Άνοιξη που γέμιζε ο τόπος παπαρούνες και ασφοδελούς.


            -Το σπίτι μας, χτισμένο στο σχέδιο Παρασκευόπουλου, με πολλά μικρά δωμάτια και σινάζια, με περισσότερο σίδερο και λιγότερο μπετόν ήταν απ’ τα  πρώτα  που χτίσθηκαν στην περιοχή. Στο βάθος μιας μικρής αυλής με κυδωνιές, φτούρο και τριαντάφυλλα, είχαμε, καλού – κακού, στήσει και μια παράγκα. Οι τοίχοι, διπλή σειρά καλαμιών, άντεχαν περισσότερο από βαρύτερες κατασκευές στις δονήσεις. Ευτυχώς δεν χρειάσθηκε. Έγινε κατά καιρούς, αποθήκη σταριού, χοιροστάσιο, δωμάτιο ενοικιασμένο, αίθουσα ( για ένα δίμηνο) των α και β τάξεων του περιφερόμενου 23ου Δημοτικού Σχολείου, αποθήκη χλωρίνης και εδωδίμων. Ο πατέρας είχε ανοίξει μπακάλικο. Διαμόρφωσε κατάλληλα ένα δωμάτιο του μεγάλου σπιτιού. Αριστερά στοιβαγμένα σακιά με όσπρια, δεξιά τα ράφια : κουτάκια με μπογιές, ελιές ξυδάτες,. Στον μεγάλο πάγκο, πίσω απ’ τον οποίο καθόταν συνήθως η μητέρα, η στραβή ζυγαριά με τα στρογγυλά βαρίδια της οκάς και των δραμιών. Απ’ το ταβάνι κρέμονταν μαύρες και αποτελεσματικές μυγοπαγίδες.



            -Η πρώτη χήνα ανέβηκε λίγο ψηλότερα, πέρασε πάνω από τους ταύρους, το ‘χούι’ αποφεύγοντας των εκδοροσφαγέων. Βοήθησε μ’ ένα πλατάγισμα  των φτερών της να φανερωθεί η φαλάκρα της Αντριάννας, την ώρα που έπλενε στη Μπουρμπουλήθρα κοιλίτσες και ‘μπουμπάρια’. Η Αντριάννα είχε επιβάλει τον τραβεστισμό της σε ένα σινάφι ανδροπρεπέστατο. Μαύρο φόρεμα και κόκκινες γαλότσες, σε τριχωτές φορούσε γάμπες και την Κυριακή στην εκκλησία μελιτζανί ταγέρ. Την είχαν αποδεχθεί οι τρεις – τέσσερις πρώτες γειτόνισσες του συνοικισμού Αναπήρων, έτσι επίσημα ονομάζονταν το ανατολικό τμήμα της Νεάπολης. Σχεδίαζε  τον τρόπο του κεντήματος τόσο καλά που ακόμη κι αν ξένιζε η νοηματική γλώσσα , επειδή κωφάλαλη εμφανίσθηκε και χάθηκε αργότερα, ακόμη κι αν δεν καταλάβαιναν τι ήθελε να πει, μιλώντας εκεί στις αυλές με τα ρόδινα και τα θαλασσιά αλμυρίθια, έπιαναν τη βελονιά. Και της πρόσφεραν κολοκυθόπιτα  με σαλιγκάρια τηγανητά ή – μια βροχερή σχόλη – άνοιγαν δίπλα της το παράθυρο, ενώ ανέπνεε ήρεμη στην κρηπίδα  και της χαμογελούσαν.
           

-Η δεύτερη χήνα πετούσε πιο αριστερά. ( Μετακίνησα το γήπεδο που βρίσκονταν μπροστά στου Γιακόπουλου το σπίτι, βορειοδυτικά, όπως ο Ελ Γκρέκο το νοσοκομείο του Τολέδο, για να φανεί το καφενείο του Τάκου).

                                                             
-…πάνω απ’ την αυλή του Αντώνη του Κυδωνιώτη. Ο Αντώνης βαριεστημένα την κοίταξε, ύστερα συνέχισε ένα μονόλογο στον αέρα, διακοπτόμενος από τα σφυρίγματα  και τους βόγκους των αυτοκινήτων της Εθνικής Οδού, που περνούσε μπροστά από το σπίτι του. Συνήθως δεν μιλούσε παρά για το τέλος μιας ιστορίας που άρχισε στην παραλία της Σμύρνης με τον ίδιο τρόπο που άρχισαν  χιλιάδες ιστορίες προσφύγων και κατέληξε εδώ, στη βεραντούλα του μικρού σπιτιού, με μουσική υπόκρουση τα τραγούδια του ‘γουρίλα’ του Καζαντζίδη που άκουγε με τις ώρες η χοντρο Ευθυμία η κόρη του, τραγούδια που τον ενοχλούσαν αφόρητα, όσο κι ο γείτονας του, ο Νίκος ο Παχής. Ο τελευταίος δεν τον ενοχλούσε απλώς, αφαιρούσε με μόνη την ύπαρξη του την ελάχιστη ελευθερία  που απολάμβανε ο παραπληγικός πρώην τρόφιμος του Αναπλιού – αυτό είναι το μέσον της ιστορίας του. Στο Βόλο ο Αντώνης παντρεύτηκε κι έζησε ευτυχισμένα δεκαοχτώ χρόνια , ως το Ανοιξιάτικο πρωί του ’42, όταν γύρισε να πάρει το ναυτικό σκούφο, επειδή έκανε ψύχρα κι ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρης, πρόλαβε να δει μια σκιά να χάνεται στο παράθυρο, έπειτα  άκουσε το τσάκισμα της ανθισμένης πασχαλιάς. Ότι ήταν Ιταλός το ‘μαθε αργότερα , το ίδιο βράδυ, λίγο πριν, κι αφού εκείνη του ομολόγησε τα πάντα, λίγο πριν αποφασίσει να σκουπίσει τον σουγιά που είχε για το μάτισμα του διχτυού πάνω στο κεντητό νυφικό τους σεντόνι, ν’ ακουμπήσει τη λάμα στη βάση του μηρού, να σπρώξει  και να τραβήξει προς τα πάνω ώσπου να φθάσει την καρδιά της.
            -Η χοντρο Ευθυμία ήταν το τρίτο παιδί από το δεύτερο γάμο  του με την τραυλή Ελένη κι ο Νίκος ο Παχής ο τιμωρός του άγγελος – επειδή, φθηνά τη γλίτωσε στις Αγροτικές Φυλακές  τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ψιλοφιγουρατζής  πηγαδάς ο γείτονας του Αντώνη, βοθροποιός, αλλά το τελευταίο δεν το ομολογούσε, με γυαλισμένο παπούτσι, λαϊκός αισθηματίας κι ωραίος στα νιάτα του άνδρας,. Περνούσε το μικρό μονοπάτι, το παράλληλο με τον χάντακα όμβριων της Παλαιάς Εθνικής, δίμετρο, τότε, στο πλάτος δρόμο, που μ’ άσπρα αλεξήλια (παρασόλια) διέσχιζαν οι επιβάτες των κάρων τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού, περνούσε απ’ το παράλληλο με τον χαμηλό τοίχο της αυλής του Αντώνη μονοπατάκι, κρατώντας πάντα στο μέσα χέρι, έτσι για να εντυπωσιάζει, ό,τι ωραίο κουβαλούσε στην κυρά : Μια σακούλα κορκάρι, ένα σίδερο σιδερώματος  μεταχειρισμένο, έτοιμο να δεχθεί μικρά αναμμένα κάρβουνα, ένα καρβέλι άσπρο ψωμί, τη σαμπρέλα που αγόρασε μια Πρωτοχρονιά για το ποδήλατο του γιου του. Εκείνο όμως που περισσότερο πείραξε τον Αντώνη ήταν η ιστορία με την τρίτη χήνα και τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου, όταν στα πλαίσια του Ανένδοτου, επισκέφθηκε τον Βόλο, μέσα σ’ ένα  μεγάλο ανοιχτό αυτοκίνητο του οποίου προπορεύονταν κι έπονταν ιππείς. Η συνοδεία πέρασε με μεγαλοπρέπεια την Εθνική Οδό, ο μισός Βόλος είδε το ίνδαλμα του και μόνο ο ριζωμένος στο σημείο αυτό Αντώνης δεν μπόρεσε να δει τίποτε, επειδή μέσα από το πλήθος που ανέμιζε σημαίες και φωτογραφίες πετάχτηκε ο Νίκος ο Παχής, ανεμίζοντας μια χήνα, τα φτερά της οποίας έκρυψαν, όχι μόνο τη μύτη του Γέρου της Δημοκρατίας αλλά και όλο το πλάνο.

            - ( Άλλαξα και τη μέρα διεξαγωγής του αγώνα παντρεμένων – ανύπαντρων, μπροστά στο καφενείο του Τάκου. Επειδή ναι μεν μπορούσαν ορισμένοι να αγνοήσουν τις Ώρες και τις σεμνές Ακολουθίες των μεγαλοεβδομαδιάτικων ημερών για το ματς, όμως κανένας, ακόμη και οι ΕΡΕτζήδες, δεν θα ‘χαναν τον θρίαμβο του Παπανδρέου. Εν πάσει περιπτώσει είναι πιο βολικό για μένα που αφηγούμαι).

            -Το τζουκ – μποξ να παίζει το ρολόι – κομπολόι, αγαπητοί ακροατές, χρυσοζούζουνες κι απαλοί κλέφτες, γαιδουραγκαθόσποροι, στιγματίζουν τον αέρα, καρδερινούλες τερετίζουν. Οι φίλαθλοι στοιχηματίζουν έξω απ’ το καφενείο, δέκα στους ανύπαντρους, πέντε στους παντρεμένους. Οι ομάδες έχουν βγει στον αγωνιστικό χώρο ανάμεσα σε κότες, φουσκωμένες από τους εαρινούς ανέμους και σιδερόβεργες κάπου στη σέντρα. Ο Τάκος σέρβιρε αντσούγιες σε σωληνάρια και μισό δάχτυλο τσίπουρο. Οι καρέκλες  ήσαν όλες πιασμένες. Ακόμη και οι ποδηλάτες σταμάτησαν τη στιγμή που ο Σπυράκος, σπήκερ και διαιτητής, σφύριξε την έναρξη του αγώνα.

           
-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο :
1.Νίκος Παχής εξωφλήθη,2. Κρεμμύδας βαμβάκι 0.30 δρχ.,3. Στατελιάν πετρέλαιο 5 δρχ., 4. Σπανός σύκα ξερά  0.50 δρχ., 5.Θεσσαλονικιός  (δυσανάγνωστο), 6.Αντώνης Κυδωνιώτης κονσέρβα (δυσανάγνωστο).

            -Η τέταρτη χήνα κραύγασε δέκα μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι του Αποστόλη του Κρεμμύδα.. Ο τελευταίος αγόραζε απ’ το περίπτερο του Χρυσικού δυο ξυραφάκια ‘Αστορ’ και τα πέρασε κάτω από το πηλίκιο. Πλάι του ο πεθερός του Καραβασίλη, ο Άγιος, χωρίς εισαγωγικά και ακυριολεξίες, διάβαζε δυνατά και συλλαβίζοντας την εφημερίδα , πριν λίγο είχε κλείσει τη Γραφή: ‘ ΙΧ αυτοκίνητο έπεσε στη θάλασσα’.

                                               
-Ο Αναστασόπουλος έτριψε το πονεμένο του γόνατο, δεν είχε ματώσει. Στο πεζοδρόμιο ακούγονταν φωνές. Ένα βεγγαλικό, μάλλον αδέσποτο, επικύρωσε το ορθόν της απόφασης του διαιτητή. Η μπάλα στήθηκε στα 11 μέτρα . Όχι μέτρα, βήματα. Ο ίδιος ο Αναστασόπουλος πήρε φόρα.

                                                           
-Την ίδια στιγμή η Πλακαρού έκανε τσιπ, τσιπ, τσιπ και οι οχτώ χήνες της, κατά τη συνήθεια τους, έτρεξαν λίγο και πάνω απ΄ το μπαξέ του Σκαφίδα απογειώθηκαν. Πετούσαν χαμηλά ως το ανατολικό τέρμα του γηπέδου όπου διεξήγετο ο αγώνας.

           
-Ο Αναστασόπουλος φυσικά αστόχησε, η μπάλα φυσικά βρήκε το κέντρο του εσμού των πουλιών, οι χήνες τινάχθηκαν δεξιά κι αριστερά. Κάποια απ’ αυτές έπεσε στα πόδια του Νίκου του Παχή που κάθονταν μόνος του στην άκρη της ομάδας των φιλάθλων.
Την άρπαξε κι έτρεξε, χώθηκε στο πλήθος που ζητωκραύγαζε μακρύτερα.

            -Οι πρώτοι μας πελάτες ήσαν οι γείτονες, τα σπίτια αραιά ξεφύτρωναν στις γωνιές τετραγώνων που όριζαν χαραγμένοι χωματόδρομοι. Και οι τσιγγάνοι που έρχονταν από τις όχθες του αρχαίου Ανάβρου, τώρα τον ονομάζουμε Ξηριά.

            -Ο Αποστόλης ο Κρεμμύδας άνοιξε το ξυραφάκι, κάθισε σ’ ένα παλιό ρείθρο. Μάζεψε τα μανίκια του.

            - ( Και φυσικά δεν μπορώ παρά να περάσω τον μεγεθυντικό φακό ξανά πάνω στο παλιό δεφτέρι. Ποτέ μην έχετε την εντύπωση ότι όλοι οι αναγνώστες είναι όσο εσείς ασκημένοι)

-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο: Κρεμμύδας : βαμβάκι 0.30 δρχ.

Γιάννης Τσίγκρας

***

Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2012

ANABAΘMOI



 ANABAΘMOI


- Καλή σου μέρα, Γιάννη (και στη λεύκα του Γερμανού ένα επιδειξιομανές αηδόνι…)
- Γεια σου, Βασίλη. Πώς είσαι;
- Μια χαρά. Κι εσύ, γερός;

Ο Βασίλης τσουλάει ένα πράσινο καρότσι κι εγώ αγκαλιάζω τις λεύκες για να ξεφύγω απ’ τον καταραμένο ηλεκτρισμό, τον άναρχο, του κεφαλιού μου – μικρός ανεμοστρόβιλος, ένα status epilepticus που δεν διαχέεται λόγω –ενδεχομένως– του lamictal.
Υπήρξε καιρός που εκείνος έτρεχε πλάι στο κιτρινόμαυρο πούλμαν κραυγάζοντας «γειά σου, Παπαϊωάννου, γίγαντα» μπροστά στο «Εθνικόν Στάδιον Βόλου», ένα χώρο ξερό, χωμάτινο, με λακκούβες γεμάτες βροχή και γυρίνους. Κι εγώ με τη γεύση της γαρδούμπας στη γλώσσα, «το ‘φτιαξα αγοράκι μου γιατί σ’ αρέσει, μην πας στο γήπεδο, έχω προαίσθημα» μου ‘λεγε η μάνα μου, κι εγώ να παρακαλώ τον Σάββα τον ψαρά να με περάσει στο γήπεδο μέσα, σαν γιο του. Αν τον άκουγα «δεν γίνεται αυτό, ρε Γιάννη» δεν θα γελούσε μαζί μου ο θυρωρός μ’ εκείνο το στεγνό «ποιος είναι γιος και ποιος πατέρας» που΄ κανε τον Σάββα να χώσει το κεφάλι στους ιχθυόοσμους γιακάδες του.
Όμως πέρασα αργότερα, μ’ ένα ντου των άφραγκων και με τον Γιώργο τον Αράπη κατευθυνθήκαμε στη βορινή χαμηλή κερκίδα, εκεί όπου «είχαμε πάντα περιπέτειες». Κάποτε οχτακόσιες φοβισμένες σφήκες τινάχθηκαν από το ηλιοτρόπιο που κλωτσήσαμε και μας κυνήγησαν ως το κιγκλίδωμα. Κι άλλοτε, μ’ ένα άλμα του, από την κορυφή της μικρής τούμπας, που ακουμπούσε την εξέδρα, ένας φαντάρος βρέθηκε πάνω μας, καλύτερα για κείνον απ’ την κώχη του τσιμέντου, καλύτερα για κείνον, όχι όμως για μας, ιδιαίτερα για τον Γιώργο, που του ‘καναν το κεφάλι μπακλαβά οι αρβύλες του ακροβάτη.
(Τώρα γιατί συνεχίζω το γύρισμα αυτού του χυλού; Τι στέρεο γλυκό θα βγει; Μια αναδόμηση της «Νυχτωδίας» ή του «Σχολίου σ’ αφορισμό του Ούαιλντ» θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα αφήγημα, ναρκισσικό μεν, ορισμένο όμως, απλό και καλλιεπές.
Αν έβαζα τον θείο Κώστα, ο οποίος παρίστανε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, να πηδάει μπροστά στο πανί, να κάνει τις γκριμάτσες του κι οι θεατές να χειροκροτούν ή να σφυρίζουν; Ή να φιλμοποιούσα το «έπειτα» του ταξιθέτη και του ανθρώπου του πουλούσε πασατέμπο και φυστικοστράγαλα;).
 Η στιγμή πάντως κατέληγε σε ένα  παλλόμενο παλίμψηστο όπου στήθη γυναικών, γδαρμένα γόνατα και λάβαρα, ανεστραμμένες παλάμες, φωνές, όλα είχαν απλωθεί στην κερκίδα κι οι παίχτες σταμάτησαν το παιχνίδι κι έβλεπαν αμήχανοι, κάπου μ’ είχαν στριμώξει και με σκουντούσαν και μ’ έσπρωχναν και με χτυπούσαν, αλλόφρονες επειδή ένας εκεί, ένας τρελός, που αντί για τον αγώνα έβλεπε τα ανοιξιάτικα σύννεφα, φώναξε ξαφνικά «ο προβολέας, ο προβολέας πέφτει» κι άρχισε να υποβαθμίζεται (ήλος ηδύς της κυριολεξίας) άρχισε να πηδάει δυο-δυο τα σκαλοπάτια και τον ακολούθησαν οι πάντες.
Στο 0-3, κι ενώ ο Τάσος Βασιλείου χτυπούσε κόρνερ.
(Το κείμενο μου ως εδώ μοιάζει με μουλαράκι που δεν φτάνει το μοβ γαϊδουράγκαθο στο φράχτη. Ένας λόγος με τη δυναμική τέλματος. Μια διελκυστίνδα – στην έναντί μου άκρη βρίσκεται ο βραδινός στύλος του 66. Μαζευόμαστε από κάτω του, σε μια γειτονιά στερημένη εκείνη την ώρα απ’ την απίστευτη φωνογραφία των πλανοδίων. Στα στόματα μας άνθιζαν τα mirabilis. Σηκώναμε σημαίες απόψεων που σήμερα φαντάζουν ανοίκειες και αστείες, σχεδόν απάνθρωπες.Οι μισοί τραγουδούσαμε νέο κύμα, οι υπόλοιποι Καζαντζίδη. Με φωνές και τσακωμούς υποστηρίζαμε ο καθένας το ίνδαλμα του – πάνω μας έσταζε ο κομήτης. Ξαφνικά έβγαινε στο βεραντάκι του με τις πυτζάμες ο Στυλιανός Φακής και μας κατάβρεχε με το νερό του καναρινιού. Φτου, ψιττάκωση...)
Σήμερα βρισκόμαστε εδώ στην ανθισμένη Νεάπολη. Πίσω μου ακούω το καροτσάκι του Βασίλη να τρίζει. Τρέχω ποντάροντας στο ελάχιστο που περιμένω, να μην με βρει η έκρηξη της κρίσης, ώσπου να μπω στο εκκλησάκι. Φθάνω μπροστά στην εικόνα του Αγίου Τρύφωνα, γονατίζω. Και πριν του μιλήσω ο Άγιος με μεταφέρει σ’ ένα ρωμαϊκό στάδιο. Οι θεατές κραυγάζουν κάτι σαν ότε ή έκτε. Ο Τρύφων με μια φεγγαρώδη άλω στο μέτωπο προχωρεί προς το κέντρο του σταδίου. Εκεί υπάρχει μια αλυσοδεμένη ημίγυμνη γυναίκα. Την πλησιάζει και μπροστά της γονατίζει, στρέφει το πρόσωπο στον ουρανό. Το φεγγαρώδες γίνεται ηλιακό. Το πλήθος φωνάζει καθαρά έκτε
 Ξαφνικά απ’ τις ανεστραμμένες κόρες των ματιών της κοπέλας τινάζεται μια σκόνη μοβ κι όπως πέφτει μορφοποιείται. Γίνεται ένας μαύρος σκύλος που απομακρύνεται κυνηγώντας τον ήχο του πόνου του.
Στο στάδιο απλώνεται σιγή.
Γιάννης Τσίγκρας

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΛΕΜΟΝΙΑ



ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΛΕΜΟΝΙΑ

Ο ήλιος βυθίζεται, κόκκινος, ανάμεσα στα “κέρατα” της μαγούλας Παλατάκι, δυτικά του Πηλίου. Τα “κέρατα” είναι τα ερείπια των τειχών της Δημητριάδας. Ανεβαίνω ένα λοξό μονοπάτι που περνάει ανάμεσα από θυμάρια, αλισφακιά.  αγριοσυκιές και πρασινωπές, στικτές κι  εύθρυπτες πέτρες γεμάτες χρυσοκανθάρους και τριζόνια.
 Στο βάθος διακρίνω το μικρό κοιμητήρι της Αγίας Παρακευής.
Δεν έρχομαι εδώ, αν και ο γέροντας, συχνά μου θυμίζει ότι η νεκρούπολη αποτελεί “Πανεπιστήμιο”, αφορμή δηλαδή για μια “μελέτη θανάτου”, μια προσέγγιση στη γνώση του φυσικού μας προορισμού. Περιδιαβαίνοντας με διάθεση στοχαστική τα δρομάκια του, διαπιστώνεις τη ματαιότητα των γήινων και, θες δε θες, ξεφεύγεις από τα νύχια του φόβου. Ανυψώνεσαι λίγο, και σηκώνεις το βλέμμα, συνήθως υγρό, ψηλά.
Τα μνήματα αποτελούν τους οδοδείκτες για τον προορισμό- τον Ουρανό.
Πέρα από τον τρόμο της οικείωσης με τον κρυφό σωματικό αφανισμό, εκείνο που με κρατάει μακριά, είναι η σταθερή γνώση ότι μητέρα δεν βρίσκεται εδώ- ό,τι κι αν διαφορετικό διαιωνίζει το, λερωμένο από τις συνεχείς κατολισθήσεις, μάρμαρο, με εκείνο το “ενθάδε”.

Μπορεί τα ονόματα να αποτελούν τη μοναδική Ιστορία των προσώπων.  Όμως, η  νυχτοπεταλούδα που φτερούγιζε ανάμεσά μας στο εξόδιο νυχτέρι, πέταξε οριστικά, για τόπο μυστικό-είμαι γι αυτό βέβαιος.

Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος με ραντίζει καθώς ανεβαίνω, με άνθη μελικοκκιάς και κυπαρισσόμηλα. Ακούγεται το κελάρυσμα  της βρύσης με την ποδιά που με υποδέχεται στην είσοδο του κοιμητηρίου.

Θυμάμαι τη μέρα του αποχαιρετισμού, δυο χρόνια πριν.
Μικροί σπάνιοι στεναγμοί παντού και εσμοί στρουθίων γλιστρούσαν σε χοάνες σεπτεμβριάτικου φωτός. Οι σκίουροι και οι νυφίτσες τσίριζαν, δίχως  τη μακάρια γαλήνη των χθονίων ενοίκων να ταράσσουν. Μικρά κεριά λαμπύριζαν ανάμεσα στα χόρτα. ‘Μια  εικόνα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος”, σκέφθηκα.
  Η, όσο και τα μάτια μας υγρή, φωνή του ιερέα ράντιζε τη μητέρα, πριν τη σκεπάσει το χώμα της πάτριας γης.
 “Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.
           
Τη στιγμή ώρα που αποχωρούσαμε για τον καφέ  στο χωριό, διαπίστωσα, με πικρό χαμόγελο, πόσο ορθός ήταν ο  αφορισμός του Ουναμούνο:  “Γελοίο είναι ό,τι δεν συμβιβάζεται με το πλαίσιό του”. Οι δυο βοηθοί  του τελετάρχη, είχαν, λόγω ζέστης, βγάλει τα σακάκια τους και στέκονταν, πλάι στη βρυσούλα, με πετσέτες και δίσκο με κόλλυβα στο χέρι.
            Θύμιζαν γκαρσόνια ακριβού εστιατορίου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας,  καθαρίζαμε με τη γυναίκα μου τον κήπο που είχε θεριέψει τις μέρες του νοσοκομείου. Κόβαμε τα αγριόχορτα,  κλαδεύαμε  τα δεντράκια. Ξαφνικά η Μαρία με φώναξε, “έλα , έλα να δεις”.
Κρατούσε ένα κλαρί λεμονιάς, ενός δέντρου που σκέπαζε  ολόκληρη σχεδόν τη μικρή μας αυλή. Το είχε φυτέψει ο πατέρας κι, έως το θάνατό του, έψαχναν, κάθε πρωί, με τη μάννα,  στο φύλλωμα να δουν  ένα του ανθάκι.
            Μάταια.
Του έσπαγαν αυγά στη ρίζα, του έριχναν χωνεμένη κοπριά ή καλό καστανόχωμα από την Κερασιά.
 Τίποτε.
Η μάννα συνέχισε κι όταν έμεινε μόνη. Παραμέλησε  τα λουλούδια, έδειχνε να την ενδιαφέρει μόνον η λεμονιά.
Έφυγε δίχως να αισθανθεί το ανοιξιάτικο άρωμά της.

Έπιασα προσεκτικά το κλαρί.
            Στην άκρη του κρέμονταν δυο μικρά, πράσινα ακόμη, λεμονάκια.

Κάθομαι στην άκρη του μνήματος. Το καντηλάκι σβηστό, σαν παιδί ολομόναχο, χαμένο σε δάσος, το νιώθω. Ένα μοβ λουλουδάκι στριφογυρίζει και πέφτει στα μαλλιά μου, ένα άλλο ακουμπάει στην κορυφή του σταυρού. Θέλω να της πω κάτι- πιστεύω ότι θα μ’ ακούσει, όπου κι αν βρίσκεται, αλλά δεν βρίσκω τι να της πω.
Ξαφνικά θυμάμαι κι επαναλαμβάνω ψιθυριστά μια ιστορία της δικής της ζωής, μια ιστορία από τα χρόνια της Κατοχής που συχνά μου αφηγούνταν. Είναι σα να της ξαναθυμίζω-μην ήπιε εκεί που βρίσκεται νερό της λησμονιάς- τα γεγονότα.

“Ανέβαινες στο βουνό, εκεί που ο αδελφός σου ο Γιώργος έκαιγε το καμίνι. Κάθε πρωί κατέβαζε τα κάρβουνα στο χωριό, με ένα σκελετωμένο  γαϊδουράκι. Ανέβαινες, στη Γερακιά, ενώ νύχτωνε, ένα κοριτσάκι μια σταλιά, ψειριασμένο, με πόδια καλαμάκια. Κουβαλούσες λίγο ψωμί, ελιές και κρεμμύδι, στην πετσέτα τυλιγμένα.
Ο Γιώργος σ’ αγκάλιαζε, τρώγατε μαζί. Ύστερα άπλωνε το κάρβουνο να κρυώσει. Είχε ήδη πέσει το βράδυ. Ξαπλώνατε σε μια χορτοκαλύβα, ανοιχτή από μπροστά, που μόλις σας χωρούσε. Προσπαθούσε να σε νανουρίσει λέγοντάς σου παραμύθια από το μέλλον- τι χαρά θα νιώσετε όταν θα φύγουν οι Γερμανοί κι εκείνος θα κατέβει από το βουνό κι η μάννα θα φτιάξει ψωμί, πολύ ψωμί από στάρι, όχι πατατόψωμο, όπως τώρα.
 Δεν κοιμόσουν.
Άκουγες τους λύκους να ουρλιάζουν και φοβόσουν. “Γιωργάκο, φοβάμαι” του’ λεγες, “φοβάμαι  μη μας φάνε τα πόδια οι λύκοι”.
Εκείνος σε καθησύχαζε “μη τρομάζεις, χαζό, δε μας πειράζουν”.
Κι επειδή  επέμενες, το ένιωθε από το σφίξιμο του χεριού σου πάνω του, συμπλήρωνε:
 “Άλλωστε τα πόδια ξαναφυτρώνουν, δεν το ξέρεις;”.
Γιάννης Τσίγκρας

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ


Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
                         

            Η πρώτη εικόνα που είχα από έναν φεγγίτη, ανοικτό στο ταβάνι σχεδόν, του υπογείου της Σόλωνος, όπου πέρασα τον πρώτο χρόνο του διαστήματος που ονομάζουμε φοιτητική ζωή, ήταν το κεφάλι μιας δεκαοχτούρας ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Πίσω, σε φόντο, κινούνταν οι εργάτες που  κατέβαζαν τα κεραμίδια του παλαιού νοσοκομείου – σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό Κέντρο. Ήσαν δυο ανθισμένα   πόδια κι οι εργάτες σήκωναν το κεφάλι, σαν να κατάπιναν γαλάζιες σταγόνες ουρανού. Μόνο το πουλί έμενε γκρίζο και γκρινιάρικο.
            Η πολυκατοικία στην οποία έμενα ήταν απ’ τις τετραώροφες του μεσοπολέμου. Είχε μικρά βρώμικα μπαλκόνια, φραγμένα με κιγκλιδώματα. Στα διακοσμητικά μοτίβα τους γυμνοί κορμοί δέντρων γεμάτοι καρπούς. Ο ακάλυπτος έβλεπε στην πόρτα της κουζίνας μας, γεμάτος αραχνιασμένα και μαύρα απ΄ την αιθάλη μικροαντικείμενα :  Μια ρόδα ποδηλάτου, μια πλαστική πεταλούδα, δυο ποτιστήρια, το πόδι μιας καρέκλας. Ίσως κάποια μπουκάλια – δύσοσμα και θλιβερά.
Στο σπίτι κατοικούσαν  οικογένειες γερόντων. Εκτός απ’ το ισόγειο (το ανώι για τον θυρωρό, ο οποίος έμενε πλάι μας, στο κατώι) όπου κάποιος Μαρίτσογλου είχε τα γραφεία αντιπροσωπείας στόκων και χρωμάτων.Στον πρώτο όροφο έμενε ο πάμπλουτος παραπληγικός κ. Τριάντης. Μας τον γνώρισε η υπηρέτριά του, η κ. Χρυσούλα, και για ένα διάστημα έβγαζα κάποια χρήματα, συντροφεύοντας τον το πρωί, όταν δεν είχα μάθημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε όμως με προσήλωση τις εφημερίδες που του διάβαζα κι έδινε γραπτές, με τρεμουλιαστά πλαγιογράματα, τις οδηγίες τους στην οικονόμο του- έτσι συστήνονταν η κ. Χρυσούλα- και στον σοφέρ. Στον αμέσως επόμενο όροφο έμεναν ο στρατηγός ε.α. Πανουργιάς και οι Αργυρόπουλοι.
            Η αμνησία μου για τους, ουράνιους πλέον, υπεράνω έχει ένα χρώμα χειμωνιάτικου ουρανού. 


********
Οι μεταξύ μας σχέσεις ήσαν χαλαρές. Ίσως το χαρμόσυνο ποτάμι που δεν άγγιζε τους πλούσιους κυρίους σαν ήταν η σκάλα υπηρεσίας. Υποκαθιστούσε το σοκάκι της, χαμένης πια, γειτονιάς. Οι υπηρέτριες μιλούσαν ψιθυριστά ανεβοκατεβαίνοντας και γελούσαν δυνατά.
Εκφορείς του δημόσιου ή μάλλον του κοινοποιημένου ιδιωτικού λόγου των ενοίκων, τιτίβιζαν σαν απελεύθερα πουλιά. Μ’ άρεσε το βουητό τους ό,τι κι αν έλεγαν – άλλωστε τι να μ΄ ενδιαφέρουν τα μυστικά δέκα γερόντων…. Έγραψα για τις σχέσεις μας – μάλλον θα΄πρεπε να το πω αλλιώς: Ανυπαρξία σχέσεων υφίστατο.
Αυτό δεν εμπόδισε κάποιες αστείες ιστορίες να, ως ιστός, τυλιχθούν γύρω μας: Για παράδειγμα, εκείνη η λογόρροια που μ’ έπιανε όταν έκλεινα  και την τελευταία εφημερίδα του κ. Τριάντη, αποκύημα μιας αμηχανίας κι ενός φόβου μου απέναντι σ’ έναν άγνωστο μου άνδρα, που ήδη κοιτούσε την Αχερουσία με τους βαρκάρηδες της, εκείνη η νευρικότητα μ’ έκανε να του περιγράψω μάλλον εσφαλμένα την σοβαρή κατάσταση υγείας του κ. Αργυρόπουλου, «μας φεύγει» πρέπει να του είπα κι εκείνος άκουσε τον Αόριστο ως Ενεστώτα  κι έστειλε αμέσως στεφάνι στον κρεβατωμένο αλλά ζωντανό γείτονά του. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο κ. Τριάντης, όμως κι ο δικός μου αντίλογος ίσχυε «γιατί δεν ρωτούσε, πριν το κάνει, το Ρώιτερ - την κυρά Χρυσούλα;».
Με τους Πανουργιάδες πάλι συνέβαιναν άλλα. Τουλάχιστον τρεις ασφαλίτες, με πολιτικά ήσαν στημένοι μονίμως στην είσοδο της πολυκατοικίας, πλάι στην κυρά- Χρυσάνθη, την γιαγιά μου, η οποία έμενε μαζί μου για να με φροντίζει – σοκολατόπαιδο γαρ -  την γιαγιά που έπλεκε  εντελώς αμέριμνη στην είσοδο το κοπανέλι της. Ο κόσμος μαζεύονταν και «τι είναι αυτό» την ρωτούσαν. Κι εκείνη άρχιζε ιστορίες για το χωριό της, που έμεναν πάντα στη μέση, επειδή οι άνθρωποι δεν άκουγαν, ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε τη φωνή της ή επειδή γίνονταν αντιληπτοί οι ασφαλίτες που σφύριζαν αδιάφοροι δήθεν. Τα χρόνια ήσαν πονηρά. Χειμώνας του ‘ 72.
*********
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη η μαύρη  πόλη ξεφλούδισε σ’ ένα λευκό προτεραίας αγνότητας. Το πρώτο μου χιόνι στην Αθήνα. Έτρεξα να το χαρώ. Πέρασα, δρομαίος τον σκοτεινό διάδρομο του υπογείου. Ένιωθα στο πρόσωπό μου τα υγρά μπατσάκια των εσωρούχων της Λαμπρινής, της κόρης του θυρωρού. Συνήθιζε να τα απλώνει μπροστά στην πόρτα της, πάντα μισάνοιχτη, πάντα υποσχόμενη. Ευτυχώς η από και προς την δική μου πόρτα (σε γωνία κολλητή με την δική της) κεκτημένη ταχύτητα δεν με σταμάτησε ποτέ εμπρός της. Λέω τώρα ευτυχώς επειδή κάποτε έμαθα, εγκύρως, ότι – μαινάδα – κυνηγούσε τρυφερούς μετέφηβους: Ήμουν ό,τι έπρεπε για τα δοντάκια της .
Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος κι ύστερα, από την Ιπποκράτους, στον Λυκαβηττό. Τον αγαπούσα αυτόν τον λόφο. Κρατούσα μνήμες χρόνων που αιφνιδίως σταματούσαν και πύκνωναν στην αιώνια στιγμή: Ένα βράδυ χόρευα στο κοίλον του θεάτρου, χόρευα το ζεϊμπέκικο «Σαββάτο σήμερα, μπα σε καλό μου και δεν θα δω το μωρό μου». Το φεγγάρι κεφάλι μεθυσμένου κλόουν, άπειρα τριζόνια ροκάνιζαν την προοπτική και μια κουκουβάγια έκλαιγε στην πρώτη κερκίδα.
*********
Ονόμαζα τα κυκλάμινα της πλαγιάς φωνογράφους απ’ όπου μου ψιθύριζαν οι νεκροί.

********
Όμως άσπρο πρώτη φορά έβλεπα το λόφο. Όσο ανέβαινα τόσο μούρχονταν στο νού, η έκφραση νοσταλγία του προορισμού. «Κάθε νιφάδα περνάει δίπλα    από αγγελικό χορό, έλεγα, τι όμορφα να γίνω κάποτε τόσο καθαρός». Μικρά κοτσύφια, πλάι μου, τρυπούσαν την σιωπή. Ψυχή ζώσα.
 Tο χιόνι κράτησε ως την πρωτοχρονιά. Παραμονές άρχισε να λιώνει, υποχώρησαν τα φαινόμενα, όμως εντάθηκε η παγωνιά. Εκείνη τη χρονιά δεν φύγαμε απ’ την Αθήνα για τις γιορτές. Αντίθετα, ήλθαν και οι γονείς μου, για να ‘μαστε μαζί τέτοιες μέρες.

 ******
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς εκκλησιασθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους, ένα ναΐσκο δέκα μέτρα απ’ το σπίτι, στην άλλη πλευρά της Σόλωνος. Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές της διπλανής Νομικής. Γυρίσαμε στο σπίτι  βιαστικά.. Έλειπε το δέντρο, περίσσευαν όμως οι κλαριντζήδες που ‘ παιζαν στο δρόμο, εκπρόθεσμα, τα Κάλαντα.
Προς το μεσημέρι, κι ενώ ψήνονταν στην κάζα η γεμιστή κότα της γιαγιάς, κόπηκε το ρεύμα. Βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μια που ο φεγγίτης ελάχιστες ακτίνες απομυζούσε απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκτός από το φαγητό που έμεινε στη μέση, το ηλεκτρικό μας καλοριφέρ φέτες κρύου σιδήρου κατάντησε σε λίγα λεπτά. Στα πάνω διαμερίσματα ακούγαμε φωνές, μουσική, τραγούδια κι από αυτό συμπεράναμε ότι είχε πέσει ο γενικός διακόπτης ισογείου και υπογείων. Απευθυνθήκαμε στον θυρωρό. Ο διακόπτης βρίσκονταν στα γραφεία του Μαρίτσογλου, ο τελευταίος   όμως είχε εκδράμει στο Άργος Ορεστικό – δεν του ‘φθανε το κρύο της Αθήνας.  Ο θυρωρός είχε πέντε – έξη βραστά αυγά, «αν μπορούσαμε μ’ αυτά ν’ αποκρέψουμε» μας πρότεινε. Απόκριες έλεγαν στο χωριό του κάθε γιορτή. Τα δεχτήκαμε, τι να κάναμε, βράδιαζε ήδη όταν τα φάγαμε με ψωμί και τυρί. Αυγά, ψωμοτύρι και σαλάτα. Ούτε γλέντι, ούτε καν φως μια που τα δυο σπαρματσέτα  που βρέθηκαν μπέρδευαν μόνο τους πελώριους ισκίους μας με τα λιγοστά έπιπλα   και την αδιέξοδη σκάλα.
Βρήκαμε γρήγορα τα σκεπάσματα.

**********

Η Λαμπρινή άνοιξε σιγά – σιγά την πόρτα. Παράξενο: Φορούσε την γούνα της, το ‘βλεπα καθαρά, όμως κρατούσε στα χέρια το κοπανέλι της γιαγιάς. Πίσω της διέκρινα τους τρεις ασφαλίτες σ’ ένα τοπίο λιμνοθάλασσας. Γλάροι πετούσαν πάνω από δέσμες βούρλων. Η Λαμπρινή πλησίασε το κρεβάτι μου και μου μίλησε με την φωνή της γιαγιάς : «Είμαι η θειά Αχτίτσα, με στέλνει ο κυρ Αλέξανδρος, απ’ το καφενείο εδώ, στη Δεξαμενή…..».
Έσκυψε, με φίλησε στο στόμα κι έβγαλε απ’ το κοπανέλι δυό μεγάλες σπάθες κρυστάλλων, από αυτές που κρέμονται τον Χειμώνα στα περβάζια: «Με λαδάκι και ξύδι, συνέχισε, είναι υπέροχος μεζές».
Γιάννης Τσίγκρας

ΜΙΑ ΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ


ΜΙΑ ΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
           
            Περπατώντας τους δρόμους της πόλης στην οποία βρέθηκε μόνος χρονιάρες μέρες, ξαναζούσε έντονα  ό,τι ως παιδί ένιωθε μπροστά στα έρημα τοπία που ήσαν φυλακισμένα σε γυάλινες σφαίρες, ακουμπισμένες σε τραπέζια αρχαίων σαλονιών, όπου  οι μόνοι θόρυβοι που άκουγες ήταν ο κούκος του ρολογιού και το σαράκι που πριόνιζε ένα ξύλο πεθαμένο. Όλα  τα τύλιγαν μυρωδιές μούχλας ανάκατης με λεμόνι ή βαριά αραβικά αρώματα. Όταν τις ανακινούσες τις σφαίρες αυτές, ένα χιόνι από ξεφτίδια έπεφτε απαλά και σκέπαζε μικροσκοπικά, έγκλειστα στο γυαλί σπίτια, δρόμους, θάλασσες καθώς και κάποιες φιγούρες που έμοιαζαν ανθρώπινες.
            Σου γεννιόνταν τότε  το αίσθημα της ύπαρξης μιας απόλυτης μόνωσης, μιας απομάκρυνσης, μιας ερήμωσης. Ένα μπούκωμα που  έφερνε δάκρια στα μάτια. Εννοούσες πλέον το θάνατο όχι σαν εκμηδένιση αλλά σαν πόνο σωματικό, σαν τη σταθερά οδυνηρή διαπίστωση μιας αφαίρεσης στο συμπαγές εγώ, τόσης ώστε  αυτό που, εν τέλει, απομένει να μπορεί από μόνο του να διαγνώσει την απώλεια. Αισθανόσουν ό,τι το αρχαίο ανδρόγυνο ένιωθε, την ώρα που το έσπρωχνε από τον Κήπο η πύρινη ρομφαία του Aοράτου-δεν άκουγε την αγαπημένη φωνή και το χωράφι μπροστά του πρόσφερε, ως μόνη αναψυχή, τον ίσκιο των ασφοδέλων.
            Ο ήλιος έδυε και στα ανοιχτά παράθυρα άναβαν ανθρώπινα μέλη, με κινήσεις αργές , τελετουργικές, δραματικές. Κινήσεις που αφηγούνταν ιστορίες για την εσαεί του λαμπρού και αθώου ανάληψη: Ένα γοτθικό σχολείο που σήκωσαν προς τους ουρανούς τα πετροχελίδονα, το λυπημένο μικρό πουλί που μπήκε από το φεγγίτη κι όταν έτρεξε με ψίχουλα εκείνο του ψιθύρισε "μα εγώ ήρθα εδώ για να πεθάνω", το αντίο των υγρών ματιών, οι στίχοι...
            Το μουστάκι σου μια τούφα από λινάρι,
            Μπαμπακένιε Σπήντι, απόψε κιτρινίζει.
            Γέρασες…Η άκρη, λέω, θα εγγίζει
            το ίδιο, οξειδωμένο, πένθιμο φεγγάρι.

            Θυμάσαι ….Κρεμούσε τα φιλιά της
            Στο σκοτάδι. «Για τα γενέθλιά σου
            Δώρο». Πρόσεξα την ουρά σου
            Κορδόνι μες την αγκαλιά της.

            Ναι, ίδια, Αδελφή μιας νύχτας πεθαμένης
            Η νύχτα που με βρίσκει να μιλώ
            Με σένα ποντικάκι μπιμπελό
            Πού ‘μαθες ν’ αγαπάς και να σωπαίνεις.
           
            ...που βιαστικά σημείωσε στο πίσω του πακέτου, στο βάθος ενός καφενείου, πριν τριάντα χρόνια.
            Μπήκε σ΄ ένα καφενείο. Άδειο. Όχι όπως στη δική του πόλη που τέτοια μέρα γεμίζουν τα τσιπουράδικα από ευλαβείς  που θέλουν το ψάρι τους αλάδωτο και τα εβίβα γίνονται προανάκρουσμα των  Εγκωμίων. Άδειο. Μόνο μια στυμμένη μεσόκοπη γυναίκα, που είχε στα πόδια της ένα καλάθι με αγριόχορτα, καθισμένη στο τελευταίο τραπέζι μιλούσε στο κενό:
            " Το βράδυ έκλεισα την πόρτα της κουζίνας:- Τουλάχιστον δεν θα περάσει στο δωμάτιο του ύπνου ,είπα στον άνδρα μου. Τα μεσάνυχτα πετάχτηκα πάνω από ένα δυνατό θόρυβο. Έτρεξα κι είδα τον πατέρα μου να το κυνηγάει προσπαθώντας να το χτυπήσει πάνω στο τραπέζι με την παλάμη- δεν μ΄ αφήνει να κοιμηθώ εδώ στον καναπέ σας κραύγαζε. Τότε η μικρή μου κόρη που είχε ξυπνήσει κι αυτή, τον  πλησίασε κοιτάζοντάς τον εκστατική και ξάπλωσε πλάι του. Την τράβηξα απότομα. -Πώς θα κοιμηθείς μ΄ ένα πεθαμένο, της  φώναξα. -Πεθαμένη είσαι εσύ, μου απάντησαν όλοι εν χορώ-δεν το κατάλαβες;".
             Ύστερα η γυναίκα κοίταξε προς το παράθυρο:Στο βάθος η κόκκινη  θάλασσα και στην άκρη της προκυμαίας ένας γενειοφόρος με μακριά καμπαρτίνα πετούσε στους γλάρους μικρά κομματάκια ψωμιού. Τα  έκοβε από μια φραντζολίτσα που είχε κάτω από τη μασχάλη. Απόψε θα διαβάσει δακρυσμένος τη "Γυναίκα της Ζάκυθος "κι ύστερα θα πεθάνει ακούγοντας τα «Νυχτερινά του Σοπέν», σκέφθηκε εκείνος, "τι κρίμα που δε θα προλάβει να αναπτύξει τη θεωρία της οποίας έχει μόνο τον τίτλο ή τον πρώτο στίχο- Η μόνη αληθινή μας Ιστορία είναι τα ονόματα".
            Πήρε το βορινό δρόμο, που από ότι θυμούνταν οδηγούσε προς το νεκροταφείο. Είχε πέσει πια η νύχτα και άπειρα μάτια νυμφών-πυγολαμπίδες ή αστέρια-κινούνταν ανάμεσα στα δέντρα. 'Οχι. Δεν ήσαν παρά οι φλογίτσες των πένθιμών κεριών, ο Επιτάφιος είχε βγει ανάμεσα στα μνήματα, έθιμο συνηθισμένο σε πολλούς τόπους. Ακολούθησε από κοντά το ιερό κουβούκλιο, το στολισμένο με πασχαλιές και κρίνα. Στην πρώτη στάση άκουσε τον ιερέα να, ως ο Αριμαθαίος, παρακαλεί:
            "Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ός ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
            Aιφνιδίως, οι άνθρωποι και τα μνήματα, οι φλόγες και ο Επιτάφιος ,μεγάλωσαν πάνω από το κεφάλι του- ένιωσε πως βούλιαζε στη γη.
             Πέρασε μια ζώνη απόλυτου σκότους και σιωπής.
            Ακούστηκαν από μακριά φωνές παιδιών.
Κι ύστερα όλα έγιναν φωτεινά.
Γιάννης Τσίγκρας

ΕΝΑΣ ΠΕΛΩΡΙΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



Διηγήματα Γιάννη Τσίγκρα

 (τίτλος) ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ


ΕΝΑΣ ΠΕΛΩΡΙΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
            Άλλαζαν βέβαια συχνά κατοικία. Πάντα στο ενοίκιο, αν και τον είχαν τον τρόπο τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο παππούς μου, ο Γιάννης, με τη γυναίκα του τη Μαργαρώ και τα τέσσερα από τα έξι παιδιά τους (ο πατέρας μου κι ο θείος Τόλιος είχαν παντρευτεί) έμεναν, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μονοκατοικία της οδού Κουντουριώτου. Ένα πέτρινο προσεισμικό σπίτι, με σκοτεινό διάδρομο δεξιά του που κατέληγε σε μικρή αυλή στην πίσω μεριά. Στην αυλή αυτή θυμάμαι κηλίδες ήλιου να σκεπάζουν ή ν’ αποκαλύπτουν, υπακούοντας σε άνωθεν σκηνοθεσία, μια φορτωμένη μηλοροδακινιά και μια μεγάλη κλούβα με κουνέλια. Το ανάμεσα τους κενό συνήθως γέμιζαν αναποδογυρισμένες σκάφες  και σκαμνάκια ενώ στα παρτέρια φύτρωναν μάλλον καχεκτικά και μονίμως κατηφή ηλιοτρόπια.
            Το σπίτι αυτό ανήκε στην κυρά Κατίνα, η οποία ζούσε στο διπλανό νεοκλασσικό με το γιο της τον Τάκη, νεαρό τότε, που είχε το προσωνύμι τενόρος, επειδή μονίμως σιγοτραγουδούσε κομμάτια από παλιές οπερέτες. Όταν, μετά από μισόν αιώνα, στη θέση των δυο σπιτιών υπήρχε οχταόροφη πολυκατοικία, εγώ είχα πλέον ασπρίσει κι είχαν στους ουρανούς μετοικήσει εκτός του παππού, της γιαγιάς και της κυρά Κατίνας και νεώτεροι, όπως ο πατέρας μου, όταν τα υπόλοιπα παιδιά είχαν αποκαταστήσει και τα εγγόνια τους, ο Τάκης εξακολουθούσε να σφυρίζει πλέον - επειδή είχε ξεχάσει τα λόγια – τραγούδια του παλιού καιρού, περπατώντας στους δρόμους της πόλης.  Ώσπου σ’ ένα σαββατιάτικο φύλλο της «Θεσσαλίας» είδα τη φωτογραφία του στη στήλη των Μνημοσύνων. «Τελούμε 40θήμερο μνημόσυνο υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής του αγαπητού μας φίλου Δημητρίου τάδε». Υπέγραφαν μόνο φίλοι, κανένας συγγενής.
            Εκείνα τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν το σπίτι της γιαγιάς αρκετές φορές την εβδομάδα. Δούλευα στο μανάβικο του παππού για να μη μπλέξω με κακές παρέες και για να βγάλω και χαρτζιλίκι. Ένα τάληρο την εβδομάδα ήταν ο μισθός μου. Έφτανα πάνω σ’ ένα ποδήλατο στο οποίο είχαν δέσει ένα καλάθι γεμάτο μελιτζάνες και πατάτες κι εκείνες τις στρογγυλές πιπεριές  με τις οποίες η γιαγιά έφτιαχνε υπέροχα γεμιστά, γιουμουστά  στην καραγκούνικη του παππού ντοπιολαλιά. Έφτανα φωνάζοντας  ώπα…ώπα όταν συναντούσα, σπάνια εκείνα τα χρόνια, αυτοκίνητα ή μηχανάκια στους χωματόδρομους του Βόλου.
            Η Μαργαρώ που είχε καλλιεργήσει τη φιλοξενία του τόπου της, του Μπαξε Τσιφλίκ, με περίμενε με ψωμοτύρι στο πιάτο και βυσσινάδα στο ποτήρι. Ήταν άλλο πράγμα αυτή η διάθεσή της να προσφέρει ό,τι εκείνα τα χρόνια μπορούσαν ή συνήθιζαν να προσφέρουν. Όταν, αίφνης, τηγάνιζε κεφτέδες και νόμιζε ότι κάποιος ξένος περαστικός κοντοστέκονταν στο δρόμο, τινάζονταν με ένα μεζέ στο πιρούνι –να δοκιμάστε, θα δείτε ότι θα σας αρέσουν.
            Εγώ, ως πρώτος ίσως, ήμουν ο αγαπημένος της εγγονός. Με περνούσε πρώτα στην κουζίνα και ύστερα, στο σαλόνι, μου κουβαλούσε μια μεγάλη κουταλιά βανίλια σ’ ένα ποτήρι κρύο νερό, το υποβρύχιο που λέγαμε οι γηγενείς. Το δωμάτιο μύριζε μούχλα και βαριά ανατολίτικα αρώματα, ενώ ο ήχος του σαρακιού που έτρωγε τα έπιπλα, σαν άρρυθμο ακούγονταν ρολόι. Με κάθιζε σε έναν ξύλινο καναπέ κι άρχιζε μια ατέλειωτη κουβέντα με φωνή που χρωμάτιζαν μικροί τριγμοί, σαν θόρυβοι χορδών που σπάζουν αιφνίδια. Αυτή η ομιλία με καθησύχαζε σαν να μου υπόσχονταν ότι αυτό το παραδείσιο παρόν που διανύαμε ήταν ολόκληρη η ζωή μας. Η γιαγιά ήταν εξαιρετικά πειστική όταν, καταπίνοντας το ρο και τονίζοντας αυτοσχέδια τουρκοαλαμπουρνέζικα στη λήγουσα,  μας μιλούσε στα γαλλικά, τη γλώσσα που δίδασκε πριν παντρευτεί, το παράπονό της μας εξέφραζε: «Ουλάμ ντιβί κογτέ παππού Γιαννί νοικί του μαντάμ Κατινά» κάθε φορά σε διαφορετική παραλλαγή. Αυτή, μια πρώην καθηγήτρια, μια μορφωμένη γυναίκα να μην έχει το νοίκι να πληρώσει…Κι ύστερα ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Αυτά όταν ήμαστε μόνοι, για να μην την προδώσουν τα δύο, σχεδόν συνομήλικά μου μικρότερα παιδιά, ο Λάκης και η Ολυμπία. Το αθώο ψέμα της πάντως μου το αποκάλυψε μεγάλος, ο πατέρας μου ο οποίος, αν και αγαπούσε τη μητριά του σαν μάνα του πραγματική, δεν άντεχε αυτές τις ξιπασιές.
            Άλλοτε η γιαγιά μου διηγούνταν παλιές αστείες ιστορίες-το ιλαροτραγικό ήταν βασικό στοιχείο της δύσκολης ζωής της κι ο κλαυσίγελως η πιό συχνή επωδός του λήρου της. Μου έλεγε για την επίσκεψη του κουμπάρου του Σατάση-τον είδαμε από μακριά να έρχεται κρατώντας ένα κουτί με όμορφο περιτύλιγμα σα μάγος της Περσίας. Τον προϋπαντήσαμε με τα συνηθισμένα «δέν ήταν ανάγκη να ξοδευτείς»,εγώ τουλάχιστον, λιγωμένη, παρακαλούσα από μέσα μου να ‘ναι τούρτα. «Πρόσεξέ το κουμπάρα είπε εκείνος, είναι η ρεπούμπλικα μου, μόλις την πήρα από το καθαριστήριο». Οπότε γυρνάω και πετάω στη μάνα σου -βάλτη μωρή Νίτσα στο εικόνισμα τη ρεπούμπλικά του κουμπάρου…και χαθήκαμε ξεκαρδισμένες στο πλυσταριό.
            Κάποιες φορές σκηνοθετούσε η ίδια αριστοτεχνικά ταχυδράματα. Κάποτε έστειλε τον παππού να ψάξει στα κρεμμυδοχώραφα τα οποία διέσχιζαν από τη στάση του τρένου ώς το χωριό, κοντά μισό χιλιόμετρο απόσταση, να ψάξει για το βρακί της που τάχα της είχε πέσει. Κι εκείνος ο καημένος κάθιδρος, ξερίζωνε τα σκληρά στελέχη των φυτών κι αναποδογύριζε τις πέτρες, τρομάζοντας τους πελαργούς που κυνηγούσαν βατράχια στην πράσινη αυτή θάλασσα του κάμπου.
            Ο ογκώδης μπάρμπα Γιάννης υπήρξε το ποντικάκι στις αστείες διαθέσεις της πολίτικης γάτας που διάλεξε για δεύτερη σύζυγό του. Η μάνα μου, συγκάτοικος τους για ένα καιρό, θυμάται τη Μαργαρώ, να του ζητάει σοβαρά – σοβαρά να της συστήσει τον όμορφο γείτονα που έκανε παρέα στην κυρία Ασπασία, την απέναντι, όταν έφευγε ο άντρας της – Γιατί μωρέ Γιαννάκο, να μένω μόνη τόσες ώρες, ας έρχεται να με βλέπει κι εμένα λιγουλάκι…Και τον έκανε να πνιγεί απ’ τον καφέ που ως τότε έπινε ήσυχος.
Ο παππούς υπήρξε Πρόεδρος της Κοινότητας Ριζομύλου στα νιάτα του κι είχε εκείνο το μεσοπολεμικό κλίμα αθωότητας μεταφέρει στη σκληρή μας εποχή, έτσι, σαν σ’ ένα θύλακα, μια κάψουλα που τον στέγαζε, μια που δεν προσπαθούσε να μεταδώσει με τη βία σε κανέναν αυτή την ευγένεια – ούτε καν στα παιδιά του.
Χρησιμοποιούσε ιδιόλεκτα. Εγώ, για παράδειγμα, στη δική του γλώσσα, ήμουν νούναρος, μεγάλο μυαλό που λένε, ιδιοφυία. Ήξερα σίγουρα κάτι παραπάνω απ’ το να δένω σε αρμαθιές τα γλισχρά σκόρδα. Τον εκ Πτολεμαίδας έμπορο κ. Βουνοτρυπίδη προσφωνούσε «κύριε Κουλοτρυπίδη» - απόλυτα σοβαρός. Δέχονταν μια προσωπική σημασία της λέξης. Μιλούσε δική του γλώσσα. Κι όσοι καταλάβαιναν.
            Με την πρώτη γυναίκα του, τη Σταυρούλα, απέκτησε δυο αγόρια. Τον Γιώργο, τον πατέρα μου, και τον Αποστόλη. Η Σταυρούλα πριν κλείσει τα είκοσι χάθηκε από ένα μολυσμένο του κάμπου κουνούπι. Η ελονοσία και η φθίση θέριζαν εκείνα τα χρόνια. Την έκλαψε, είπε δεν θα ξαναπαντρεφτεί, απέρριψε πέντε προξενιές και δέχτηκε την έκτη. Πήρε για γυναίκα του τη Μαργαρώ, μια πολίτισσα πρόσφυγα που, μέσω Θεσσαλονίκης, κατέληξε στο Βόλο. Απέκτησαν άλλα τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Ασχολήθηκε με το εμπόριο σκόρδων και κρεμμυδιών στην αρχή, αργότερα άνοιξε δικό του μανάβικο. Αν και κέρδιζε αρκετά, δεν απόκτησε δικό του στέκι. Άλλαζε συνεχώς τόπο διαμονής – θυμάμαι τέσσερα τουλάχιστον απ’ τα σπίτια που έμενε. Ένα στην οδό Χατζηαργύρη, απέναντι απ’ το κατάστημα εκκλησιαστικών βιβλίων του Σχοινά και πλάι σ’ έναν οίκο ανοχής. Ο Σχοινάς προσέλαβε το μεγάλο γιο, το Θανάση και η γιαγιά περνούσε, κρυφά απ’ τον παππού, σκεπασμένα πιάτα «στα κορίτσια», από ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή της. Συμπαθούσε ιδιαίτερα την πηλιορείτισσα Μπέττυ, τότε και μετέπειτα (εφόσον καλοπαντρεύτηκε ένα πλούσιο πελάτη της) Ελισσάβετ. Ύστερα μετακόμισαν στον ίδιο δρόμο ψηλότερα, προς την οδό Κωνσταντά, στο σπίτι με τη μανόλια. Αυτή η αυλή μου ενέπνευσε το διήγημα «Σχόλιο σ’ αφορισμό του Όσκαρ Ουάιλντ», εκείνο που η μακαρίτισσα Λιάνα Αγκρή είχε χαρακτηρίσει ως «κείμενο αθώο με λανθάνοντα ερωτισμό». Το σπίτι της οδού Κουντουριώτου υπήρξε το τρίτο. Είχε, κατά τον παππού, καλή ….  γκοζίνα. Αυτή, πάνω απ’ όλα, τον ενδιέφερε.
            Για την ιστορία των γεμιστών που κάποια Πέμπτη μαγειρεύτηκαν σ’ αυτή την κουζίνα, δακρύβρεχτα λόγω της εξέλιξης του «Μείνε κοντά μου, αγαπημένη», που σερβιρίστηκαν σ’ ένα τραπέζι στο οποίο ήμουν καλεσμένος, για την απίστευτη λαιμαργία του παππού που καταβρόχθισε τα μισά πριν καταλάβουμε ότι ξένο ταψί κουβαλήσαμε απ’ το φούρνο, για όλα αυτά έχω ξαναγράψει. Όπως και για την αντίδραση της υστερικής κυρίας την οποία βρήκαμε να μας περιμένει στο φούρνο με ολόκληρο το δικό μας ταψί – τι να τα κάνω τα δικά σου, κυρά μου, τα δικά μου είχαν γέμιση με κιμά, καλά δεν πήρατε χαμπάρι τι τρώγατε, είστε αναίσθητοι, τι να πω…
            Σ’ όλα αυτά έχω αναφερθεί.
            Μια μικρή λεπτομέρεια δε μάθατε μόνο.
            Την ώρα που, γυρίζοντας, μπαίναμε στο διάδρομο της αυλής, η γιαγιά κούνησε το χέρι, μισοαπελπισμένα – μισοαπειλητικά και – αχ, μωρέ Γιαννάκο, τι μουκανες, φώναξε στον καθισμένο μπροστά στο τραπέζι της βεράντας παππού.
            Ούτε που πρόσεξε ότι ο στητός και αγέρωχος μπάρμπα Γιάννης άκουγε προσεκτικά τον ψίθυρο ενός πελώριου και σκοτεινού αγγέλου που είχε απλώσει τις φτερούγες του γύρω απ’ το τραπέζι, ενώ σκούπιζε με το μαντήλι τις άκρες των χειλιών του, όπως έκανε πάντα όταν τελείωνε το φαγητό.
Γιάννης Τσίγκρας

Τετάρτη, 15 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ Ή Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

Γιάννης Τσίγκρας


ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ

                                    Ή

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών  ή, σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα.  Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια  και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο  του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του  Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες  πασπαλισμένοι  με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά  - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα  με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους  στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα  τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον  υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους  ανθισμένους ασφοδέλους.) 

Τρίτη, 14 Φεβρουαρίου 2012

ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ ΔΟΥΚΙΔΗΣ


     ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ ΔΟΥΚΙΔΗΣ

Ο πατέρας της μητέρας μου, ο, με απολυτήριο της Εμπορικής Σχολής Βόλου, σκυτοτόμος και επιδιορθωτής υποδημάτων στην Πορταριά του μεσοπολέμου, έως τη μοιραία βουτιά του στον τσιμενταύλακα, κάτω από τον τυλιγμένο σε άγριο γιασεμί φράχτη του αμαξιτού, την 8η Δεκεμβρίου 1966, την ίδια βραδιά που πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι στο ναυάγιο της Φαλκονέρας και την επομένη της, με τον τρόπο των καρτούν, αποδημίας του Ουόλτ Ντίσνεϊ ο οποίος με την κρυογονική βρήκε ένα σίγουρο και φυσικό τρόπο αναστάσεως, ο παππούς μου λοιπόν, ο Γαρύφαλλος Δουκίδης, είναι σίγουρο ότι δεν γνώριζε τίποτε για τον αββά Σισώη.
Είχε κάνει βέβαια κάποιες εξαιρετικές γνωριμίες, λόγω κυρίως του υπερβολικά κοινωνικού χαρακτήρα του. Είχε συνομιλήσει με την τυφλή τραγουδίστρια της δεκαετίας του 50, τη Μαριάννα Χατζοπούλου. Στην πλατεία του χωριού, την κέρασε  εκείνη τη στεγνή καρυδόπιτα που διέθετε με ένα δίφραγκο ο Πεταλάς ενώ εγώ, πεντάχρονος, πλάι τους βύζαινα το δερματόοσμο μικρό του δαχτυλάκι, βαπτισμένο στο τσίπουρο και τη σκόνη των μετεωριτών που είχε καθίσει στα ξύλινα τραπέζια, καθώς ο παππούς ζωγράφιζε επεισόδια από τη ζωή του.
Ύστερα τραγούδησαν κι οι δυο μ΄ αίσθημα «να ζήσουν τα φωτοχόπαιδα», «Ζαφείρα», «κάνε κότσο τα μαλλιά σου», «φούστα κλαρωτή», «η μάνα μου με δέρνει»το "- τραγούδια που αναβόσβηναν, εκείνο τον καιρό, στο  νουάρ σελιλόϊντ, σύμφωνα με το ρυθμό των ανθισμένων ματιών της Μαριάννας. Ο παππούς της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια- ποια παιδικά με ένα τσαγκαροσούβλι στα δάχτυλα εικοσάωρα ολόκληρα καθημερινά  στο υπόγειο του καταστήματος του πατέρα του, με την ταμπέλα "υποδήματα δια νύμφας"- και άφησε  να εννοηθεί ότι η βασική του διαφωνία με τη γιαγιά στην πρώτη τους δεκαετία ήταν τα πολιτικά ενώ σήμερα τσακώνονται και για το πόσο κρύο μπορεί να ήταν το καρπούζι  με τα αρχικά ΓΔ που πήρε από την ποδιά της βρύσης  και το ανέβασε, αυτός ο γάιδαρος, σε πεντακόσια μέτρα καλντεριμιού και πενήντα οχτώ σκαλοπάτια, προσπαθώντας να μη τσακίσει τους μίσχους από τα σκυλάκια και τα γαρύφαλλά της.
Επειδή η γιαγιά, παρά το ασκητικά ισχνό  κορμί της, είχε φωνή και  φλόγινη γλώσσα  δράκου κινέζικου παραμυθιού.
Δεν του ήταν δυσερμήνευτη και η σιωπηρή κοφτή της χειρονομία ,το χέρι τεντωμένο απέναντί του να δείχνει μιαν έξοδο, μιαν αναχώρηση, μιαν αποβολή- το χέρι του αγγέλου χωρίς τη ρομφαία- κι ο παππούς να σκέφτεται πόσο αναπαυτικός θα είναι ο ύπνος ανάμεσα στο αμόνι και την πόρτα, κάτω από τις φωτογραφίες του Βενιζέλου και τα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη-διάβαζε τις κεντρώες εφημερίδες που τα φιλοξενούσαν.
Ίσως από ενύπνιό του, κάποιες τέτοιες μέρες,  να ξεπήδησε  η ανεικονική, αδέσποτη λέξη- ιδιόμορφο ταχτάρισμά του για όλα τα παιδιά που πλησίαζαν τη γωνιά  του, το τάχτιβιλίμ.
Όμως τον όσιο Γέροντα της Νιτρίας σίγουρα δεν τον ονειρεύτηκε ποτέ.
***
Η φωτογραφία τραβηγμένη από την κύρια είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Πορταριάς, το Μέγα Θεοξένια. Χοντροχάρτονη, του 1931. Στο κέντρο, κάτω από την υποκαστανιά που ακόμη θάλλει, ο ηγέτης και δεξιά και αριστερά του καμιά τριανταριά πορταρίτες.
Ξεχωρίζω μεταξύ των πρώτων τον Γαρύφαλλο Δουκίδη. Δεν έχει τη γεροντική καμπουρίτσα που λάτρεψα. Κοιτάω προσεκτικά, με φακό- τα  χείλη του μισάνοιχτα. Πρέπει να ζητωκραυγάζει.
***
"Ο κ. Βενιζέλος προσεφωνήθη υπό κατοίκου του χωριού με το -Ως ευ παρέστης Ελευθέριε σοφέ. (Από εφημερίδες της εποχής).

***
Ενδεχομένως να είχε ακούσει το τροπάριο του συνώνυμου μεγαλομάρτυρα ο παππούς, αν και σπάνια πήγαινε στην εκκλησία.  Χριστούγεννα και Πάσχα, όπως έλεγε ο ίδιος. Αν δε, δεν τον κυρίευε συχνά αυτό το πνεύμα της άρνησης του θείου, ως αντίδραση ίσως στην "ψευτομετάνισσα" τη γιαγιά μου (  τη λέξη πρέπει να την άκουσε από τον υπηρετούντα στη θέση του γραμματικού της Κοινότητας Πορταριάς Γιώργο Παπαδιαμάντη, το μικρό αδελφό του σπουδαίου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο οποίος τη χρησιμοποιεί συχνά στα κείμενά του) αν δεν έμενε αλιβάνιστος χρόνια ολόκληρα, ίσως είχε μάθει, από  το συναξάρι ή από τη γνωστή τοιχογραφία, την αντίδραση του οσίου Σισώη μπροστά στον άλαλο και κωφό  τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο άγιος, λένε και εικονίζουν, δάκρυσε για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Τόσες σπαταλημένες δυνατότητες, τόσο αίμα για την εν σμικρώ, εν ελαχίστω ξενοδοχεία ενός, όμοιου με όλους τους άλλους, σκελετού;


***
Αν γνώριζε λοιπόν αυτή την ιστορία είμαι σίγουρος ότι δεν θα επέμενε αυτός, ο αρνητής των μύθων στο ίδιο καθημερινό, μεσημεριάτικο παιγνίδι μας:
Ξάπλωνε στο κρεβάτι με τα γόνατα ανασηκωμένα. Τα γόνατα ήσαν πλοίο σε άξενο πόντο κι εγώ, πάνω τους, στα πέντε μου χρόνια καπετάνιος. Ο καπτα Γιάννης. Κι ο παππούς ήταν η Γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξαντρου. Μια γοργόνα με σώβρακο μακρύ και δασύτριχο στήθος. "Καπετάν Γιάννηηη…ζει ο βασιλιάς Αλέξαντροοος;" φώναζε η Γοργόνα, ταράζοντας τη σιέστα ακόμη και των γειτόνων. Κι εγώ, σήκωνα ψηλά τα χέρια και εν θριάμβω ομολογούσα "Ζει και βασιλεύει και τον Κόσμο κυριεύειιιι".
***
Στο μπροστινό κάθισμα ένας ημικρετίνος μιλούσε ασταμάτητα στην ομόρρυθμη γυναίκα του. Μπουκέτα από κότες και αγριολάχανα στο πάτωμα. "Τα κεφάλια μέσα" προειδοποίησε ο οδηγός.
 Απολάμβανα την τρομερή περιπέτεια ενός ταξιδιού δώδεκα ολόκληρων χιλιομέτρων και τη θέα ενός Παγασητικού που άλλαζε  χρώματα. Το "σαπφείρινο μαβί" γύριζε στο σκληρό, αιχμηρό μπλε.
 Το μεταγκαζοζέν λεωφορείο- ξέρετε εκείνο με τη μούρη θλιμμένου σκύλου, στην άκρη της οποίας κρέμονταν ενίοτε η μανιβέλα-διέσχιζε πλαγιές με ελαιώνες και πλατανορέματα. Η γιαγιά, δίπλα μου, έσφιγγε την ολόισια περισπωμένη ενός σιωπηλού στόματος. Αριστερά μας, κάποιος γκριζομάλλης πετούσε στη γυναίκα του προφητείες για την επόμενη στιγμή: "Να τώρα θα πέσουμε…που πάει αυτός…όϊ..όϊ..".
 Ξαφνικά ακούστηκε ένα τριπλό παφ και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Πορταριάς- Μακρινίτσας σταμάτησε. "Το κέρατό μου" είπε ο οδηγός κι ύστερα "σκάστε ρε", στο φλύαρο ζευγάρι που βρίσκονταν ακριβώς πίσω του.
 "Βλάβη" απεφθέγξατο, υπερβολικά επίσημα, και τράβηξε το χειρόφρενο.
Κατέβηκε μόνον αυτός κι ήταν έτοιμος να σκύψει στη μηχανή όταν το όχημα, από κατασκευής άναρχο κι εναντιωτικό, άρχισε να κινείται. "Παναγιά μου" φώναξε η γιαγιά, η των χειλιών της γραμμή κύρτωσε, και μου άρπαξε το χέρι. Όλοι κινήθηκαν προς τη μόνη ανοιχτή πόρτα, την μπροστινή, και προσπάθησαν να κατεβούν. Από την ίδια πόρτα προσπαθούσε να ανεβεί στο ,προς τον γκρεμό κινούμενο λεωφορείο, και ο οδηγός για να  το σταματήσει.
 Βγαίναμε για να σωθούμε και τον εμποδίζαμε να μπει να μας σώσει. Κι ήταν η  αμφίπλευρη ένταση  και το ζωτικό πάθος τέτοια που κανένας δεν κατάφερνε τίποτε.
Εποχούμενοι διασχίζαμε τα τελευταία τρία μέτρα της ζωής μας-υπάρχει πιο συναρπαστικό ταξίδι;
***
Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε όπως ξεκίνησε. "Μπλόκαρε ο συμπλέκτης" είπε ο εξουθενωμένος οδηγός, "μας έσωσε άγιος" είπαμε εμείς.
***
"Γαρόφλε, έταξα στον Άη Νικόλα μια λαμπάδα στο μπόι του" είπε η γιαγιά στον παππού μόλις φτάσαμε στο χωριό. Και με έδειξε.
Εκείνος μας αγκάλιασε σφιχτά και δεν μίλησε.
****
Το ίδιο μεσημέρι, την ώρα του αγαπημένου μας παιγνιδιού και πριν για την αθανασία του Μεγαλέξαντρου προλάβω να θριαμβολογήσω, κατέβασε τα γόνατα και με πέταξε στον πόντο των σεντονιών, εμένα τον καπτα-Γιάννη.
Κι άκουσα, κι άκουσε όλη η γειτονιά, τη  Γοργόνα με το δασύτριχο στήθος και το μακρύ σώβρακο, να , ως καπετάνιος, κραυγάζει πανηγυρικά: "Ζει, ζει, ζουν."
Γιάννης Τσίγκρας

***

4 σχόλια:

  1. Ένα ακόμη ταξίδι σε υπήνεμους λιμένες. Σε ευχαριστούμε.
    (Το αναδημοσιεύω, περήφανη για την τιμή)

    Απάντηση
  2. Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΠΟΛΎ λΕΝΆΚΙ- ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΑΞΙΖΑ. ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΟ "ΙΑΣΜΟ", ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΜΟΥ ΔΩΣΤΟΥ ΚΑ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΩ.

    giannistsigkras2012.blogspot.gr

    Απάντηση
  3. περιπέτειες... ευτυχώς... και ΖΕΙ και ΖΟΥΝ!!!... και ζεις!!! Γιάννη.... ωραίο το διήγημα!!!

    Απάντηση
  4. Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΕΛΛΙΠΗ ΣΧΟΛΙΑ ΣΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΟΥ-ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΘΑ΄ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΆΝΩ ΚΙ ΕΓΏ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ BLOGG.ΑΛΛΑ ΕΊΝΑΙ ΤΟΣΗ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ.
    ΓΙΑΝΝΗΣ

    Απάντηση

***


Τρίτη, 14 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΕΦΑΝΟΣ – ΟΠΩΣ ΑΔΑΜ



ΣΤΕΦΑΝΟΣ – ΟΠΩΣ ΑΔΑΜ

            Πέρασα κάποιες αισθαντικές και κατανυκτικές μέρες και νύχτες στο Ησυχαστήριο του Προφήτη Ηλία, ενός εξωκλησιού που βρίσκεται στον Κίσαβο, πάνω απ’ τα Αμπελάκια.
            Πλάι στο εκκλησάκι υπήρχε το αρχονταρίκι, με τραπέζια, βιβλιοθήκη με πατερικά βιβλία κι ένα μικροσκοπικό κελί, όλα πάνω στον βράχο που βλέπει στον κάμπο της Πιερίας, πάνω απ’ την τεθλασμένη του εθνικού δρόμου και τον φιδωτό Πηνειό, ασημένιο ως την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι και, μακριά, κουνιόντουσαν .όπως τα εαρινά άνθη, τα φωτάκια στα πόδια της Χαλκιδικής.
            Το αρχονταρίκι, γεμάτο εικόνες, μύριζε μαστίχα κερί και καμένο λάδι. Απ’ το παράθυρο έβλεπες βερβεριτσες να γλιστρούν στα δέντρα, ενώ το τεράστιο πέπλο των τριγμών των γρύλων τρυπούσαν δρυοκολάπτες και λυπημένοι κούκοι. Παράξενα πολύχρωμα πουλιά πετούσαν πάνω από άρκευθους, πουλιά που παρασύρονταν από έναν Ολύμπιο άνεμο – παραδόξως χτυπούσε μόνον εκείνο το βράχο.
            Γύρω ένα δάσος βασιλικών δρυών. Κατάπινε τουφεκιές κυνηγών, φωνές υλοτόμων, αποτυχίες γερακιών στις βουτιές τους πάνω από φίδια κι αρουραίους. Εκτός από βελανιδιές και πουρνάρια, φύτρωναν αγριοτριανταφυλλιές, αναρριχώμενα, αγριολούλουδα. Υπήρχαν και δύο πλατανοδάση με κρυφό νερό. Το Φθινόπωρο, την απέραντη ησυχία έσπαζε ο θόρυβος φύλλων που έπεφταν στο ρέμα. Κάποτε ακούγονταν και το γρύλισμα των αγριόχοιρων που βοσκούσαν κρυμμένoi απ’ τις κληματσίδες και τον κισσό.
            Το εκκλησάκι παλαιό, σε κάποια πέτρα του αναφέρεται η χρονολογία 1750.
            Τα εσπερινά Κεκραγάρια του ηδύφωνου, στην απλότητα του, ψάλτη, συνόδευαν εκείνα τα ξεσπάσματα των αηδονιών που ο γέρων Πορφύριος βρίσκει ότι εξυμνούν τον Κύριο των όλων. Οι εικόνες των τέμπλων ξεθωριασμένες. Μια Παναγιά με σπασμένο πρόσωπο - από γροθιά δαιμονισμένης, λένε - ο Προφήτης Ηλίας, ο Πρόδρομος …
            Γύρω απ’ την εκκλησία ήμερα λουλούδια στόλιζαν ξεθωριασμένες γλάστρες και τενεκεδένια κουτιά: Γεράνια, αγγελικούλες, τριαντάφυλλα. Πίσω απ’ το ιερό, εφτά συμπλεγμένες μουριές, μια απόπειρα που έμεινε στη μέση, να ‘χουμε υπαίθριο αρχονταρίκι για της Πασχαλιές και τη θερινή αναψυχή μας, κάτω από έναν ουρανό έντονα μπλε κι ενίοτε γεμάτο από λευκά δρομαία νέφη.
            Όσο έπεφτε το βράδυ και το ποτάμι σκούραινε κι άναβαν στα απέναντι χωριά του Ολύμπου οι λαμπτήρες δρόμων που δεν θα περπατούσαμε ποτέ, άπειρα τριζόνια που ως εκείνη την ώρα σκαρφάλωναν ζαλισμένα ώς και τα χέρια και τα μαλλιά μας, ξυπνούσαν κι άρχιζαν την δική τους δοξολογία, κρυμμένα πια στις τεράστιες βελανιδιές, σε πέτρες, σε ξύλα ή στη μικρή βρυσούλα με τα κρινάκια.
            Καθόμαστε τότε σε κορμούς που είχαν κοπεί σε σχήμα καρέκλας και, περιμένοντας να ‘ρθει η ώρα για την αγρυπνία, συζητούσαμε πνευματικά. Όταν κοιτούσες τον ουρανό «είμαι εδώ» σκεφτόσουν «και τούτο το απόλυτο είναι δώρο σου, Κύριε, σε μένα». Την ώρα που τα δάχτυλα έψαυαν τα κομποσχοίνια και ο λυγμός της κουκουβάγιας προεισήγαγε σε μικρά δράματα, φούγκες, μάταιες τις περισσότερες φορές, των μικρών πλασμάτων του δάσους, τότε, χίλια μέτρα ψηλότερα, στην κορυφή, άναβε στην αρχή ένα φίδι, φόντο που τις σκιές αναδείκνυε των ελάτων. Κι ύστερα φανερώνονταν αργά, όπως όλοι οι μεγαλοπρεπείς, νυχάκι στενό, τόξο, ολόγιομο το καινούργιο φεγγάρι. Έχυνε το φως του στις κορυφές των δρυών, στα βράχια ξυπνούνε τα μικρά πουλιά στις φωλιές τους, σχεδίαζε αλλόκοτα τα μαντήλια των γυναικών που ετοιμάζονταν για τον Εσπερινό.
            Κάποια στιγμή χτυπούσε το τάνταλον, το ξύλινο σήμαντρο, κι όλοι περνούσαμε με ευλάβεια στον μικρό ναό. Σκορπίζαμε στα στασίδια και τις καρέκλες, κάποιοι έμεναν όρθιοι. Όταν ο αναγνώστης διάβαζε, μετά το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» τον κατανυκτικότατο ψαλμό του Δαυίδ, όλη η φύση, όπως τη ζούσαμε στον ημερονύκτιο κύκλο, τα ζαρκάδια και οι άγριοι χοίροι που έβλεπαν πολλοί να καθηλώνονται μπροστά στους φανούς των αυτοκινήτων τους, τα αείροχθα νάματα που έβρεχαν φυλλώματα πλατάνων, οι στικτές πέτρες και τα ζουζούνια, όλα περνούσαν ανάμεσά μας, καταργούσαν, την ώρα του δοξαστικού «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε», έσβηναν το σκοτάδι. Και σ’ εκείνο το, για τους αρχαίους και σύγχρονους Αγίους, φως υπέρ το φως, σε μιαν υπεραισθητή αίσθηση, η ψυχή τους αρπάζονταν απ’ τον Αιώνιο με το «Κύριε εκέκραξα προ σε, Ελέησόν με, ελέησόν με, Κύριε». Ψελλίζαμε κι εμείς, οι σκουριασμένοι τενεκέδες, τα ίδια λόγια, άλλος με συντριβή κι άλλος με λιγότερη κατάνυξη, περιμένοντας απ’ την επανάληψη την κάθαρση και τον αγιασμό. Κι έπονταν οι ακολουθίες του εικοσιτετραώρου, η Αρτοκλασία, το Μεσονυχτικό, ο Όρθρος. Φθάναμε στη Θεία Λειτουργία την ώρα που ο ουρανός γίνονταν γαλακτώδης, εκείνα τα μαχαιράκια της όσφρησης γύριζαν κατεβαίνοντας στο μαλακό στήθος κι έξω απ’ τον ναό ξυπνούσε ένας κόσμος ολόκληρος.
            Την ώρα των «κατηχητικών», σηκώνονταν απ’ τη θέση του ένας ψηλός, ξερακιανός άνδρας. Είχε πεταχτά μαλλιά και μια εκπληκτική ομοιότητα με τον Μάξ Σύντοφ, τον ηθοποιό της «Έβδομης Σφραγίδας» και του «Πέλε του Κατακτητή». Ήταν ο Χάνς, γερμανός προτεστάτης, μυούμενος εκείνο τον καιρό στην Ορθοδοξία. Την στιγμή που ακούγονταν το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε» ο Χάνς σηκώνονταν κι έβγαινε από την Εκκλησία, συντηρώντας ένα τυπικό που δεν είναι απολίθωμα, όπως αισθάνονται, δυστυχώς, προεστώτες και εκκλησίασμα στους κοσμικούς ναούς μας, αλλά η αείζωη λατρεία του λαού μας.
            Κάποτε απομακρύνθηκα από τον κόσμο αυτό. Ήταν η δυσκολία της μετάβασης, δύο υπεραστικά ως το χωριό κι ύστερα πέντε χιλιόμετρα χωματόδρομος. Ήταν και η ακηδία που μας τυλίγει πολλές φορές, ο εύκολος δρόμος, ο φαρδύς και ίσιος. Μάθαινα όμως όσα συνέβαιναν στην μικρή κοινότητα των πνευματικών μου αδελφών. Ποιοι νέοι ήλθαν, ποιοι χάθηκαν σαν κι εμένα, προβάλλοντας εν αμαρτίαις προφάσεις.
            Έμαθα και για την βάφτιση του Χάνς, πώς ντύθηκε το λευκό ένδυμα που συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής, πως μπήκε στην μεγάλη κολυμβήθρα και πήρε το όνομα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου.
            Όταν ξαναεπισκέφθηκα τον τόπο ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα. Περπατούσε αργά μέσα στο δάσος, σκύβοντας στα ταπεινά ανθισμένα χόρτα. Έμοιαζε να τους μιλάει.
            Και ξαφνικά, έτσι όπως πάλλευκο (απ’ την, λόγω του Μυστηρίου, αναίρεση της όποιας αμαρτίας είχε ως τα πενήντα του χρόνια), άσπιλο τον ένιωσα, πίστεψα ότι ήταν ο προπτωτικός πρώτος άνθρωπος.
            Κι εκεί, στον Παράδεισο, ονόμαζε φυτά, ζώα και πετρώματα χαρίζοντας νόημα καινό σ’ ολόκληρη τη Φύση.
Γιάννης Τσίγκρας

1 σχόλιο:

  1. "Ωσπου τέλος ένιωσα κι ας πα'να μ'έλεγαν τρελό πώς από'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος" (Ο. Ελύτης)

    Απάντηση

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ