Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Διηγήματα 4

 ***

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ



Πάντα παραδείσια ομολογώ την αίσθηση των αίθριων κυριακάτικων πρωινών, αμέσως μετά την απόλυση, στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων.
Η αυλή γέμιζε από κόσμο. Άντρες με μακριά παλτά ζεσταίνονταν από έναν κρύο ήλιο. Περνούσαν δίπλα απ’ το πηγάδι του αγιάσματος και κατευθύνονταν προς το καφενείο με τα μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια. Οι γυναίκες με τα μαλλιά πιασμένα κότσο αγόραζαν στα πιτσιρίκια μαλλί της γριάς ή μηλαράκι ζαχαρωμένο, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους έκρωζαν κοράκια αφημένα σ’ ένα γλυκό βοριά που τρέλαινε τους ανεμοδείχτες.
Μετά το αντίδωρο έτρωγα το τετράγωνο γεμιστό μπισκοτάκι κι έσπαζα στη φούχτα μου τα σαρκώδη φύλλα του κισσού που σκέπαζε το τοιχάκι του αγιάσματος. Ανάμεσά μας μπλέκονταν αρχαϊκοί και ειλικρινείς ζητιάνοι. Ο κουτσο–Γιάννης ο σιωπηλός, άπλωνε το χέρι του σε ορθή γωνία, μ’ ένα ρακένδυτο, ισχνό όσο και οι νέες λεύκες των δρόμων σώμα. Πιο πέρα το χαζο–Φταλιώ, ένας θηλυκός Φάλσταφ, σωρός από λίπος, αυτό που θάλεγαν οι παπαδιαμάντειοι αγυόπαιδες σαβουρόκοφα, λοξύγγιαζε παρακαλώντας και βρίζοντας. Υπήρχε ακόμη ο ευγενικός και καλοντυμένος λεπτός κύριος που στη συνέχεια έπαιρνε ένα – ένα στη σειρά τα σπίτια ζητώντας (μόνιμη ταρίφα) μια φετούλα ψωμί – τόσο ψωμί τι τόκανε;
Τελευταίος έβγαινε από την εκκλησία ο Τάκης ο Μπούλιας ή Παναγίτσας. Παχύς – παχύς, με γαλάζιο πάντα κοστούμι, τεζαρισμένο κι επιμελημένα σκόρπιο στο γυμνό κρανίο μαλλί. Γέμιζε το γιλέκο του με δεκάδες εικονίτσες. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν όσο και οι φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών. Η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Ευγενία. Πριν περάσει κάποια κατάστηθα, ο Τάκης την φιλούσε. Ύστερα μας μιλούσε για τη θαυματουργό της δύναμη. Τον προφύλαγαν όλοι αυτοί οι άγιοι από τις πτώσεις που του 'φερναν οι συχνές κρίσεις επιληψίας. Τον προφύλαγαν  κι απ’ τους κακούς ευταξίες που τον απομάκρυναν στη μεγάλη Είσοδο από τα πόδια του ιερέα, όταν έπεφτε μπρούμυτα και τα καταφιλούσε.
Όταν ο Τάκης έβγαινε από το ναό τρέχαμε με τις φούχτες γεμάτες πώματα λεμονάδας, λεμονίτας, μπυράλ, που βρίσκαμε σκαλίζοντας σαν κότες το χώμα γύρω απ΄ το περίπτερο του Παρίση. Του τα προσφέραμε έχοντας την εντύπωση πως θα τον ξεγελούσε η ομοιότητα με τις εικονίτσες. Εκείνος έβαζε μετάνοια και τα ’παιρνε για να μη μας στενοχωρήσει. Αγαπούσε τα παιδιά, τους ομηλίκους του, αυτό το τεράστιο παιδί.
Κάποτε, την ώρα του κηρύγματος, ο δαίμονας που τον βασάνιζε τον χτύπησε άσχημα. Τον είδαμε ξαφνικά να βουλιάζει μ’ ένα βογκητό στους καπνούς του λιβανιού, να χάνεται σ’ έναν τόπο καταδικό του. Ρεύματα τον τραβούσαν και τον τίναζαν, παράξενες πρέπει να συναντούσε στροφές και μια αύρα που έρχονταν από  κήπους εδεμικούς οι οποίοι, εκείνες τουλάχιστον τις στιγμές, ένιωθε ότι του ήσαν απαγορευμένες. Το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς και πάλευε με αόρατους εχθρούς. Συνήλθε κάποια στιγμή, φώναξε «εσύ φταις, παπα–Δημήτρη» και κοιμήθηκε ροχαλίζοντας φριχτά εκεί στο σολέα, στα πόδια των ψαλτών και του έκπληκτου ιερέα, οι οποίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν: Η Θεία Λειτουργία δεν διακόπτεται, ακόμη κι αν στη διάρκειά της πεθάνει ο ίδιος ο λειτουργός.
Ο Τάκης ο Παναγίτσας ή Μπούλιας έμενε σ’ ένα δωματιάκι φτιαγμένο μέσα στα πεύκα του κτήματος Σέφελ, στα Πευκάκια. Στην αυλή μια κληματαριά σκίαζε μπουκάλια, τενεκεδάκια, φαλακρές πλαστικές κούκλες, ζιπουνάκια σκισμένα, ένα οινοπνευματί σκαμνί, έναν προφυλαχτήρα αυτοκινήτου, ένα κλουβί μ’ ένα παπούτσι μέσα, πέντε άσεμνα νεροκολόκυθα – τα κουβαλούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του ο Τάκης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα έσβηνε η θάλασσα. Τότε κολυμπούσαμε εκεί. Ανάμεσα σε σάπια καΐκια, το τσιμεντένιο πλοίο βουλιαγμένο απ’ τα χρόνια της κατοχής, λαβράκια που γύριζαν βαριά, σαν βυζαντινοί άρχοντες, στο βυθό, ενώ πάνω μας πετούσαν γλάροι και τσικνιάδες.
(Εδώ βρισκόταν η εκτός των τειχών παραλία της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας, επομένως από εδώ τρύπωσαν πειρατές και λεηλάτησαν την πόλη, μασκαρεμένοι, κατά τον Κεκαυμένο, σε πραματευτές από δω, σίγουρα, πέρασαν παλαιότερα και Καρχηδόνιοι ελέφαντες).
Στα δικά μας χρόνια την ήρεμη παραλία, δίπλα στον ταρσανά, όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, διέσχιζαν τα ποδήλατα, που σήμερα ονομάζουμε νταλίκες, τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ, στολισμένα με σημαιάκια στο μπροστινό φτερό και στο τιμόνι χάντρινες καρδούλες. Ορισμένα είχαν και ραδιοφωνάκια, φτιαγμένα από φανάρι, τυλιγμένο σε νάιλον κάλτσα, που δούλευε με το δυναμό του τροχού. Ο γείτονάς μου ο Κρεμαστάς είχε και μια ταμπέλα στο πίσω φτερό ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΑΝ ΜΕ ΑΓΑΠΑΤΕ, ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΤΕ. Αυτός ταξίδευε χιλιόμετρα, κάποτε έφτασε με το ποδήλατο ως τα Τρίκαλα. Με το ίδιο όχημα πηγαίναμε για μπάνιο στη σκάλα στα Πευκάκια, κάτω από την ταβέρνα του Θωμά, εκεί που η θάλασσα τραβιόταν αποκαλύπτοντας βράχια απρόβλεπτα και στεγνά καβούρια.
Μια τέτοια νταλίκα δανείστηκε κάποτε ο Τάκης. Ανέβηκε επίσημα, με τα καλά του, το κουστούμι και το γιλέκο. Σχεδόν τελετουργικά. Κάποιοι τον έσπρωξαν στην ανηφόρα. Πέρασε θριαμβικά δίπλα από τις ανατιναγμένες αποθήκες τις πνιγμένες στις αγριοσυκιές, πέρασε με ταχύτητα μέσα από τα πεύκα. Στο τέλος του δρόμου σταμάτησε. Γύρισε και μας κοίταξε. Στο δυσμικό ήλιο έλαμψαν τα παράσημα, οι άγιοί του. Κι όπως κοίταξε λοξά (οι επιληπτικοί φοβούνται τις λάμψεις)

                                                                        φταρνίστηκε δυνατά
ή
                                                                        άρχισε αργά ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς 
ή
                                                                        μας κοίταξε τρυφερά


Κι αυτό υπήρξε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας.

Παρασκευή, 22 Φεβρουαρίου 2013

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ


Πέρασε δίπλα μας, στις ανδρώες θέσεις εισβολέας, όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο διακριτική , όχι για μας ,αλλά για όσους με κλειστά μάτια συνήθιζαν να  προσεύχονται, άλλωστε η ανθισμένη τιλιά στο προαύλιο του Αγίου Τρύφωνα σκέπαζε κάθε άρωμα -τι άλλο πειρασμικά από μια γυναίκα να αισθανθούν όσοι καταλάβαιναν πού βρίσκονταν  την Κυριακή στις εννιάμιση το πρωί.; Κάθισε κάτω από την αγιογραφία του ιεράρχη Αγίου Νεκταρίου, έβγαλε από την τεράστια τσάντα της ένα σακούλι κι άρχισε να μασουλάει και να φτύνει  στο χαλί της Εκκλησίας σπυριά ωμού σταριού:Ήταν το δικό της μνημόσυνο σ΄όσους έφυγαν κάποια τρυφερή νύχτα, αφήνοντας απότιστο το φύκο της βεράντας, ξεχνώντας εντελώς τη συνέχεια αγαπημένων τηλεοπτικών σειρών, έφυγαν με ένα τελευταίο στεναγμό, χωρίς μια καληνύχτα σ΄ εκείνη, την εγγονή, την  κόρη , τη σύζυγο την αδελφή.
 Σε καιρούς που τα πράγματα έμοιαζαν νάχουν σταθεροποιηθεί σε άλλους δρόμους , οραματιστής όσο όλοι οι ατάλαντοι ποιητές, εγώ, ο γείτονας και παρατηρητής του παρατηρητηρίου της, έγραψα μια μπαλάντα με τίτλο το όνομά της: «Η δεσποινίς Ελένη». Η Ελένη η γεροντοκόρη που, παλαιότερα, μιλούσε μπροστά στο καντηλάκι με τη γιαγιά η οποία βρίσκονταν ήδη στο Επέκεινα, γκρίνιαζε με τη μαμά της, τη δύστροπη κυρα-Όλγα και το βράδυ, στην κλίνη που θα μπορούσε να καταλήξει παστάδα όσο και φέρετρο, αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί με το υγρό αστέρι που έβλεπε να τρεμοσβήνει πάνω από τα, σαν απειλητικές παλάμες, φύλλα της κληματαριάς:

Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του ωραίου που θα  φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Κατά το πρωθύστερο, να σημειώσω ότι είχε προηγηθεί στο ποίημα  μια περιγραφή λυρικότατη της νύχτας:

Έξω η βραδιά ανθίζει λυπημένη
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια.
Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια,
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι.

O ωραίος βατραχόσχημός της, εκείνος που η Ελένη νόμιζε ότι θα μπορούσε να αποκαλύψει την πριγκηπική του μεγαλοπρέπεια-με τον γνωστό τρόπο των ερωτευμένων- ήταν εκείνη την εποχή της νεότητάς της o Γιώργος , ένας βιοτέχνης, ιδιοκτήτης κοντινού εργαστηρίου κουρτινών.
Στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Ελένη είχε την ιδρωμένη φαλάκρα του ως της μέρας άστρο. Ένα άστρο που άδυτο θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
 Από τη βεράντα  του διώροφου σπιτιού της δεν έβλεπε απέναντι, στις παλαιές αλυκές, τα παιδιά που γκρέμιζαν εκείνη την ώρα το σπιτάκι των αλατωρύχων, ούτε τα σκουριασμένα σκαριά των πλοίων που έμοιαζαν να αράζουν μέσα σε κυλινδρόχορτα και βούρλα, τρομάζοντας τα μικρά γλαρόπουλα και τα ζευγάρια που ξάπλωναν εκεί
Κοίταζε εναγώνια το δρόμο  ψάχνοντάς τον.
 Το βλέμμα της δεν το κούραζαν οι πλανόδιοι με την απίστευτη  φωνογραφία του μεσημεριού-ψαράδες και μανάβηδες και ψιλικατζήδες, με κάρα που έσερναν βαριά άλογα ούντρας, ενώ πίσω τους έτρεχαν οι νοικοκυρές της μισής μαραμένης γαρδένιας σε γκαζοτενεκέ για να μαζέψουν την κοπριά-λίπασμα που έπεφτε πίσω από το ζώο σαν τη αποσιωποιητική στίξη των πρωτολείων στιχουργημάτων μας.

Η Ελένη  μοιράστηκε με τον πρίγκηπά της μια καθαρότητα μεσημβρινού πρωινού στις Αλυκές, πλάι στη θάλασσα που είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, ένα χρώμα που υπόσχονταν αιφνίδια αναδυόμενους ναυτίλους, κι εκείνα τα κωμικά και αλμυρά σπιθαμιαία αλογάκια, τους ιππόκαμπους που ξερνούσαν τα παιδιά  τους. Ακούονταν οι τενεκέδες και τα έι των  βαρκάρηδων, ενώ ο αέρας, φευγαλέα βελούδινος, έδινε την του αιώνιου υπόσχεση. Η Ελένη καθισμένη στην άμμο ένιωθε ένα αιχμηρό βούλιαγμα στο στήθος καθώς εκείνος της κρατούσε το χέρι. Αυτή υπήρξε η μοναδική, πρώτη και τελευταία, συνάντησή τους. Της εξήγησε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να συνεχισθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή που, αν τον γνώριζε, θα δικαίωνε στην καρδιά της τον Σέρεν Κίκεργκωρ, επειδή υπήρξε η διαστολή ώς το άπειρο του δικού της χρόνου- σ΄ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αιωνιότητα. Πρέπει να τη θυμόταν εκείνη μέχρι την ώρα που ένας άναρχος αέρας φύσηξε στο μυαλό της, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι η σχέση του με την εργάτρια του εργοστασίου του, αυτή που εκείνη γνώριζε ήδη αλλά δεν ήθελε να παραδεχθεί, ήταν πολύ σοβαρή-πήγαιναν για γάμο.
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο  τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες  και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής.  Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που  αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με  μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή  μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς  γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε  σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα  είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη  πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα  ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η  αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να  αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου,  ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται  δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.

Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
                         

            Η πρώτη εικόνα που είχα από έναν φεγγίτη, ανοικτό στο ταβάνι σχεδόν, του υπογείου της Σόλωνος, όπου πέρασα τον πρώτο χρόνο του διαστήματος που ονομάζουμε φοιτητική ζωή, ήταν το κεφάλι μιας δεκαοχτούρας ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Πίσω, σε φόντο, κινούνταν οι εργάτες που  κατέβαζαν τα κεραμίδια του παλαιού νοσοκομείου – σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό Κέντρο. Ήσαν δυο ανθισμένα   πόδια κι οι εργάτες σήκωναν το κεφάλι, σαν να κατάπιναν γαλάζιες σταγόνες ουρανού. Μόνο το πουλί έμενε γκρίζο και γκρινιάρικο.
            Η πολυκατοικία στην οποία έμενα ήταν απ’ τις τετραώροφες του μεσοπολέμου. Είχε μικρά βρώμικα μπαλκόνια, φραγμένα με κιγκλιδώματα. Στα διακοσμητικά μοτίβα τους γυμνοί κορμοί δέντρων γεμάτοι καρπούς. Ο ακάλυπτος έβλεπε στην πόρτα της κουζίνας μας, γεμάτος αραχνιασμένα και μαύρα απ΄ την αιθάλη μικροαντικείμενα :  Μια ρόδα ποδηλάτου, μια πλαστική πεταλούδα, δυο ποτιστήρια, το πόδι μιας καρέκλας. Ίσως κάποια μπουκάλια – δύσοσμα και θλιβερά.
Στο σπίτι κατοικούσαν  οικογένειες γερόντων. Εκτός απ’ το ισόγειο (το ανώι για τον θυρωρό, ο οποίος έμενε πλάι μας, στο κατώι) όπου κάποιος Μαρίτσογλου είχε τα γραφεία αντιπροσωπείας στόκων και χρωμάτων.Στον πρώτο όροφο έμενε ο πάμπλουτος παραπληγικός κ. Τριάντης. Μας τον γνώρισε η υπηρέτριά του, η κ. Χρυσούλα, και για ένα διάστημα έβγαζα κάποια χρήματα, συντροφεύοντας τον το πρωί, όταν δεν είχα μάθημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε όμως με προσήλωση τις εφημερίδες που του διάβαζα κι έδινε γραπτές, με τρεμουλιαστά πλαγιογράματα, τις οδηγίες τους στην οικονόμο του- έτσι συστήνονταν η κ. Χρυσούλα- και στον σοφέρ. Στον αμέσως επόμενο όροφο έμεναν ο στρατηγός ε.α. Πανουργιάς και οι Αργυρόπουλοι.
            Η αμνησία μου για τους, ουράνιους πλέον, υπεράνω έχει ένα χρώμα χειμωνιάτικου ουρανού. 


********
Οι μεταξύ μας σχέσεις ήσαν χαλαρές. Ίσως το χαρμόσυνο ποτάμι που δεν άγγιζε τους πλούσιους κυρίους σαν ήταν η σκάλα υπηρεσίας. Υποκαθιστούσε το σοκάκι της, χαμένης πια, γειτονιάς. Οι υπηρέτριες μιλούσαν ψιθυριστά ανεβοκατεβαίνοντας και γελούσαν δυνατά.
Εκφορείς του δημόσιου ή μάλλον του κοινοποιημένου ιδιωτικού λόγου των ενοίκων, τιτίβιζαν σαν απελεύθερα πουλιά. Μ’ άρεσε το βουητό τους ό,τι κι αν έλεγαν – άλλωστε τι να μ΄ ενδιαφέρουν τα μυστικά δέκα γερόντων…. Έγραψα για τις σχέσεις μας – μάλλον θα΄πρεπε να το πω αλλιώς: Ανυπαρξία σχέσεων υφίστατο.
Αυτό δεν εμπόδισε κάποιες αστείες ιστορίες να, ως ιστός, τυλιχθούν γύρω μας: Για παράδειγμα, εκείνη η λογόρροια που μ’ έπιανε όταν έκλεινα  και την τελευταία εφημερίδα του κ. Τριάντη, αποκύημα μιας αμηχανίας κι ενός φόβου μου απέναντι σ’ έναν άγνωστο μου άνδρα, που ήδη κοιτούσε την Αχερουσία με τους βαρκάρηδες της, εκείνη η νευρικότητα μ’ έκανε να του περιγράψω μάλλον εσφαλμένα την σοβαρή κατάσταση υγείας του κ. Αργυρόπουλου, «μας φεύγει» πρέπει να του είπα κι εκείνος άκουσε τον Αόριστο ως Ενεστώτα  κι έστειλε αμέσως στεφάνι στον κρεβατωμένο αλλά ζωντανό γείτονά του. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο κ. Τριάντης, όμως κι ο δικός μου αντίλογος ίσχυε «γιατί δεν ρωτούσε, πριν το κάνει, το Ρώιτερ - την κυρά Χρυσούλα;».
Με τους Πανουργιάδες πάλι συνέβαιναν άλλα. Τουλάχιστον τρεις ασφαλίτες, με πολιτικά ήσαν στημένοι μονίμως στην είσοδο της πολυκατοικίας, πλάι στην κυρά- Χρυσάνθη, την γιαγιά μου, η οποία έμενε μαζί μου για να με φροντίζει – σοκολατόπαιδο γαρ -  την γιαγιά που έπλεκε  εντελώς αμέριμνη στην είσοδο το κοπανέλι της. Ο κόσμος μαζεύονταν και «τι είναι αυτό» την ρωτούσαν. Κι εκείνη άρχιζε ιστορίες για το χωριό της, που έμεναν πάντα στη μέση, επειδή οι άνθρωποι δεν άκουγαν, ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε τη φωνή της ή επειδή γίνονταν αντιληπτοί οι ασφαλίτες που σφύριζαν αδιάφοροι δήθεν. Τα χρόνια ήσαν πονηρά. Χειμώνας του ‘ 72.
*********
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη η μαύρη  πόλη ξεφλούδισε σ’ ένα λευκό προτεραίας αγνότητας. Το πρώτο μου χιόνι στην Αθήνα. Έτρεξα να το χαρώ. Πέρασα, δρομαίος τον σκοτεινό διάδρομο του υπογείου. Ένιωθα στο πρόσωπό μου τα υγρά μπατσάκια των εσωρούχων της Λαμπρινής, της κόρης του θυρωρού. Συνήθιζε να τα απλώνει μπροστά στην πόρτα της, πάντα μισάνοιχτη, πάντα υποσχόμενη. Ευτυχώς η από και προς την δική μου πόρτα (σε γωνία κολλητή με την δική της) κεκτημένη ταχύτητα δεν με σταμάτησε ποτέ εμπρός της. Λέω τώρα ευτυχώς επειδή κάποτε έμαθα, εγκύρως, ότι – μαινάδα – κυνηγούσε τρυφερούς μετέφηβους: Ήμουν ό,τι έπρεπε για τα δοντάκια της .
Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος κι ύστερα, από την Ιπποκράτους, στον Λυκαβηττό. Τον αγαπούσα αυτόν τον λόφο. Κρατούσα μνήμες χρόνων που αιφνιδίως σταματούσαν και πύκνωναν στην αιώνια στιγμή: Ένα βράδυ χόρευα στο κοίλον του θεάτρου, χόρευα το ζεϊμπέκικο «Σαββάτο σήμερα, μπα σε καλό μου και δεν θα δω το μωρό μου». Το φεγγάρι κεφάλι μεθυσμένου κλόουν, άπειρα τριζόνια ροκάνιζαν την προοπτική και μια κουκουβάγια έκλαιγε στην πρώτη κερκίδα.
*********
Ονόμαζα τα κυκλάμινα της πλαγιάς φωνογράφους απ’ όπου μου ψιθύριζαν οι νεκροί.

********
Όμως άσπρο πρώτη φορά έβλεπα το λόφο. Όσο ανέβαινα τόσο μούρχονταν στο νού, η έκφραση νοσταλγία του προορισμού. «Κάθε νιφάδα περνάει δίπλα    από αγγελικό χορό, έλεγα, τι όμορφα να γίνω κάποτε τόσο καθαρός». Μικρά κοτσύφια, πλάι μου, τρυπούσαν την σιωπή. Ψυχή ζώσα.
 Tο χιόνι κράτησε ως την πρωτοχρονιά. Παραμονές άρχισε να λιώνει, υποχώρησαν τα φαινόμενα, όμως εντάθηκε η παγωνιά. Εκείνη τη χρονιά δεν φύγαμε απ’ την Αθήνα για τις γιορτές. Αντίθετα, ήλθαν και οι γονείς μου, για να ‘μαστε μαζί τέτοιες μέρες.

 ******
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς εκκλησιασθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους, ένα ναΐσκο δέκα μέτρα απ’ το σπίτι, στην άλλη πλευρά της Σόλωνος. Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές της διπλανής Νομικής. Γυρίσαμε στο σπίτι  βιαστικά.. Έλειπε το δέντρο, περίσσευαν όμως οι κλαριντζήδες που ‘ παιζαν στο δρόμο, εκπρόθεσμα, τα Κάλαντα.
Προς το μεσημέρι, κι ενώ ψήνονταν στην κάζα η γεμιστή κότα της γιαγιάς, κόπηκε το ρεύμα. Βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μια που ο φεγγίτης ελάχιστες ακτίνες απομυζούσε απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκτός από το φαγητό που έμεινε στη μέση, το ηλεκτρικό μας καλοριφέρ φέτες κρύου σιδήρου κατάντησε σε λίγα λεπτά. Στα πάνω διαμερίσματα ακούγαμε φωνές, μουσική, τραγούδια κι από αυτό συμπεράναμε ότι είχε πέσει ο γενικός διακόπτης ισογείου και υπογείων. Απευθυνθήκαμε στον θυρωρό. Ο διακόπτης βρίσκονταν στα γραφεία του Μαρίτσογλου, ο τελευταίος   όμως είχε εκδράμει στο Άργος Ορεστικό – δεν του ‘φθανε το κρύο της Αθήνας.  Ο θυρωρός είχε πέντε – έξη βραστά αυγά, «αν μπορούσαμε μ’ αυτά ν’ αποκρέψουμε» μας πρότεινε. Απόκριες έλεγαν στο χωριό του κάθε γιορτή. Τα δεχτήκαμε, τι να κάναμε, βράδιαζε ήδη όταν τα φάγαμε με ψωμί και τυρί. Αυγά, ψωμοτύρι και σαλάτα. Ούτε γλέντι, ούτε καν φως μια που τα δυο σπαρματσέτα  που βρέθηκαν μπέρδευαν μόνο τους πελώριους ισκίους μας με τα λιγοστά έπιπλα   και την αδιέξοδη σκάλα.
Βρήκαμε γρήγορα τα σκεπάσματα.

**********

Η Λαμπρινή άνοιξε σιγά – σιγά την πόρτα. Παράξενο: Φορούσε την γούνα της, το ‘βλεπα καθαρά, όμως κρατούσε στα χέρια το κοπανέλι της γιαγιάς. Πίσω της διέκρινα τους τρεις ασφαλίτες σ’ ένα τοπίο λιμνοθάλασσας. Γλάροι πετούσαν πάνω από δέσμες βούρλων. Η Λαμπρινή πλησίασε το κρεβάτι μου και μου μίλησε με την φωνή της γιαγιάς : «Είμαι η θειά Αχτίτσα, με στέλνει ο κυρ Αλέξανδρος, απ’ το καφενείο εδώ, στη Δεξαμενή…..».
Έσκυψε, με φίλησε στο στόμα κι έβγαλε απ’ το κοπανέλι δυό μεγάλες σπάθες κρυστάλλων, από αυτές που κρέμονται τον Χειμώνα στα περβάζια: «Με λαδάκι και ξύδι, συνέχισε, είναι υπέροχος μεζές».
         




Τετάρτη, 13 Φεβρουαρίου 2013

Μ' ΕΝΑ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟ

 ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ

                                    Ή

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών  ή ,σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα.  Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια  και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο  του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)
 

-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του  Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες  πασπαλισμένοι  με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά  - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα  με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους  στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα  τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον  υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους  ανθισμένους ασφοδέλους.) 

Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 2013

ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ



 ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ



Εκείνο το σούρουπο, ενώ περπατούσε, μετά από χρόνια, στην οδό Καλτετζών, κάποιο δρόμο ιαματικό-έτσι χαρακτήριζε πλέον τους τόπους που κρατούσαν μνημικά της  νεότητάς του ράκη - ένα δρόμο με καθησυχαστικές μονοκατοικίες ένθεν κι ένθεν, υπό το ραίνον και τον τυφλό ακκορντεονίστα που ακολουθούσε μοβ χιόνι των δέντρων, σπάζοντας απαλά τους μισοσβησμένους ιστούς της απίστευτης φωνογραφίας των πλανοδίων μιας άλλης εποχής, πατώντας τους ίσκιους  παιδιών που μεγάλωσαν, γέρασαν και οικιστές πλέον, οι περισσότεροι, υπάρχουν της αχερούσιας όχθης, σταμάτησε να ανάψει τσιγάρο.
Είχε στην αριστερή τσέπη το μάλμπορο, όμως έκανε λάθος και με τρέμοντα χέρια έβγαλε από τη δεξιά το κουτάκι με την  παρά φύσιν έδρα.
"Κάθε στιγμή είναι ένα τέλος ή μια αρχή" πρόφερε ψιθυριστά . "Ένα ελάχιστο πρόθεσης, ένα μικροσωματίδιο προαίρεσης", σκέφτηκε στη συνέχεια.
Δεν ήταν από εκείνους που καθημερινά αλείφουν στο ψωμί τους την τυχαιότητα. Πίστευε στην ύπαρξη των, υπέρ την ύλη και το άυλο, δακτύλων που στρώνουν απαλά τις λεπτομέρειες του Κόσμου, γεμίζουν τα κενά, αναδεικνύουν τις λεπταίσθητες προθέσεις, χαρτογραφούν την περιοχή της Πρόνοιας του τρισυπόστατου Ενός για τον Κόσμο.
Θυμήθηκε ξαφνικά ότι στο σκονισμένο εδώ, πριν πενήντα χρόνια, παρίστανε, στην ομήγυρη των συνομήλικων με την πράσινη μύξα στο πανώχειλο, έπαιζε τον παραπαίοντα Μανέλη, όπως τον είχε δει στο Σινε -Πάνθεον, ανάμεσα σε αγριοβασιλικούς  και  τις κλαρωτές φούστες, όπως τον είχε δει να-  αν και νηφάλιος-  κινείται σε ένα βαρύ ζιγκ-ζαγκ και να φτύνει τα κουκούτσια της ελιάς στα λειρόληκτα καπέλα των κυριών.
Κι αμέσως συμπέρανε ότι αυτό το κομμάτι μνήμης, που μόλις του δόθηκε, δεν ήταν τυχαίο, πρέπει να είχε την ιδιαίτερή του σημασία, την ιδιαίτερή του αποστολή, σαν το εξ ουρανού  πτίλο στις ταινίες του Ταρκόφσκι.
"Να ναι αυτή η τελευταία μου σκέψη;" αναρωτήθηκε. 
Ύστερα σκέφτηκε ότι  μάλλον τρομάζει το απόλυτα φυσικά τρομακτικό- κι αυτό είναι το αφύσικο. Ο σκοτεινός άγγελος σε βρίσκει ακόμη κι αν με γρήγορο άτι βρεθείς στη Σαμάρα. Το όποιο ραντεβού είχατε, εν αγνοία σου, θα μετατεθεί για εκεί.
Από κάποιο ανοιχτό παράθυρο νωχελικά γλιστρούσε ένα νυχτερινό του Σοπέν.
 "Δεν γίνεται παρά να το περιγράψω ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ αυτό. Και δεν μπορώ παρά να είμαι  ακριβής στην περιγραφή μου αυτή. Εδώ που έφτασα, το μόνο που μου απομένει είναι η επιχάραξη των ορίων των πραγμάτων. Λείπει βέβαια ο πιανίστας, ουσιαστικά ένα ξηρό κέλυφος, σαν τα πεθαμένα τζιτζίκια -η μουσική αποτελεί τη διαχεόμενη ανθρώπινη ουσία. Η μουσική ως "είναι" και ως αίνιγμα για το "είναι".
( Ξαναδιαβάζω το κείμενο. Πού βρίσκεται η, ανάγκης ένεκεν, αναπαραστατική Τέχνη; Τί ακριβώς περιλαμβάνει εκείνη "απίστευτη φωνογραφία πλανοδίων";
Ας μετρήσουμε:
Ο γαμψομύτης που κραύγαζε "κουτιά γάλα σκόνη αγοράζω, οι χούλα - χούπ κάλτσες δέκα", το γεροντάκι που πουλούσε "κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες", ο Σπύρος που σου ζητούσε να σπάσεις ένα πιάτο για να το κολλήσει με την απίστευτης αντοχής κόλλα- σκόνη που πουλούσε, ο "λεκάνες καθαρίζουμεεεε", ο "μαστχασπαιδιά" , εκείνος ο μυστήριος επαίτης που ζητούσε και έπαιρνε μόνο φετούλες με ψωμί. Σταματούσε στην αυλόπορτα και χθαμαλή τη φωνή εισήγαγε την αίτησή του με ένα μακρόσυρτο "Κυρίααα").
*****
Παρατηρεί ότι έχουν αλλάξει πολλά με τα χρόνια που πέρασαν. Τότε, υπήρχαν τουλούμπες και  ασβεστωμένα βαρέλια  για τα σκουπίδια στις διασταυρώσεις. Tα σπιτάκια, εδώ, ήσαν όλα μικρά.  Στο ίδιο μετασεισμικό σχέδιο.
Απόψε οι  μονοκατοικίες της οδού Καλτετζών (που ονομάζονταν κάποτε πάροδος 220) φαίνονται έρημες, στίβα ανεπίδοτων επιστολών. Οι κήποι αργά αποσυντίθενται στη νύχτα. Κάποιοι έχουν μαδήσει κι άλλοι έχουν, όπως το υπερευαίσθητο μη μου άπτου, συσταλεί. Η παλαιά, γενναιόδωρη αρχιτεκτονική τους έχει συμπτυχθεί τόσο ώστε να χωρεί στην αιώρα του αμλέτειου διλήμματος: "Είναι ή απουσιάζει;". Φαίνονται ακόμη η μάντρα του Τέλη, υπάρχει το ασημί πόμολο στο οποίο ο Κρεμαστάς, για χιούμορ καθώς έλεγε, είχε κρεμάσει τον αρουραίο που έβγαλε από τη μαλακή γη το λαγόσκυλό του.
Το τσικ μιας νυχτερίδας του τίναξε τη χωρίστρα.
Ανάμεσα στα σπίτια ξεχωρίζει ακόμη το Τσιμωναίϊκο, ένα διώροφο ρομαντικού, νεοαποικιακού στυλ, με υπέρθυρη επιγραφή στην οποία αναφέρονταν η χρονολογία κατασκευής του. Τριγυρισμένο από την ίδια τεράστια αυλή. Το σπίτι φαίνεται εγκαταλειμμένο από χρόνια, η αυλή του όμως διατηρείται ακόμη  περιποιημένη. Μικρά οπωροφόρα, αναρριχώμενα, φυτεμένα με χάρη, μια μανόλια με άσπρα μαντήλια να σκουπίζουν τα γυαλιστερά φύλλα της κι ένας πλάτανος στην είσοδο, με φύλλωμα αρχαίο κι αραιό.
 Στο βάθος της αυλής υπάρχει πάντα το μικρό σπιτάκι. Στη βεράντα του κρέμονταν, τότε, πέντε κλουβιά με τρία παπαγαλάκια στο καθένα. Εδώ, σε άλλες εποχές έμεναν οι επιστάτες, η οικογένεια Μουσούρη.
****
Την ώρα που οι ίσκιοι μύριζαν λιωμένο βερίκοκο, ένας σκονισμένος  καμπούρης, περνούσε τα καλοκαιρινά απογεύματα, διέσχιζε την οδό Καλτετζών και  τρύπωνε στην αυλή του Τσιμωναίικου από μια πλάγια πορτούλα. Κατευθύνονταν στην βεράντα του παράσπιτου, σε μια παρέα παιδιών- ανάμεσά τους. "Καραγκιόζης", έλεγε το όνομά του, μα αυτό ήταν κάτι μάλλον περιττό- οι πάντες τον γνώριζαν και τον χειροκροτούσαν. Ο Καραγκιόζης κάθονταν ανάμεσά τους.
 Η οικοδέσποινα τους σερβίριζε  μέντα και έβαζε ένα δισκάκι  σαρανταπεντάρι στο πικάπ με το "τρελοκόριτσο" ή το "τζίνι" καθώς και με ξένα τραγούδια με τον Ανταμό και τον Αλ Μπάνο. Όταν έπεφτε το βράδυ κι άναβαν  τα φώτα, στους τοίχους του μεγάλου σπιτιού οι ίσκιοι των φυλλωμάτων  ιχνογραφούσαν εικόνες από αλλόκοτους κόσμους. Τα φώτα γίνονταν πυρσοί και πίσω από κάθε μαύρο όγκο κρύβονταν όντα με σκοτεινές καρδιές και προθέσεις. Όταν τσίριζε κάποιο παπαγαλάκι, τα παιδιά ένιωθαν ότι βρίσκονται στην Ιεριχώ πριν την πτώση της ή μέσα στο στράτευμα του Αττίλα καθώς ανέβαινε τις Άλπεις. Σάλπισμα ή κραυγή ελέφαντα; Κι όμως ήταν ο Τζόνυ, ο μικρός παπαγάλος που εμπόδιζε τους άλλους δυο του κλουβιού να ζευγαρώσουν, αυτός ήταν ο ρόλος του, γι αυτό δημιουργήθηκαν οι παράταιρες τριάδες.
Κάποια στιγμή, ο σκονισμένος καμπούρης άρχιζε μια διήγηση παράξενη: Το σκοτωμένο από τον μακεδόνα στρατηλάτη φίδι- ο φίδης, τον διόρθωναν- σε κάποια παράσταση δεν είχε πεθάνει. Και καθώς εκείνος πηδούσε άφοβα στη ράχη του, έκανε ένα υπόκωφο "μου". "Μάζεψα την καρδιά μου, έλεγε ο Καραγκιόζης γελώντας, από τα απέναντι χαλίκια, ψάχνοντας ανάμεσα σε πόδια παιδιών, πόδια που φορούσαν, εκείνα τα χρόνια, τρύπια παπούτσια".
Τα  παιδιά χειροκροτούσαν.
Κι ύστερα έρχονταν η σειρά της οικοδέσποινας, της κυρίας Μουσούρη, να αφηγηθεί ιστορίες από την Κατοχή:
"Πήγαινα συχνά πεντάχρονη κι ολομόναχη να μεταφέρω ψωμάκι και κρεμμύδι στον αδελφό μου που έφτιαχνε κάρβουνα στο βουνό. Φτώχεια μάστιζε το σπίτι μας. Χανόμουν στην αντάρα των μονοπατιών πολλές φορές, όμως ο Θεός βοηθούσε και πάντα τον εύρισκα. Μου έδειχνε πώς καίνε τα ξύλα στο λάκκο, με ρωτούσε για τους γονείς μας κι ύστερα, αφού κολατσίζαμε πρόχειρα,  κοιμόμαστε σε μια μικρή χορτοκαλύβα από την οποία εξείχε το μισό κορμί του αδελφού μου, ακόμη και τα δικά μου ποδαράκια έμεναν απέξω. Άκουγα τους λύκους να ουρλιάζουν και τρέμοντας τον ρωτούσα :"Κι αν μας φάνε τα πόδια:". Τότε εκείνος με παρηγορούσε:"Μην είσαι κουτή, θα φυτρώσουν καινούργια πόδια στη θέση τους, δεν το ξέρεις ότι τα πόδια ξαναφυτρώνουν;".
 Αυτά έλεγε φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της ψηλά και τα παιδιά, ακόμη κι ο ένσαρκος  ήρωας του μπερντέ,  μελαγχολούσαν.
***
Στον ουρανό γλιστράει προς την ανατολή ένα αστέρι. Απέραντη ερημία. Κάθεται στο φαγωμένο σκαλοπάτι του Τσιμωναίικου.
Ψάχνει για τσιγάρα.
            Κι αυτή τη φορά βρίσκει, με την πρώτη, την αριστερή τσέπη.

***

Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

ANABAΘMOI



 ANABAΘMOI


- Καλή σου μέρα, Γιάννη (και στη λεύκα του Γερμανού ένα επιδειξιομανές αηδόνι…)
- Γεια σου, Βασίλη. Πώς είσαι;
- Μια χαρά. Κι εσύ, γερός;

Ο Βασίλης τσουλάει ένα πράσινο καρότσι κι εγώ αγκαλιάζω τις λεύκες για να ξεφύγω απ’ τον καταραμένο ηλεκτρισμό, τον άναρχο, του κεφαλιού μου – μικρός ανεμοστρόβιλος, ένα status epilepticus που δεν διαχέεται λόγω –ενδεχομένως– του lamictal.
Υπήρξε καιρός που εκείνος έτρεχε πλάι στο κιτρινόμαυρο πούλμαν κραυγάζοντας «γειά σου, Παπαϊωάννου, γίγαντα» μπροστά στο «Εθνικόν Στάδιον Βόλου», ένα χώρο ξερό, χωμάτινο, με λακκούβες γεμάτες βροχή και γυρίνους. Κι εγώ με τη γεύση της γαρδούμπας στη γλώσσα, «το ‘φτιαξα αγοράκι μου γιατί σ’ αρέσει, μην πας στο γήπεδο, έχω προαίσθημα» μου ‘λεγε η μάνα μου, κι εγώ να παρακαλώ τον Σάββα τον ψαρά να με περάσει στο γήπεδο μέσα, σαν γιο του. Αν τον άκουγα «δεν γίνεται αυτό, ρε Γιάννη» δεν θα γελούσε μαζί μου ο θυρωρός μ’ εκείνο το στεγνό «ποιος είναι γιος και ποιος πατέρας» που΄ κανε τον Σάββα να χώσει το κεφάλι στους ιχθυόοσμους γιακάδες του.
Όμως πέρασα αργότερα, μ’ ένα ντου των άφραγκων και με τον Γιώργο τον Αράπη κατευθυνθήκαμε στη βορινή χαμηλή κερκίδα, εκεί όπου «είχαμε πάντα περιπέτειες». Κάποτε οχτακόσιες φοβισμένες σφήκες τινάχθηκαν από το ηλιοτρόπιο που κλωτσήσαμε και μας κυνήγησαν ως το κιγκλίδωμα. Κι άλλοτε, μ’ ένα άλμα του, από την κορυφή της μικρής τούμπας, που ακουμπούσε την εξέδρα, ένας φαντάρος βρέθηκε πάνω μας, καλύτερα για κείνον απ’ την κώχη του τσιμέντου, καλύτερα για κείνον, όχι όμως για μας, ιδιαίτερα για τον Γιώργο, που του ‘καναν το κεφάλι μπακλαβά οι αρβύλες του ακροβάτη.
(Τώρα γιατί συνεχίζω το γύρισμα αυτού του χυλού; Τι στέρεο γλυκό θα βγει; Μια αναδόμηση της «Νυχτωδίας» ή του «Σχολίου σ’ αφορισμό του Ούαιλντ» θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα αφήγημα, ναρκισσικό μεν, ορισμένο όμως, απλό και καλλιεπές.
Αν έβαζα τον θείο Κώστα, ο οποίος παρίστανε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, να πηδάει μπροστά στο πανί, να κάνει τις γκριμάτσες του κι οι θεατές να χειροκροτούν ή να σφυρίζουν; Ή να φιλμοποιούσα το «έπειτα» του ταξιθέτη και του ανθρώπου του πουλούσε πασατέμπο και φυστικοστράγαλα;).
 Η στιγμή πάντως κατέληγε σε ένα  παλλόμενο παλίμψηστο όπου στήθη γυναικών, γδαρμένα γόνατα και λάβαρα, ανεστραμμένες παλάμες, φωνές, όλα είχαν απλωθεί στην κερκίδα κι οι παίχτες σταμάτησαν το παιχνίδι κι έβλεπαν αμήχανοι, κάπου μ’ είχαν στριμώξει και με σκουντούσαν και μ’ έσπρωχναν και με χτυπούσαν, αλλόφρονες επειδή ένας εκεί, ένας τρελός, που αντί για τον αγώνα έβλεπε τα ανοιξιάτικα σύννεφα, φώναξε ξαφνικά «ο προβολέας, ο προβολέας πέφτει» κι άρχισε να υποβαθμίζεται (ήλος ηδύς της κυριολεξίας) άρχισε να πηδάει δυο-δυο τα σκαλοπάτια και τον ακολούθησαν οι πάντες.
Στο 0-3, κι ενώ ο Τάσος Βασιλείου χτυπούσε κόρνερ.
(Το κείμενο μου ως εδώ μοιάζει με μουλαράκι που δεν φτάνει το μοβ γαϊδουράγκαθο στο φράχτη. Ένας λόγος με τη δυναμική τέλματος. Μια διελκυστίνδα – στην έναντί μου άκρη βρίσκεται ο βραδινός στύλος του 66. Μαζευόμαστε από κάτω του, σε μια γειτονιά στερημένη εκείνη την ώρα απ’ την απίστευτη φωνογραφία των πλανοδίων. Στα στόματα μας άνθιζαν τα mirabilis. Σηκώναμε σημαίες απόψεων που σήμερα φαντάζουν ανοίκειες και αστείες, σχεδόν απάνθρωπες.Οι μισοί τραγουδούσαμε νέο κύμα, οι υπόλοιποι Καζαντζίδη. Με φωνές και τσακωμούς υποστηρίζαμε ο καθένας το ίνδαλμα του – πάνω μας έσταζε ο κομήτης. Ξαφνικά έβγαινε στο βεραντάκι του με τις πυτζάμες ο Στυλιανός Φακής και μας κατάβρεχε με το νερό του καναρινιού. Φτου, ψιττάκωση...)
Σήμερα βρισκόμαστε εδώ στην ανθισμένη Νεάπολη. Πίσω μου ακούω το καροτσάκι του Βασίλη να τρίζει. Τρέχω ποντάροντας στο ελάχιστο που περιμένω, να μην με βρει η έκρηξη της κρίσης, ώσπου να μπω στο εκκλησάκι. Φθάνω μπροστά στην εικόνα του Αγίου Τρύφωνα, γονατίζω. Και πριν του μιλήσω ο Άγιος με μεταφέρει σ’ ένα ρωμαϊκό στάδιο. Οι θεατές κραυγάζουν κάτι σαν ότε ή έκτε. Ο Τρύφων με μια φεγγαρώδη άλω στο μέτωπο προχωρεί προς το κέντρο του σταδίου. Εκεί υπάρχει μια αλυσοδεμένη ημίγυμνη γυναίκα. Την πλησιάζει και μπροστά της γονατίζει, στρέφει το πρόσωπο στον ουρανό. Το φεγγαρώδες γίνεται ηλιακό. Το πλήθος φωνάζει καθαρά έκτε
 Ξαφνικά απ’ τις ανεστραμμένες κόρες των ματιών της κοπέλας τινάζεται μια σκόνη μοβ κι όπως πέφτει μορφοποιείται. Γίνεται ένας μαύρος σκύλος που απομακρύνεται κυνηγώντας τον ήχο του πόνου του.
Στο στάδιο απλώνεται σιγή.

7 σχόλια:

  1. Γιαννη...
    αυτό το διήγημα... ήταν ένας άνεμος που με πήγαινε από στάδια σε φράκτες ή σε προβολείς που πέφτουν... .... εντυπωσιακό... !

    Απάντηση
  2. Ευχαριστώ,Παρασκευή μου.
    Για σένα, που δεν αναζητάς-οπωσδήποτε- ένα Κέντρο,νομίζω ότι ισχύει απόλυτα ένας τίτλος παλιάς μου εκπομπής:"Έτσι κι αλλιώς τα πάντα είναι φτιαγμένα από μουσική".

    Απάντηση
  3. ...Χρόνια Πολλά,
    για την χρονιά
    και για την γιορτή σου!!!

    ...ανεμοστρόβιλος το αφήγημά σου!
    Εκεί που χάνομαι, σε ανακαλύπτω πάλι...

    Χαιρετισμούς,
    και στην Κατερίνα μας,
    Υιώτα
    αστοριανή, ΝΥ

    Απάντηση
  4. Έτσι είναι η ζωή. Πρόκειται για σύνδεση του προσωπικού μου ασήμαντου βίου με το συναξάρι του Αγίου.
    Σ΄ευχαριστώ για όλα μεγάλη, τρυφερή, αναδειγμένη τεχνήτρια του λόγου Γιώτα. Ανταποδιδω με ευχές στο Δημήτρη,τα παιδιά και τα εγγόνια.

    Απάντηση
  5. Οπως πάντα....Τα υπέροχα κείμενα του Γιάννη.
    Χαίρομαι που τα γεύομαι. Να σ'έχει ο Κύριος καλά και η Κυρά μας να σε σκεπάζει.

    Απάντηση
  6. Ευχαριστώ, καλή μου Ελένη. Σε πεθυμήσαμε. Να τα λέμε από κοντά συχνότερα.Υπέροχα όσα γράφεις. Υπέροχες και οι αγιογραφικές κι αγιοπατερικές εμπειρίες που προβάλλεις και προτείνεις, δια των "ξεχασμένων αισθήσεων ΣΥΝΟΛΟΥ",της γεύσης, της αφής και της οσμής.

    Απάντηση
  7. Έτσι κι αλλιώς, παρούσα!...
    Χρόνια σου Πολλά, Γιάννη! Καλή χρονιά, με Υγεία και έμπνευση!
    Χρόνια Πολλά και στις φίλες μας!

    Απάντηση

***

Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

Καθυστερημένα λεμόνια

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΛΕΜΟΝΙΑ

Ο ήλιος βυθίζεται, κόκκινος, ανάμεσα στα “κέρατα” της μαγούλας Παλατάκι, δυτικά του Πηλίου. Τα “κέρατα” είναι τα ερείπια των τειχών της Δημητριάδας. Ανεβαίνω ένα λοξό μονοπάτι που περνάει ανάμεσα από θυμάρια, αλισφακιά.  αγριοσυκιές και πρασινωπές, στικτές κι  εύθρυπτες πέτρες γεμάτες χρυσοκανθάρους και τριζόνια.
 Στο βάθος διακρίνω το μικρό κοιμητήρι της Αγίας Παρακευής.
Δεν έρχομαι εδώ, αν και ο γέροντας, συχνά μου θυμίζει ότι η νεκρούπολη αποτελεί “Πανεπιστήμιο”, αφορμή δηλαδή για μια “μελέτη θανάτου”, μια προσέγγιση στη γνώση του φυσικού μας προορισμού. Περιδιαβαίνοντας με διάθεση στοχαστική τα δρομάκια του, διαπιστώνεις τη ματαιότητα των γήινων και, θες δε θες, ξεφεύγεις από τα νύχια του φόβου. Ανυψώνεσαι λίγο, και σηκώνεις το βλέμμα, συνήθως υγρό, ψηλά.
Τα μνήματα αποτελούν τους οδοδείκτες για τον προορισμό- τον Ουρανό.
Πέρα από τον τρόμο της οικείωσης με τον κρυφό σωματικό αφανισμό, εκείνο που με κρατάει μακριά, είναι η σταθερή γνώση ότι μητέρα δεν βρίσκεται εδώ- ό,τι κι αν διαφορετικό διαιωνίζει το, λερωμένο από τις συνεχείς κατολισθήσεις, μάρμαρο, με εκείνο το “ενθάδε”.

Μπορεί τα ονόματα να αποτελούν τη μοναδική Ιστορία των προσώπων.  Όμως, η  νυχτοπεταλούδα που φτερούγιζε ανάμεσά μας στο εξόδιο νυχτέρι, πέταξε οριστικά, για τόπο μυστικό-είμαι γι αυτό βέβαιος.

Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος με ραντίζει καθώς ανεβαίνω, με άνθη μελικοκκιάς και κυπαρισσόμηλα. Ακούγεται το κελάρυσμα  της βρύσης με την ποδιά που με υποδέχεται στην είσοδο του κοιμητηρίου.

Θυμάμαι τη μέρα του αποχαιρετισμού, δυο χρόνια πριν.
Μικροί σπάνιοι στεναγμοί παντού και εσμοί στρουθίων γλιστρούσαν σε χοάνες σεπτεμβριάτικου φωτός. Οι σκίουροι και οι νυφίτσες τσίριζαν, δίχως  τη μακάρια γαλήνη των χθονίων ενοίκων να ταράσσουν. Μικρά κεριά λαμπύριζαν ανάμεσα στα χόρτα. ‘Μια  εικόνα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος”, σκέφθηκα.
  Η, όσο και τα μάτια μας υγρή, φωνή του ιερέα ράντιζε τη μητέρα, πριν τη σκεπάσει το χώμα της πάτριας γης.
 “Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.
           
Τη στιγμή ώρα που αποχωρούσαμε για τον καφέ  στο χωριό, διαπίστωσα, με πικρό χαμόγελο, πόσο ορθός ήταν ο  αφορισμός του Ουναμούνο:  “Γελοίο είναι ό,τι δεν συμβιβάζεται με το πλαίσιό του”. Οι δυο βοηθοί  του τελετάρχη, είχαν, λόγω ζέστης, βγάλει τα σακάκια τους και στέκονταν, πλάι στη βρυσούλα, με πετσέτες και δίσκο με κόλλυβα στο χέρι.
            Θύμιζαν γκαρσόνια ακριβού εστιατορίου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας,  καθαρίζαμε με τη γυναίκα μου τον κήπο που είχε θεριέψει τις μέρες του νοσοκομείου. Κόβαμε τα αγριόχορτα,  κλαδεύαμε  τα δεντράκια. Ξαφνικά η Μαρία με φώναξε, “έλα , έλα να δεις”.
Κρατούσε ένα κλαρί λεμονιάς, ενός δέντρου που σκέπαζε  ολόκληρη σχεδόν τη μικρή μας αυλή. Το είχε φυτέψει ο πατέρας κι, έως το θάνατό του, έψαχναν, κάθε πρωί, με τη μάννα,  στο φύλλωμα να δουν  ένα του ανθάκι.
            Μάταια.
Του έσπαγαν αυγά στη ρίζα, του έριχναν χωνεμένη κοπριά ή καλό καστανόχωμα από την Κερασιά.
 Τίποτε.
Η μάννα συνέχισε κι όταν έμεινε μόνη. Παραμέλησε  τα λουλούδια, έδειχνε να την ενδιαφέρει μόνον η λεμονιά.
Έφυγε δίχως να αισθανθεί το ανοιξιάτικο άρωμά της.

Έπιασα προσεκτικά το κλαρί.
            Στην άκρη του κρέμονταν δυο μικρά, πράσινα ακόμη, λεμονάκια.

Κάθομαι στην άκρη του μνήματος. Το καντηλάκι σβηστό, σαν παιδί ολομόναχο, χαμένο σε δάσος, το νιώθω. Ένα μοβ λουλουδάκι στριφογυρίζει και πέφτει στα μαλλιά μου, ένα άλλο ακουμπάει στην κορυφή του σταυρού. Θέλω να της πω κάτι- πιστεύω ότι θα μ’ ακούσει, όπου κι αν βρίσκεται, αλλά δεν βρίσκω τι να της πω.
Ξαφνικά θυμάμαι κι επαναλαμβάνω ψιθυριστά μια ιστορία της δικής της ζωής, μια ιστορία από τα χρόνια της Κατοχής που συχνά μου αφηγούνταν. Είναι σα να της ξαναθυμίζω-μην ήπιε εκεί που βρίσκεται νερό της λησμονιάς- τα γεγονότα.

“Ανέβαινες στο βουνό, εκεί που ο αδελφός σου ο Γιώργος έκαιγε το καμίνι. Κάθε πρωί κατέβαζε τα κάρβουνα στο χωριό, με ένα σκελετωμένο  γαϊδουράκι. Ανέβαινες, στη Γερακιά, ενώ νύχτωνε, ένα κοριτσάκι μια σταλιά, ψειριασμένο, με πόδια καλαμάκια. Κουβαλούσες λίγο ψωμί, ελιές και κρεμμύδι, στην πετσέτα τυλιγμένα.
Ο Γιώργος σ’ αγκάλιαζε, τρώγατε μαζί. Ύστερα άπλωνε το κάρβουνο να κρυώσει. Είχε ήδη πέσει το βράδυ. Ξαπλώνατε σε μια χορτοκαλύβα, ανοιχτή από μπροστά, που μόλις σας χωρούσε. Προσπαθούσε να σε νανουρίσει λέγοντάς σου παραμύθια από το μέλλον- τι χαρά θα νιώσετε όταν θα φύγουν οι Γερμανοί κι εκείνος θα κατέβει από το βουνό κι η μάννα θα φτιάξει ψωμί, πολύ ψωμί από στάρι, όχι πατατόψωμο, όπως τώρα.
 Δεν κοιμόσουν.
Άκουγες τους λύκους να ουρλιάζουν και φοβόσουν. “Γιωργάκο, φοβάμαι” του’ λεγες, “φοβάμαι  μη μας φάνε τα πόδια οι λύκοι”.
Εκείνος σε καθησύχαζε “μη τρομάζεις, χαζό, δε μας πειράζουν”.
Κι επειδή  επέμενες, το ένιωθε από το σφίξιμο του χεριού σου πάνω του, συμπλήρωνε:
 “Άλλωστε τα πόδια ξαναφυτρώνουν, δεν το ξέρεις;”.

2 σχόλια:

  1. ....

    “Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.

    Κι εκεί στο τέλος, διαλύθηκα...
    Μην ήπιε νερό της λησμονιάς...
    Τα πόδια...

    Χρόνια Πολλά, Καλή χρονιά, Γιάννη! Να ζήσεις να θυμάσαι και να "γράφεις"!

    Απάντηση
  2. συγκλονιστικό... με πήρες μαζύ σου Γιάννη... σε αυτο το διήγημα.. και στενοχωρέθηκα με αυτό που διάβασα... αλλά τα πράσινα λεμόνια σου μου έδωσαν ίχνος αισιοδοξίας... μου άρεσε πολύ...

    χαίρομαι που είμαι εδώ!!!... νάσαι καλά!!

    Απάντηση

***

Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ





                         ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ




“ Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο χέρι; Το’ χω από παιδί. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα πώς το απέκτησα. Έτρεχα ένα βράδυ μαζί με τα άλλα παιδιά  προς το φράχτη της Πατράκαινας, ένα μισοσκότεινο τοίχο, τυλιγμένο με γιασεμί. Βιαστική όπως πάντα, σκόνταψα κι έπεσα. Πρέπει να σκίστηκα από πέτρα γιατί ένιωσα ένα κάψιμο κι είδα στο σημείο που χτύπησα ένα  σημάδι, άσπρο σα πικραμύγδαλο στην αρχή που πήρε στη συνέχεια το σχήμα και το χρώμα του λειριού της  Παγώνας, της αγαπημένης κότας της μάνας μου.
 Παράξενο που το παρατήρησα αυτό και το είπα στην παρέα μου, λίγο πριν με πάρουν τα αίματα και βάλω τα κλάματα.
Είχε τρέλα με  αυτή την Παγώνα η κυρά Χρυσάνθη.  Όταν άρχιζε ο συναγερμός να σφυρίζει στο Βόλο ή το καμπανάκι να χτυπάει στον Άη Ταξιάρχη,  κι ενώ ο πατέρας έπαιρνε υπό μάλης τα ψειριασμένα μας χράμια  κι ανέβαζε στο σβέρκο του εμένα, πεντάχρονη τότε, για να τρέξει βιαστικά, όπως όλοι οι συγχωριανοί μας , να σκαρφαλώσει τον ανήφορο για το Τρανό Ίσιωμα, το ασφαλές από τα κανόνια των πλοίων του λιμανιού ή από τους μηχανοκίνητους, στον αμαξωτό δρόμο, Γερμανούς, τότε  εκείνη χώνονταν στις πυκνοφυτεμένες  φασολιές  “πουλ, πουλ, πουλ”, φωνάζοντας, “πού είσαι μωρή Παγώνα  και θα μας προλάβουν”. Και ήταν ικανή θανάσιμα να καθυστερήσει περιμένοντας τη στιγμή που η κότα θα πηδούσε στον ώμο της και θα κούρνιαζε εκεί. Τότε μόνο κατέβαινε τις σκάλες κι έμπαινε στο τέλος της ουράς των ανθρώπων που έτρεχαν.
Ο πατέρας λαχάνιαζε από το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από παιδί κι από το, ελάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ανεβαίνοντας και βλαστημώντας την τύχη του “δε φτάνουν όλα τα άλλα, έχω κι αυτή τη μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστά” έλεγε  στον αδελφό  μου, “μια φωλιά της Παγώνας να εξασφαλίσεις πρώτα”  σάρκαζε, κι ο Γιώργος που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, έτρεχε να πιάσει κάποια σπηλιά  στην καλύτερη περίπτωση ή κάποιο  απάγκιο, στη ρίζα  βράχου- ο τόπος ήταν γεμάτος από τεράστιες πέτρες κι από καλύβες φιλόξενων βοσκών που τάιζαν, πρώτα εμάς τα παιδιά, κι αν περίσσευε και τους μεγάλους, με αχνιστό, φρέσκο ψωμί κι ίσως και γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες εκεί, για μας  ήταν ο Παράδεισος, κι ύστερα κατεβαίναμε στο χωριό μετρώντας, τις περισσότερες φορές, ερείπια κι αποκαΐδια. Θάβαμε τους νεκρούς, γέρους συνήθως που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν, επιδιορθώναμε πρόχειρα τις  ζημιές, κάναμε την παράκληση της Παναγιάς μας, στον Άϊ Νικόλα, οι περισσότεροι όλη την ώρα γονατιστοί  - ήταν το μόνο τάμα που μπορούσαμε να εκπληρώσουμε.
Τα παιδιά ξαναβρίσκαμε τη γειτονιά, τα κολοκύθια που είχαμε για κούκλες εμείς τα κορίτσια και τα καλάμια άλογά τους τα αγόρια. Αρχίζαμε και πάλι το “καράβωμα”, το δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων με πολλά νερά, όπως ο δικός μας. Ρίχναμε στο αυλάκι  που κατέβαζε το νερό στα κτήματα μεγάλα κομμάτια από φλούδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρά φύλα και, τρέχοντας πλάι στο αυλάκι, τα παρακολουθούσαμε να κατεβαίνουν, στα μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, άλλα ξεπερνώντας τα εμπόδια κι άλλα σταματώντας λίγο πιο κάτω.
Το απόγευμα ακούγαμε τη μπάντα των ιταλών να κατεβαίνει προς τον Άη Ταξιάρχη. “Ο σασά και τριαλό”,  τραγουδούσαν και μπροστά τους, πριν κι απ το μαέστρο, πήγαινε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο Ντούλιας. Έκανε, όπως πάντα, κωμικές, άναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δήθεν, κινήσεις που έφερναν το γέλιο σε όσους παρακολουθούσαν.  
Όταν έπεφτε το βράδυ, τρέχαμε να κρυφακούσουμε την Πατράκαινα.
 Ήταν μια μεσόκοπη γυναικούλα που βλέπαμε κάθε πρωί να περνάει, μαυροντυμένη πάντα, να πηγαίνει στους μπακάληδες του χωριού που μοίραζαν με το δελτίο αλεύρι, λάδι κι όσπρια. Όταν νύχτωνε κάθονταν στην αυλή της, χωρίς να της περνάει από το μυαλό ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν.
Με το αυτί κολλημένο στις πέτρες οι  μικρότεροι, ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους και τολμηρότερους που σκαρφάλωναν στον τοίχο, να μας περιγράφουν και το τι βλέπουν, έτσι για να έχουμε μια πλήρη σκηνή- εικόνα και λόγο.
Η γυναίκα λοιπόν, τραβούσε στην αυλή δυο καρέκλες και τις έβαζε γύρω από το ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη κερασιά. Τοποθετούσε δυο πιάτα, τις περισσότερες φορές άδεια, και κάθονταν.
“Δημητράκη, φάε το ψάρι σου”, έλεγε κοιτώντας  προς την άδεια καρέκλα.
“ Χόρτασα, Χαρίκλεια, σε ευχαριστώ”, απαντούσε στον εαυτό της με μια βραχνή φωνή.
“Μήπως κρυώνεις; Να σου φέρω το κασκόλ;”
“ Όχι, γυναίκα” συνέχιζε, πάλι με αντρική φωνή, “μείνε λίγο ακόμη, σε λίγο θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου”.
Κι όλοι, σιγά μη μας ακούσει, γελούσαμε, γιατί ξέραμε ότι ο Δημητράκης ήταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς, κομμένος στα δυο, από γερμανική οβίδα”.  

4 σχόλια:

  1. πολύ ωραίος ο τίτλος!!!
    και θαυμάσιο!! ... Αυτές οι σκηνές μιας άλλης σκληρής από τον πόλεμο εποχής... θαυμάσιες επίσης!!

    Απάντηση
  2. Σ' ευχαριστώ.Κάποια από τις ιστορίες των παιδικών χρόνων της μητέρας μου είναι.
    Γιάννης

    Απάντηση
  3. Όσες φορές και να διαβάσω αυτό το αφήγημα, το βρίσκω αστραφτερό, αδαμάντινο στην καθαρότητα της αλήθειας και της ομορφιάς που περιέχει.

    Ανασταίνεις στον 21ο αιώνα, τον Παπαδιαμάντη, με τη γραφίδα σου.

    Ευχαριστώ...

    Απάντηση
  4. Σας ευχαριστώ όλες κι όλους αλλά, εκεί που τοποθετήσατε τον πήχυ, μ' αναγκάζετε να περνώ αποκάτω.

    Απάντηση

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ