Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Διηγήματα 5

 ***

Τετάρτη, 13 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΙ Ο ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ


                                   
                                    ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΙ Ο ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ

             “Τσικ”, έξυσε το νυχάκι του παράμεσου πάνω στον αντίχειρα και ο μικρός δεν κατάλαβε από πού ήλθε ο θόρυβος, από το στόμα του κουρέα ή από τα δάχτυλά του. “Μια ψείρα ήταν… με γεια σου, λεβέντη” είπε ο κουρέας. Ο πιτσιρίκος σταμάτησε να θαυμάζει τα δεκάδες είδωλα ενός αγνώριστου, ολόγυμνου πλέον κεφαλιού του, είδωλα που παρήγαγαν οι δυο κατέναντι ανισοϋψείς καθρέφτες. Κοίταξε τον πατέρα που διάβαζε εφημερίδα στον καναπέ κι εκείνος του έγνεψε να σηκωθεί. Ο κουρέας είχε πλησιάσει το ραφάκι με τις γυάλες. Άλλες περιείχαν τριανταφυλλόνερο κι άλλες βδέλλες που στριφογύριζαν. “Είχαμε βάλει κάποτε μια από αυτές στο πόδι της μαμάς”  θυμήθηκε το παιδί. “Την έβλεπα πώς φούσκωνε κι έκλαιγα”.
             “Έρχεται το Κύκνος, όπου να’ναι” είπε ο πατέρας ενώ πλήρωνε τον κουρέα. “Φεύγουμε ”. O μικρός κατσούφιασε. Αν και γνώρισε ότι κάποτε θα έρχονταν η στιγμή της αναχώρησης, ένιωσε άσχημα.  Περνούσε πολύ όμορφα εκεί, στα οικόπεδα με τις μικρές πηγές που το νερό τους κόχλαζε. Στις πηγές αυτές, εκτός από τα αυγά που του έδινε η μαμά, έβραζαν, με το Γιάννη το φίλο του, και τις ακρίδες που καπάκωναν με τη φούχτα στα, κάτασπρα από το αλάτι, οικόπεδα. Είχαν ανοίξει εστιατόριο και πουλούσαν τις βραστές ακρίδες και τις πασχαλίτσες στα κορίτσια. Δεν τις πουλούσαν, τσάμπα τις έδιναν. Έτσι για να τους χαμογελούν τα κορίτσια αργότερα,  στα Σαράντα Πλατάνια, στο δάσος όπου άκουγαν, αλλά ποτέ δεν έβλεπαν, τους δρυοκολάπτες.
            Βέβαια, και η επιστροφή με το “Κύκνος” θα ήταν όμορφη. Θα φυσούσε αεράκι στο κατάστρωμα, εκείνος  θα ακουμπούσε το κεφάλι στο παραπέτο και θα κοιτούσε τη μπλε θάλασσα. Η θάλασσα θα  άνοιγε ξαφνικά, σα να τραβούσε κάποιος φερμουάρ, και  δελφίνια θα τινάζονταν στον αέρα. Θα έρχονταν κοντά, πολύ κοντά στο πλοίο και θα έπαιζαν μαζί του. Ο κόσμος θα μαζεύονταν στην άκρη για να τα παρακολουθήσει και να τα χειροκροτήσει. Αυτό τουλάχιστον είχε  συμβεί με τον ερχομό τους. Γιατί να μη ξαναγίνει;
            Χαιρέτισαν με τον πατέρα και βγήκαν. Κατέβηκαν στην προκυμαία. Εκεί, στα παγκάκια του μικρού πάρκου, ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος που περίμενε με βαλίτσες και τσάντες, ξεχώρισαν τη μητέρα και τους άλλους. Μια μεγάλη χαρούμενη παρέα. Κάποιοι ήσαν γείτονές τους, ανάπηροι πολέμου οι περισσότεροι, με τις οικογένειές τους. Είχαν αποφασίσει να περάσουν μαζί τις διακοπές τους στη λουτρόπολη. Άλλοι ήσαν φίλοι που γνώρισαν στο Κέντρο Λουτροθεραπείας, στον υπαίθριο κινηματογράφο ή στην παραλία.
             Όλη η παρέα κατευθύνθηκε στο μικρό καφενείο, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Κάθισαν στα  τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Πλάι σε έναν ακκορντεονίστα. με μαύρα γυαλιά που κοίταζε προς τη θάλασσα. Ο μικρός πρόσεξε στην ταμπέλα το παράξενο όνομα του καταστήματος: ΝΕΚΥΙΑ. Ρώτησε τον πατέρα του τι σημαίνει  η λέξη κι εκείνος του απάντησε με ένα χαμόγελο που μάλλον δήλωνε άγνοια.
            Κάποιος χάιδεψε το παιδί στο κεφάλι και “ με γεια το κούρεμα” του ευχήθηκε. Ήταν ο Τάκης, ένα φοβικό  γεροντοπαλίκαρο της παρέας. Κάποτε, την ώρα που περνούσε έξω από το  σπίτι που είχαν νοικιάσει όλοι μαζί, μια εξόδιος πομπή-. κηδεύονταν ένα παλικάρι που είχε πνιγεί, ανοιχτά της “ζεστής θάλασσας”, ενός σημείου  στο οποίο έπεφταν τα νερά των θερμών πηγών- ο Τάκης χώθηκε κάτω από το ντιβάνι. “Μη”, τσίριζε “ μη, μακριά από μας”. Κι έμεινε εκεί, στο σκοτάδι, έως τη στιγμή που τον βεβαίωσαν γελώντας οι άλλοι, ότι πέρασε ο χάρος, δεν είχε πια κανένα φόβο.
            Τώρα, ο Τάκης ήταν ευτυχισμένος γιατί θα ξανάφευγαν. Θα ξαναγύριζε στην αυλίτσα του παμπάλαιου πέτρινου σπιτιού του, με την μαδημένη ουασιγκτώνα να σημαδεύει τον ουρανό και την καθησυχαστική μεσημεριάτικη γκρίνια των ορνίθων. Ήταν ευτυχισμένος, επειδή απομακρύνθηκε ο το μαύρος  ιππότης με το δρεπάνι
            Ο πατέρας  έδειξε στο βάθος. Το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι. Το πλήθος κινήθηκε προς την προκυμαία, μαζεύοντας μπόγους και βαλίτσες. Κάποιοι αγκαλιάστηκαν.
            Το αγόρι κοίταξε και αυτό προς τη θάλασσα.
             Ένιωθε παράξενα. Ένας μικρός αέρας  φυσούσε εντός του. Είδε  μόνο το πάνω μισό του  πλοίου κι ένιωσε να πετάει. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να έρχεται από μακριά. Σαν να τον προειδοποιούσαν για κάποιον ακαθόριστο κίνδυνο. Μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος του μιλούσε και τί του έλεγε. Σκιές αεικίνητες τον τύλιγαν. Περπατούσε σε μια  γη ωχρή, ανάμεσα σε μοβ λουλούδια .
            Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν.
             Το αγόρι έπεσε σπαράζοντας στην προκυμαία. Ο πατέρας έχωσε τα δάχτυλά του στο στραβό στόμα του παιδιού ενώ η μάννα κάθονταν στα πόδια του για να σταματήσει τους σπασμούς. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε περίεργος.
             “Δεν είναι τίποτε” φώναξε η μάνα. “Σύνδρομο Ε”, καλυμμένα εξήγησε, για να μη προφέρει τη φοβερή λέξη, “δεν είναι τίποτε , σε δυο λεπτά θα του έχει περάσει”.
            Ο τυφλός ακκορντεονίστας σηκώθηκε.
            Το πλοίο σφύριξε. 
    

1 σχόλιο:

  1. Υποκλίνομαι:
    "Είχαν ανοίξει εστιατόριο και πουλούσαν τις βραστές ακρίδες και τις πασχαλίτσες στα κορίτσια. Δεν τις πουλούσαν, τσάμπα τις έδιναν. Έτσι για να τους χαμογελούν τα κορίτσια αργότερα, στα Σαράντα Πλατάνια, στο δάσος όπου άκουγαν, αλλά ποτέ δεν έβλεπαν, τους δρυοκολάπτες."
    Σε όλα υποκλίνομαι.
    Να χαμογελάς, Γιάννη, κι άσε εμάς να συγκινούμαστε με τα "γραφόμενά σου"...

    Απάντηση

***

Δευτέρα, 14 Μαΐου 2012

Στη φίλη Παρασκευή Μαλούχου


ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ
 Ή
                           Η ΒΙΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ







Η Λόλα, μια παλαιά μου γειτόνισσα( Ρίτσα ήταν το όνομα που σε κάποιους είχε δηλώσει  ως  βαφτιστικό της, αλλ΄αμφιβάλλω αν  κι εκείνο υπήρξε  πραγματικό),είχε μια μάνα, μια γριούλα  υπερβολικά σκυφτή και πάντα χαμογελαστή.
Η γυναικούλα αυτή διατηρούσε μονίμως  την έκφραση του ανθρώπου που, μυστικά, συνομιλεί με τη μάνα γη- προς αυτή μόνο της επέτρεπε  μια βαριά  κύφωση της να νεύει.  
Όταν σε συναντούσε, περπατώντας από το σπίτι της έως την ελιά του Μποχώρη, το μοναδικό δέντρο της γειτονιάς, τραγουδώντας σμυρναίικα τραγούδια, όταν σε συναντούσε, σε χαιρετούσε και  πρότεινε να σε φιλοξενήσει “στη βίλα της, στην Κηφισιά”. Κι όταν έβλεπε, κοιτάζοντας πλάγια και πάνω, την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου, έκανε μια μικρή υπόκλιση  και “ιδού, περάστε” έλεγε κι ανέβαινε αόρατα σκαλοπάτια, άνοιγε, χωρίς το παιδικό τσιγκλιδόν ανύπαρκτες πόρτες, σου πρόσφερε αέρινες καρέκλες και σε κερνούσε νεραντζάκι γλυκό, εκεί στη μέση του  δρόμου, πλάι στα αποσιωποιητικά της σβουνιάς που άφηναν τα άλογα, μαζί με  τα χρεμετίσματα και τις επί ώρες αιωρούμενες φωνές των πλανοδίων.
Από την κόρη της βέβαια μάθαμε ότι, με την καταστροφή της Σμύρνης, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σε ένα τσιγκομαχαλά της Κοκκινιάς. Τότε έπαθε, συμπλήρωνε η Λόλα.
Αυτή ήταν και η μόνη τρέλα που είχε. Σ΄ όλα τα άλλα  βρίσκαμε τη συμπεριφορά της  απόλυτα  λογική και φυσική.
            Όσο τη γνωρίζαμε βέβαια, επειδή, τον περισσότερο καιρό, έμενε κλεισμένη στο σπίτι της κόρης της.
 Η Λόλα είχε σίγουρα πατήσει τα πενήντα, διέθετε ημιμύστακα και ήταν παντρεμένη με τον εικοσιοχτάχρονο σμηνίτη  Βλάση, αγνώστου και τότε, επωνύμου.
Δεν θυμάμαι γιατί την προσαγορεύμαμε με  εκείνο το όνομα. Ίσως  άρεσε στην ίδια, ίσως στον άντρα της, ως  χαϊδευτικό. Τώρα που το σκέφτομαι- σ΄ εκείνη την ηλικία, ακόμη  κι αν μου το΄  λεγες δεν θα το καταλάβαινα- ίσως να αποτελούσε δημοφιλές ψευδώνυμο, από εκείνα που γράφονται σε πόρτες σπιτιών με κόκκινα φανάρια. Δεν το λέω αυθαίρετα αυτό. Τη χαρακτήριζε μια ελευθεριότητα συμπεριφοράς, με εκφράσεις που έκαναν τις άλλες γειτόνισσες να τινάζονται, όσες την άκουγαν για πρώτη φορά- η οποία τις περισσότερες φορές ήταν και η τελευταία- ή να ξεροκαταπίνουν, οι ελάχιστες που την είχαν πλέον συνηθίσει.
Έμεναν με ενοίκιο σ΄ ένα δωματιάκι με μια μεγάλη δίφυλλη, καφετιά πόρτα που άνοιγε κατευθείαν στο δρόμο.
Το κυρίως σπίτι βρίσκονταν στο βάθος μιας αυλής χωρίς χαραγμένο κήπο, ένα οικόπεδο δηλαδή, πνιγμένο στα αγριολούλουδα, μαργαρίτες και ανεμώνες και “του κούκου το ψωμί”. Εκείνα τα χρόνια, περνούσαμε το χαμηλό πορτάκι και ψάχναμε εκεί για μαρουδίτσες και ακρίδες.  
Αυτή την πόρτα βλέπαμε να  περνάει βιαστικά το “ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής”, όπως τους έλεγε- δεν ξέρω για ποιο λόγο-η μάνα μου. Με κατεβασμένο το κεφάλι, ανασηκώνοντας τους γιακάδες των  πελώριων παλτών που συνήθιζαν, ακόμη και φθαρμένα, να φορούν τότε.
Πράγματι κρύβονταν. Γιατί και από ποιους το γνωρίσαμε αργότερα. Εκείνοι δήλωναν ότι “θα έπρεπε να προσέχουν την υπηρεσία του Βλάση”, επειδή δεν επιτρέπονταν οι γάμοι των στρατιωτικών, κάτω από κάποια ηλικία- δεν γνωρίζω αν ισχύει ακόμη αυτή η απαγόρευση.
Ο γάμος τους έγινε με άκρα μυστικότητα και με κουμπάρο τον πατέρα μου, που αναλάμβανε όλες τις “δύσκολες αποστολές”, στον Προφήτη Ηλία Αλυκών, ένα μικρό  ξωκκλήσι ,  πάνω σε ένα λόφο,  απέναντι από  τα τείχη που έχτισε στην περιοχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής  για να προστατεύσει την πόλη που πήρε το όνομά του.
Ανεβαίναμε συχνά στο εκκλησάκι. Θυμάμαι κάποιους μαγικούς εσπερινούς,  με τις παλιές εικόνες να χάνονται σε σύννεφα λιβανιού στα Ανοιξαντάρια.
Φτάναμε στην κορυφή του λόφου  από ένα μονοπάτι που θύμιζε φίδι που λιάζεται, ξαπλωμένο μέσα σε φραγκοσυκιές και θυμάρια. Αριστερά  απλώνονταν η  θάλασσα  και μπροστά παλαιά Εθνική οδός Βόλου- Αθηνών τραβούσε προς το λόφο του Σωρού. Στον ανήφορο, βλέπαμε από ψηλά να ανεβαίνουν μακρύκαρα, σούστες και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Αθηνών. Αυτά ήσαν τα μόνα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε.
 Σ΄ ένα στρογγυλό κουτί από σοκολατάκια του 1938 όπου , κατά παράδοση, φυλάμε τις παλιές  φωτογραφίες, υπάρχει, ασπρόμαυρα απαθανατισμένη σε μυγοδιάστικτο πλαίσιο, η έξοδος του ζευγαριού από το ναΐσκο. Οι λίγοι καλεσμένοι κοιτάζουμε προς τη δύση. Μόνον ο Γιώργος, ο Αράπης, συνομήλικος μου, κουρεμένος με την ψιλή, με  παντελονάκι έως τα  γόνατα, είναι στραμμένος  προς τα αριστερά και, γονατιστός, μοιάζει να παίζει  βόλους  με τα κυπαρισσόμηλα του προαυλίου.
Υποθέτω ότι οι υπόλοιποι  θαυμάζουμε τα χρυσάφι του δειλινού στην κορυφή Παλατάκι. Στις αιθρίες, κυρίως της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, στην αργή του τσουλήθρα, ο ήλιος βυθίζεται εκεί, αφήνοντας πίσω του  όλες τις ανταύγειες του ωχρού και του κόκκινου. Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν προσέχει το ζευγάρι, καμιά κοπελίτσα της παντρειάς δεν κοιτάζει “πόσο όμορφη είναι η νύφη”. Ακόμη κι ο Βλάσης, λίγο σκυφτός, φαίνεται να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει κάτι. Η Λόλα βλέπει κατευθείαν στο φακό, χωρίς όμως να  καμαρώνει.
 Μόνον η  μάνα της, λίγο πιο σκυφτή απ΄ ό,τι  τη θυμάμαι, με ολάνοιχτα χέρια, δεξιώνεται ήδη τους καλεσμένους στη βίλα της Κηφισιάς.
Με την εγκατάστασή τους, ως νόμιμου πλέον ζευγαριού, η Λόλα και ο Βλάσης όρισαν τις σχέσεις τους με τους γείτονες, υπολογίζοντας ως ανισοσκελή κι αντεστραμμένη τη γνωστή λογιστική: Λαβείν ναι, δούναι όχι. Ευχαρίστως έτρωγαν από τα σκεπασμένα πιάτα της σπιτονοικοκυράς τους, της Αρετής, εύκολα ζητούσαν δανεικά από τη χοντροΕυτυχία, την πιο καλόκαρδη γυναίκα στο “Συνοικισμό Αναπήρων” – έτσι ονομάζονταν πομπωδώς η επικράτειά μας, τα δυο τετράγωνα με τα πέντε, όλα κι όλα, σπίτια. Το μπακαλοδεύτερο του πατέρα μου, που σώζονταν ως τον καιρό της πλημμύρας στη Νεάπολη, μαρτυρούσε ότι η καθημερινή, βερεσέ,  τροφοδοσία τους περιλάμβανε αυγά ημέρας, ξηρά χταπόδια, ελιές θρούμπες και ρετσινάτο κρασί χύμα.
Όλοι  τα βοηθούσαν “τα καημένα τα  παιδιά”.
 Κι εκείνοι ζητούσαν, δέχονταν κι επεδίωκαν αυτή τη βοήθεια. Χωρίς όμως να προσφέρουν. Ούτε καν τις ελάχιστες πληροφορίες οι οποίες,  σε κάθε μικροκοινωνία, επιτρέπουν την οικείωση μέρους του ζωτικού χώρου του άλλου, έτσι ώστε να λειτουργεί η κοινότητα..Nα χαίρονται, δηλαδή, οι πάντες με τη χαρά του ενός και να καθίσταται   κοινή η ατομική θλίψη.
 Ή (επειδή δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων) να συμβαίνει και το αντίθετο: Η πίκρα του ενός να αποτελεί πηγή αγαλλίασης εκείνων που στενοχωρούνται με τη στιγμιαία ευδαιμονία του.
Απαγόρευαν κάθε εισβολή στο μικρόκοσμό τους. Όταν ο άντρας της έφευγε με το πρώτο λεωφορείο  για το αεροδρόμιο, εκείνη έπιανε το κέντημά της. Συχνά, συνήθως όταν γύριζε από τη δουλειά του, συντρόφευε τις δυο γυναίκες η Αντριάνα, ο μοναδικός εν Ελλάδι τραβεστί εκδοροσφαγέας. Φαλακρός, με αλογοουρά, μακρύ φουστάνι και ματωμένες γαλότσες. Στην επιλογή του  πιστεύω ότι βοήθησε και το ότι, συν τοις άλλοις, ήταν και κωφάλαλος.
Η Λόλα μιλούσε ακόμη και σε μας τα παιδιά. Έμπαινε στα παιγνίδια μας. Με τη βέρα της παίζαμε τo “που ΄ντο, που΄ ντο το δαχτυλίδι”.

Κάποια μέρα, η  δίφυλλη  καφετιά πόρτα παρέμεινε κλειστή. Ένας σκύλος γεύτηκε το περιεχόμενο του σκεπασμένου πιάτου που ακούμπησε η σπιτονοικοκυρά στο κατώφλι της. Ο άντρας της όμως, άνθρωπος της πιάτσας, που ΄χε δει κάποιες ύποπτες κινήσεις, ρώτησε κι έμαθε από τον περιπτερά ότι, όχι μόνο ο Βλάσης δεν πήγε στη δουλειά του αλλ΄ αντίθετα, οι τρεις νοικάρηδές του, κρατώντας δυο μεγάλες βαλίτσες, πήραν το πρωινό λεωφορείο για την Αθήνα.
Χωρίς να διστάσει άνοιξε, με το δεύτερο κλειδί που κρατούσε, την πόρτα. Το δωμάτιο άδειο. Τα σανίδια μόνο των ντιβανιών, ένα δοχείο νύχτας, κάλτσες και  παλιές εφημερίδες.
“Τα ενοίκια μου” φώναξε ο σπιτονοικοκύρης κι ειδοποίησε τον πατέρα μου και την χοντροΕυτυχία που γνώριζε ότι “είχαν να λαβαίνουν”. Όλοι μαζί αποφάσισαν να κυνηγήσουν τους λαθροφυγάδες με ταξί.

Τους πρόλαβαν  στον ανήφορο του Μπράλου. Ο ταξιτζής έκοψε, κορνάροντας, μπροστά στο λεωφορείο. Κατέβηκαν ο οδηγός, οι τρεις καταζητούμενοι αλλά και κάμποσοι περίεργοι επιβάτες.
Κι εκεί, στο σαματά που ακολούθησε μέσα στην ομίχλη και τρόμαξε ανθρώπους και όρνεα, η “παθημένη”  απομακρύνθηκε λίγο. “ Ελάτε, ελάτε, χωράτε όλοι στη βίλα μας, ελάτε κι εσείς καλοί μου άνθρωποι”, τσίριξε για να ακουστεί, δείχνοντας τους επιβάτες που είχαν κατεβεί. “Να ανοίξω και το χρηματοκιβώτιο- να, πάρτε, πάρτε τα λεφτά σας κι εσείς”, συνέχισε να μοιράζει σ΄ όλους αόρατο πλούτο. “Εμείς δεν είμαστε μπαταξήδες”.

***
Υγ. Κατερίνας: "...Το θέμα της αφιέρωσης
αποφάσισέ το εσύ.Δεν ξέρω τί να γράψω."

Απάντηση: "Τίποτα παραπάνω, Γιάννη. Είναι το "Ευχαριστώ" σου για την τιμή της φιλοξενίας της στο blog της, συν ότι της εύχεσαι τα "Καλύτερα" στη ζωή της! Ξέρει ότι εσύ "δεν τα καταλαβαίνεις τα ιντερνετικά" και σε καταλαβαίνει, όπως όλοι οι φίλοι σου! Γράφε εσύ όπως ξέρεις, κι άσε εμάς να "μιλάμε" για σένα!"

3 σχόλια:

  1. Ευχαριστώ πολύ... έδωσα ένα πήρα εκατό!!!

    Δεν το περίμενα!!!

    Πολύ ωραία γράφεις αγαπητέ φίλε!!! Μου άρεσε πολύ αυτό το κείμενο!!! Εύχομαι τα καλύτερα!!!

    Ευχαριστώ,
    Παρασκευή Μαλούχου

    Υ.Γ . Κατερίνας και 'γώ!!! Κατερίνα μου... πάλι κοκκίνησα!!!!

    Απάντηση
  2. Ευχαριστώ πολύ... έδωσα ένα πήρα εκατό!!!

    Δεν το περίμενα!!!

    Πολύ ωραία γράφεις αγαπητέ φίλε!!! Μου άρεσε πολύ αυτό το κείμενο!!! Εύχομαι τα καλύτερα!!!

    Ευχαριστώ,
    Παρασκευή Μαλούχου

    Υ.Γ . Κατερίνας και 'γώ!!! Κατερίνα μου... πάλι κοκκίνησα!!!!

    Απάντηση
  3. Αγαπητή, Παρασκευή. Στα 60 μου χρόνια,κατάλαβα την πανομοιότητα της στίξης. Στη θέση των δικών σου θαυμαστικών, τοποθέτησε τα δικά μου αποσιωποιητικά. Ή αν το θες διαφορετικά, κοιτάζοντας πίσω από τον καθρέφτη, δεν μπορώ να με περιγράψω. Μπορώ όμως να εκφράσω το θαυμασμό μου για ένα από τα ωραιότερα, και σίγουρα το πλέον γενναιόδωρο, blogg. Σ' ευχαριστώ θερμά.
    Γιάνννης

    Απάντηση

***

Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2012

ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΓΚΙΣΕ



ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΓΚΙΣΕ


-Ένας πελώριος, κυρτός γέρος, με γένι εαρινό σύννεφο και μια πλαστική παιδική κιθάρα κρεμασμένη στον ώμο, κάθισε στο σιδερένιο τραπεζάκι έξω από το περίπτερο. -Δυο παγωτά σοκολάτα, παράγγειλε. Κι άνοιξε, με τα ολόγερα δόντια του, ένα μπουκάλι ρετσίνα. Έκανε το σταυρό του και - ήταν γαλάζια τα μάτια της, ήταν όμορφη, πρόφερε: Ό,τι άκουγα καθημερινά από αυτόν την ίδια πάντα ώρα, στο ίδιο σημείο, συνοδευτικό του ίδιου πάντα σχήματος.

-To περίπτερο της οδού Αθηνών υπήρξε για μένα, και για τα χρόνια από το ‘65 έως το ‘87, το σχεδιαστήριο του τόπου, των ανθρώπων αλλά και του χρόνου που τα πάντα αλλοίωνε. Δεκάδες ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και ρεπορτάζ για τα περιοδικά στα οποία ταυτόχρονα εργαζόμουν, γράφτηκαν πάνω σε χαρτόκουτα τσιγάρων, σε στάσεις άβολες, πότε στο γκισέ, πότε ακουμπώντας σε μπροστινά ράφια, πότε στο γόνατο, τα καλοκαίρια στο σιδεροτράπεζο.
    Στα χαρτονάκια αυτά χώρεσαν σκίτσα προσώπων με μια κυμαινόμενη έλλειψη αριστερά στο στήθος, έλλειψη που σήμαινε, μάλλον αμήχανα αποτύπωνε, την απουσία νοήματος υπαρκτικού. Χώρεσαν δίπλα σε απλές μεγάλες συνθέσεις, όπως εκείνες των εκδρομέων της Καθαρής Δευτέρας ή της Πρωτομαγιάς, όταν γειτονιές ολόκληρες πάνω σε μακρύκαρα διέσχιζαν τον, τότε μονόδρομο, τραγουδώντας τον «Χαραλάμπη» ή το «Στρώσε το στρώμα σου για δύο», περνούσαν πλάι σε γλάρους που διέγραφαν χαμηλούς κύκλους με κέντρα, ένθεν κι ένθεν του δρόμου, δέσμες βούρλων και θυσάνους καλαμιών.

-Εκτός από τον γέρο μας επισκέπτονταν κι άλλοι, τυλιγμένοι την υπέρτατη μουσική: Ο νεαρός με την τεράστια μύτη που δίδασκε, χειρονομώντας, τ’ αστέρια, ή Σαλοκατίνα, η ρακοφόρος και ρακοσυλλέκτρια που παρουσίαζε τα γεροντόπαχά της ως βασιλόπαιδος κύηση – ο Παύλος με αγκάστρωσε όταν πέταξε πάνω μου με το ελικόπτερο. Ή κάποιος άλλος που κυνηγούσε τον ίσκιο των τηλεγραφόξυλων για να ζυγιστεί σε πλάστιγγα και να υπολογίσει μ’ αυτό τον τρόπο την ηλικία του.

-Να ανοίξουμε παρένθεση εδώ: Υφίσταται ένα πρόβλημα στη γραφή, κεφαλαιώδες για όσους δεν στηρίζουν στον αέρα ένα κείμενό τους. Το έχουν όσοι από άγνοια ή φόβο παζαρεύουν τη νομιμότητα της μυθοπλασίας. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, αντιμετώπισε την οργή φιλικού του ζευγαριού, όταν, σε πασχαλινό του διήγημα, "σκότωσε" το ροδομάγουλο κοριτσάκι τους, την Κούλα.
Το όνομα-καθαρή φωτογραφία αποτελεί  την κατά τον ποιητή «πέτρα» (βεβαιότητα) η οποία πρέπει να αρθεί. Εντούτοις και το «νερό» που υπάρχει απο κάτω (ασάφεια, πολυσημαντότητα) δεν προσφέρει κατ’ ανάγκη σιγουριά. Δεν είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που ζητούν να ‘χουν άποψη στην Ποίηση – θέμα ακραίο με το οποίο καταπιάνεται ο Μιγκέλ Ουναμούνο  - στην Τέχνη που τους γεννά και τους συνέχει. Αυτοί κρύβονται μέσα στο ίχνος που – όπως ο Χρόνος – αφήνουν. Πραγματικός εχθρός του Ποιητή, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Χειμωνά, είναι ο ενεδρεύων αναγνώστης. Πότε σου ζητάει την, έτσι κι αλλιώς αλλότρια της Λογοτεχνίας, ιστορική πιστότητα, πότε φοβάται μη γίνει ο ίδιος ή οι δικοί του το πιόνι στη σκακιέρα της Τέχνης.

-Περνούσαν κι ο Κώστας ο Μαμουνατζής κι ο Τσιγκιτσάγκας, αγόραζαν καπνό-για το περιτύλιγμα μόνο. Ο Τσιγκιτσάγκας κλείδωνε, στην κλαίουσα του πεζοδρομίου, το ποδήλατο με το μισό τιμόνι κι ύστερα χάνονταν στις σπηλιές της κοντινής μαγούλας Παλατάκι, τις σπηλιές με την αιγορίγανη και τις αγριοσυκιές. Ο γερο Τσιγκιτσάγκας, με τις ματωμένες προθέσεις  είχε τις φόδρες του γεμάτες μαύρη.
Περνούσαν – λίγο ατμώδεις – πίσω απ’ τους μικρούς άσπρους λόφους.
 Σε λίγο θα έφθανε σε μας η οσμή της υπέρτατης ευτυχίας τους.
Όταν λιγόστευαν απότομα τα σάμαλι «Χατζή» καταλάβαινα ότι κάπου κοντά είχε αγκυροβολήσει βαπόρι από την Περσία.

-Μπορούμε αυθαίρετα να τοποθετήσουμε, ακριβώς απέναντι από το περίπτερο, το εκκλησάκι που λευκάζει στα πρωινά μας ενύπνια. Από μέσα ακούγεται ένα αιθέριο χερουβικό. Πότε-πότε ανοίγει η γαλάζια πορτούλα με το γλυπτό σταυρό και εμφανίζεται ανήσυχος ο δορυφόρος Άγιος Μερκούριος.

-Από τους εργάτες των γειτονικών σφαγείων ξεχώριζε η Αντριάννα. Ο μόνος σφάχτης τραβεστί που γνώρισα. Με φόρεμα μαύρο, αξύριστα πόδια, γαλότσες κι ένα κότσο πάνω από μια μεγαλειώδη φαλάκρα. Επιπλέον  κωφάλαλος. Δεν απαντούσε στα πιτσιρίκια που έτρεχαν πίσω του, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του. Καθημερινά έπλενε γαρδούμπες στο ποταμάκι πλάι στα σφαγεία. Τάιζε μεγάλα λαβράκια και κέφαλους. Από το περίπτερο, με μιαν υπέροχη παντομίμα κίνησης των μασητήρων, αγόραζε μαστίχα Χίου και σοκολάτες. Τις Κυριακές στην εκκλησία, ανέβαινε στο γυναικωνίτη με λυμένα τα μαλλιά- έπιαναν το πίσω μέρος του κεφαλιού. Στη μέση πάντα φαλάκρα. Φορούσε ταγιεράκι μοβ και τακούνια στιλέτο. Έπαιρνε το αντίδωρο  και έσκυβε ταπεινά σε υπόκλιση,σε άντρες και γυναίκες. Με κάποιες από τις τελευταίες είχε αποκτήσει υποτυπώδεις κοινωνικές σχέσεις. Αντάλλασσαν συνταγές για ραβανί ή, μ’ ένα α-πα-πα-χαμτ τους έδινε πλέξεις για ωραία κασκόλ και με ένα ε-κι-μπι-σα το κοκορέτσι για να πετύχει ,υποστήριζε, θέλει αργό ψήσιμο.


            -Μία μικρή μου ιστορία  με ήρωα τον Κώστα τον Μαμουνατζή  δημοσιεύτηκε κάποτε σε τοπική εφημερίδα. Σε μία, περίπου επινοημένη , ερωτική ιστορία ( ο Κώστας είχε ερωτευθεί μια κονσοματρίς που για τις ανάγκες του διηγήματος, την έκανα τραγουδίστρια) είχα παρουσιάσει μιαν εξαίσια αυτοκτονία του. Παρόλο που του άλλαξα το όνομα, ο τρόπος του εγχειρήματος  τον έκανε να υποπτευθεί ότι αυτός ήταν που έδρασε στο πόνημά μου . Ο ήρωας μου έπλεε με μπλε κουστούμι  και γραβάτα, άπνους έπλεε στα αβαθή. Είχε, λέει, προσπαθήσει να καρφώσει μιαν, άχρηστή του πλέον, ανθοδέσμη,  με τον τρόπο που κάρφωνε το θυμαροκλώναρο στο βυθό για να πιάσει  γαριδούλες και ψαράκια. Πίστευα ότι ούτε να διαβάσει ήξερε. Ήλθε εν τούτοις  ένα πρωί, μ’ ένα άσπρο λουλούδι πικροδάφνης, όπως πάντα, στο αυτί, ήλθε και μου κλάφτηκε «με ποια μούτρα θα κυκλοφορήσω τώρα » και «γιατί μου το έκανες αυτό;».Ψέλλισα «τι ακριβώς» και ξέσπασε « γιατί να γράψεις ότι είμαι ποντικομούρης (το έγραψα αυτό ), δεν μπορούσες να γράψεις για κάποιον άσχημο νέο με καλή καρδιά;».
 Αυτό τον πείραξε.
            Τον ξαναβρήκα μετά από δώδεκα χρόνια. Είχα αφήσει πλέον το περίπτερο. Καλοκαιρινό μεσημέρι ήταν και ο Κώστας σκοτεινός, κακοντυμένος ,χωρίς το λουλούδι στ’ αυτί, με χαιρέτησε με σφιγμένα χείλη. Οι πρώτες του λέξεις ήταν «θ’ αυτοκτονήσω ». Επανέλαβε δυο και τρεις, σαν κολλημένο πικάπ. Κάποια φωνή, μου εξήγησε, του το ζητούσε  επίμονα. Τρελάθηκα. Νόμιζα ότι σχεδίασα τη ζωή του. Το σύνδρομο του θεού. Τον παρηγόρησα. Τον μετέφερα στο Μετόχι του Φλαμουρίου, ο γέροντας Συμεών του διάβασε τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου .Του έδωσε ευλογία ένα κίτρινο κομποσχοίνι. Έφυγε και δεν δέχτηκε να εξομολογηθεί. «Δεν έχω κάνει τίποτε εγώ, άλλοι φταίνε» φώναξε.
            Χαθήκαμε για ένα διάστημα. Προσπάθησα να ηρεμήσω.
Κάποιο πρωί είδα πρωτοσέλιδο το άψυχο σώμα του, ένα παραμορφωτικό σκέπαζε την τελευταία, μελανή του γκριμάτσα.
            Μετά την  εξόδιο  ακολουθία, έμαθα, οι μαμουνατζήδες πέρασαν πρώτα απ’ το περίπτερο και ύστερα χάθηκαν στις σπηλιές της μαγούλας Παλατάκι.
           
-Κάπου εκεί βρίσκεται ο αναγνώστης , αγαπημένος εχθρός, και μου ζητάει επίμονα να πυκνώνω, κυρίως να  μην αποκαλύπτω:
Ένα alarm αυτοκινήτου
Ξύπνησε στις πέντε το πρωί
Συν τοις άλλοις
Και τους πεφιλημένους μας νεκρούς.
Κι άναψαν αιφνιδίως
Ο κυρ Γιώργης ο Σπανός με τα κίτρινα μουστάκια
Ο άγιος Χόντος, η κόρη του
Η Αρετή, που στόλιζε χριστουγεννιάτικα αλμυρίθια
Κι ο εγγονός του ο Αχιλλεύς, ο ένδοξος σφενδονιστής.

Ξύπνησε και μια παγωνιά
Γεμάτη καρδερίνες  και κάλαντα.
Ο Αράπης
Μ’ ένα κουπί φυτρωμένο στον ώμο
Να εμποδίζει τα φτερά

Κάηκαν τα μανουάλια δεκαπέντε εξωκλησιών
Στη σκόνη του σιδεροτράπεζου
Ο Λευτέρης ο Μουντανιώτης
Σχεδίασε τον φόνο της άπιστης
Γιάννης Τσίγκρας

***

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΒ


«Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά» τσίριξε η γιαγιά «να αφήσεις το ρολόι στη θέση του».Και μόνον εμείς δεν νιώσαμε ευρωπαίοι το κυριακάτικο εκείνο πρωί των αρχών της δεκαετίας του 70- οι δείκτες του στρογγυλού μισοσκουριασμένου ξυπνητηριού, που σαν διάνος  μπροστά στο μαχαίρι μας κοίταζε, παρέμειναν στη θέση τους και η ώρα δηλώνονταν συνήθως με το επίθεμα « όπως και παλιά» ή, μπροστά σε ξένους, με την διασάφηση  «με την παλιά την ώρα».
Βέβαια, ξένους δεν πολυδεχόμασταν στο δωματιάκι της οδού Σόλωνος. Κάποιοι παλιοί συμμαθητές από εκείνους που συναντούσα τα πρωινά, τους έβλεπα να ανεβαίνουν πλάι μου στο ανθρώπινο ποτάμι της Πανεπιστημίου και τους φώναζα με το επίθετό τους, όσο κι αν μου ήσαν κάποτε αγαπημένοι- στο μικρό όνομα θα γύριζαν δεκάδες από τους οδοιπόρους του πρωινού. Σπανίως, γείτονες της γενέτειρας. Αυτοί ήσαν οι πλέον διαχυτικοί. Ζητούσαν  την αναψυχή της πατρίδας σε κάθε αναφορά κοινής μνήμης, σε κάθε λέξη που είχε ακουστεί  κι αλλού.
Η  γιαγιά, όταν φεύγαμε, εγώ για τη Σχολή και η Ρούλα για το Γυμνάσιο, ανέβαινε τη σκαλίτσα με το κοπανέλι στο χέρι κι έβγαινε στο στενό πεζοδρόμιο. Περισσότερο από τη δαντέλα την ενδιέφερε ο έπαινος των περαστικών. Έβρισκε αφορμή τότε να  μιλήσει για το όμορφο Πήλιο με τα φιρίκια και τα κρύα τα νερά- κυρίως κουβέντιαζε με ασφαλίτες που κουράζονταν να παρακολουθούν την απέναντι Νομική.
 Κάποτε, ένα μικρό γαλάζιο πουλί στάθηκε στην άκρη του σκαλοπατιού της  εισόδου. Η γιαγιά εξακολούθησε για μεγάλο διάστημα να πιστεύει ότι ήταν η ψυχή του παππού η οποία ήρθε ανάμεσα σε αυτοκίνητα, κορναρίσματα, φωνές  παιδιών από την αυλή του απέναντι Πνευματικού Κέντρου, ψαλμωδίες που έρχονταν από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, ήρθε για να μιλήσει μαζί της: «Γιατί, μωρέ Γιαννάκο» του είπε με παράπονο «γιατί έφυγες και με άφησες μόνη, να’μαι τόσο μακριά από το χωριό, το τσαγγαριό σου, τις κατσικούλες μου και την Αποκρίτσα, μακριά από τον κήπο, τον Αηνικόλα και τον παπαΜαραθά, τον άγιο άνθρωπο…». Παράπονο βουκολικό, σαν εκείνο του ποιητή που μιλούσε στο σταυραητό  τα βουνά και τα ρουμάνια του τόπου του.
Εκείνο τον καιρό ταυτόχρονα με τις σπουδές έπιασα και δουλειά στο γραφείο του κ. Τριάντη. Ένας ψιλόλιγνος γέροντας που , ολομόναχος, με τις αναμνήσεις μιας κόρης που χάθηκε  στα δεκαεπτά της, ζούσε σε ένα παλιό διώροφο του Κολωνού με αυλή που σκίαζαν ροδόκορφα  ενδημικά βρωμόδεντρα. Δεν έκανα και τίποτε σπουδαίο. Tου διάβαζα τις εφημερίδες της ημέρας, ήμουν επίσης υποχρεωμένος να ακούω τις αναμνήσεις του και τους δεκάδες δίσκους όπερας που ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Του διάβαζα για τον αδόκητο θάνατο του νεαρού Ωνάση- η εφημερίδα είχε εκείνες τις πανάθλιες φωτογραφίες τσίγκου από το κατεστραμμένο αεροπλάνο του. Κι ακόμη για την εκτέλεση του Λυμπέρη, του παιδοκτόνου ή για την πτώση του Αλλιέντε.
Πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά μου άκουγα από τις ανοιχτές πόρτες των οίκων ανοχής τις καθαρίστριες να τραγουδούν « μου τηλεφωνήσαν και μου είπανε…», ενώ τα μεσημέρια που σχολούσα μπερδευόμουν σε μικρούς στροβίλους από πέταλα ακακίας και σπουργίτια που άναρχα κι ερωτευμένα πετούσαν ανάμεσα στα πόδια μου. Από το παράθυρο έβλεπα παιδιά να χαράσσουν σε καπό αυτοκινήτων τον ακριβό λόγο  «θέλω πλύσιμο» κι ύστερα να χάνονται κάτω απ΄ τις αραβικές ακακίες, πίσω από τα γιασεμιά.
Τα απογεύματα, με τον απόηχο του τάκα-τάκα, του παιγνιδιού με τα δυο  συγκρουόμενα σφαιρίδια, μύριζαν σουβλάκι με γιασεμί, ενώ στα παράθυρα έγερναν γυναίκες και έφηβοι με   άδειο βλέμμα. Οι νεαροί στους δρόμους γάβγιζαν το μικρό όνομα ενός αστέρα των γηπέδων, του Ύβ Τριαντάφυλλου.
« Αν τα καταγράψεις όλα αυτά κι όσα ακόμη σου συμβούν όσο να φτάσεις την  ηλικία μου- και σου εύχομαι να φτάσεις- θα έχεις ζήσει όχι μία αλλά πέντε ζωές» μούλεγε ο κύριος Τριάντης όταν  τον έκανα κοινωνό των ταπεινών αυτών εμπειριών μου.
Στη βιβλιοθήκη του υπήρχε ολόκληρο το έργο του  Νίτσε και φαντάζομαι ότι στον Ζαρατούστρα είχε διαβάσει και είχε αποδεχτεί πλήρως τη θεωρία της «Αιώνιας Επιστροφής».
Υπήρχε μια πανάρχαια γραφομηχανή στο γραφείο του και, μαθαίνοντας, έγραψα ένα μικρό διήγημα:
Ήταν η περιγραφή μιας βόλτας στο Λυκαβηττό ενός δημοσίου υπαλλήλου, από αυτούς που γνώρισα μέσα από τα βιβλία του Κάφκα ή του Γκόγκολ. Καταπιεσμένος, όλη την ημέρα καταχωνιασμένος σε ένα ανήλιο γραφείο, το μόνο που ακούει είναι το χτύπημα της γραφομηχανής. Κάποιο πρωί επαναστατεί και, αντί να στρίψει προς την πολύβουη πόλη, σκαρφαλώνει στο λόφο.
Παράξενα, γιατί του ήσαν άγνωστα, πουλιά πετούν ανάμεσα στις πευκοβελόνες.   Κεντημένες στα δέντρα καρδιές υπαινίσσονται ιστορίες με τέλος. Παίρνει το πλάγιο μονοπάτι. Κοτσύφια του σφυρίζουν κι ο αντίλαλος του σφυρίγματος χαράζει την πρωινή σιωπή. Σε  πλέγμα- σαγήνη που κρατάει το γαλάζιο του Θεού. Οι φωνές των ανθρώπων δεν ακούγονται πια, μόνον ένας μακρινός βόμβος, σαν βογκητό  διαρκές –η πολιτεία που πεθαίνει, σκέφτεται ο ήρωάς μας
Και πράγματι πέθανε η πολιτεία για εκείνον. Ανύπαρκτο το γραφείο με τους συναδέλφους που, πριν για ένα εφτάωρο σκύψουν στα χαρτιά τους πίνοντας τον καφέ τους, μετρούν το τί και το πώς των απόντων-και πάντα στο ίδιο αστείο καταλήγουν: «Μη το λέτε κουτσομπολιό- κοινωνική κριτική είναι».
Η δειλινή πολιτεία έμοιαζε να αχνίζει, ένα ιώδες ονείρου γίνονταν όλα.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τακ και μια ποιητική εικόνα που ταξίδευε στο μυαλό του ήρωά μας  (το κορίτσι με τον ανανά στο κεφάλι να διασχίζει μια σκοτεινή γειτονιά ενώ ακούγεται βόμβος ελικοπτέρου) εξαφανίζεται.
Τα πράγματα παύουν να έχουν την παλαιά τους ενάργεια, μπερδεύονται, χάνονται. Δεύτερο τακ, τώρα το καταλαβαίνει είναι ο ήχος της γραφομηχανής και ακολουθεί τρίτο Απανωτά χτυπήματα λες και βρίσκεται στο γραφείο.
Ο ήρωάς μας στρίβει κι αρχίζει να κατεβαίνει  τρέχοντας το γλιστερό από τις πευκοβελόνες μονοπάτι.  Σε ελάχιστο χρόνο βρίσκεται στην πόλη.
Οι υπέροχες πολυκατοικίες της τον κυκλώνουν, θαυμάσιοι κουρδισμένοι άνθρωποι τρέχουν σαν κι αυτόν στους δρόμους. Έχει πλέον καθησυχάσει.
Είναι σχεδόν  ευτυχισμένος.

Αυτό ήταν το πρώτο  μου διήγημα. Το έστειλα μαζί με ένα δειλό σημείωμα στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ του Πέτρου Χάρη. Μου απάντησαν με εκείνες τις  μικρές φράσεις που τύλιγαν τα συγκοπτόμενα ονόματα:«Αξιόλογο, το κρατούμε».

Πέρασαν έκτοτε 32 χρόνια. Άλλαξαν τα πάντα σε μένα και στον κόσμο .Ξέχασα, φυσικά, και κείμενο και περιοδικό.
 Προχτές μόνο, ψάχνοντας στο GOOGLE με τον  γνωστό ναρκισικό τρόπο- τι να λέει για μένα άραγε, ας ψάξω στο όνομά μου;- βρήκα την αναφορά εκείνη στο αγοραφοβικό alter ego μου, σκαναρισμένη σε σελίδα του περιοδικού.
Μάιος του 1971 έγραφε.
Γιάννης Τσίγκρας

ΦΟΥΓΚΑ;



ΦΟΥΓΚΑ;

1.      Το ερώτημα του Κωνστάντιους Κωνστάντιους – όνομα για μια προσωπίδα απ’ τις σχισμές της οποίας διέκρινες σε μιαν αεικίνητη στατικότητα τα ουράνια μάτια του Σαίρεν Κίκεργκωρ – υπήρξε αγωνιώδες:  Υφίσταται η επανάληψη; Η Στιγμή χωράει στο πάλι και πάλι του ταχυδράματος; Είναι ο προσωπικός μας χρόνος κυκλικός; Πέρα απ’ το μετά υπάρχει το νέο, το καινό, το ίδιο ή το κενό – η μαύρη τρύπα, τόπος μιας αέναης διερεύνησης; Μήπως μόνον η ερώτηση για την επανάληψη επαναλαμβάνεται;

2.      Κάτω απ’ την ανθισμένη κερασιά άσπριζαν τα οστά του άντρα της – μια οβίδα απ’ το λιμάνι προς το βουνό τον είχε κόψει στη μέση, πριν τρία χρόνια. Η Πατράκαινα έστρωνε το τραπέζι για το δείπνο. Τοποθετούσε τελετουργικά τα πιάτα κάτω από τη λάμπα της ασετιλίνης. Πάνω στο άσπρο τραπεζομάντιλο έπεφταν νυχτοπεταλούδες. Μακριά, στις στροφές, ακούγονταν ιταλικά μαρς από τη χορωδία: «Ο, σασά κε τριαλό». Η γυναίκα τράβηξε την καρέκλα της κοιτάζοντας προς τη ρίζα της κερασιάς:
    «Φάε, Δημητράκη, πρώτος» λέει κι απαντάει βραχνά στον εαυτό της:
      «Δεν πεινάω, γυναίκα». Σηκώνοντας το πιρούνι κι αλλάζοντας τη φωνή της πάλι μιλάει.
    «Ωραία βραδιά απόψε, άντρα μου». Ο διάλογος συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
      «Ναι, όμορφα, γυναίκα. Τα μαλλιά σου γέμισαν αστέρια».
Στη βάση του αρχαίου μαντρότοιχου ο μικρός Τσιγκιτσάγκας ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Γιάννης Τσίγκρας

***

1 σχόλιο:

  1. Γιάννη μου,
    το Δεύτερο (2)
    καταπληκτικό!!!!!!!!

    Να είσαι πάντα καλά,
    Υιώτα
    αστοριανή,
    ΝΥ

    Απάντηση

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ