Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Διηγήματα 2

 ***

Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

Καθυστερημένα λεμόνια

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΛΕΜΟΝΙΑ

Ο ήλιος βυθίζεται, κόκκινος, ανάμεσα στα “κέρατα” της μαγούλας Παλατάκι, δυτικά του Πηλίου. Τα “κέρατα” είναι τα ερείπια των τειχών της Δημητριάδας. Ανεβαίνω ένα λοξό μονοπάτι που περνάει ανάμεσα από θυμάρια, αλισφακιά.  αγριοσυκιές και πρασινωπές, στικτές κι  εύθρυπτες πέτρες γεμάτες χρυσοκανθάρους και τριζόνια.
 Στο βάθος διακρίνω το μικρό κοιμητήρι της Αγίας Παρακευής.
Δεν έρχομαι εδώ, αν και ο γέροντας, συχνά μου θυμίζει ότι η νεκρούπολη αποτελεί “Πανεπιστήμιο”, αφορμή δηλαδή για μια “μελέτη θανάτου”, μια προσέγγιση στη γνώση του φυσικού μας προορισμού. Περιδιαβαίνοντας με διάθεση στοχαστική τα δρομάκια του, διαπιστώνεις τη ματαιότητα των γήινων και, θες δε θες, ξεφεύγεις από τα νύχια του φόβου. Ανυψώνεσαι λίγο, και σηκώνεις το βλέμμα, συνήθως υγρό, ψηλά.
Τα μνήματα αποτελούν τους οδοδείκτες για τον προορισμό- τον Ουρανό.
Πέρα από τον τρόμο της οικείωσης με τον κρυφό σωματικό αφανισμό, εκείνο που με κρατάει μακριά, είναι η σταθερή γνώση ότι μητέρα δεν βρίσκεται εδώ- ό,τι κι αν διαφορετικό διαιωνίζει το, λερωμένο από τις συνεχείς κατολισθήσεις, μάρμαρο, με εκείνο το “ενθάδε”.

Μπορεί τα ονόματα να αποτελούν τη μοναδική Ιστορία των προσώπων.  Όμως, η  νυχτοπεταλούδα που φτερούγιζε ανάμεσά μας στο εξόδιο νυχτέρι, πέταξε οριστικά, για τόπο μυστικό-είμαι γι αυτό βέβαιος.

Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος με ραντίζει καθώς ανεβαίνω, με άνθη μελικοκκιάς και κυπαρισσόμηλα. Ακούγεται το κελάρυσμα  της βρύσης με την ποδιά που με υποδέχεται στην είσοδο του κοιμητηρίου.

Θυμάμαι τη μέρα του αποχαιρετισμού, δυο χρόνια πριν.
Μικροί σπάνιοι στεναγμοί παντού και εσμοί στρουθίων γλιστρούσαν σε χοάνες σεπτεμβριάτικου φωτός. Οι σκίουροι και οι νυφίτσες τσίριζαν, δίχως  τη μακάρια γαλήνη των χθονίων ενοίκων να ταράσσουν. Μικρά κεριά λαμπύριζαν ανάμεσα στα χόρτα. ‘Μια  εικόνα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος”, σκέφθηκα.
  Η, όσο και τα μάτια μας υγρή, φωνή του ιερέα ράντιζε τη μητέρα, πριν τη σκεπάσει το χώμα της πάτριας γης.
 “Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.
           
Τη στιγμή ώρα που αποχωρούσαμε για τον καφέ  στο χωριό, διαπίστωσα, με πικρό χαμόγελο, πόσο ορθός ήταν ο  αφορισμός του Ουναμούνο:  “Γελοίο είναι ό,τι δεν συμβιβάζεται με το πλαίσιό του”. Οι δυο βοηθοί  του τελετάρχη, είχαν, λόγω ζέστης, βγάλει τα σακάκια τους και στέκονταν, πλάι στη βρυσούλα, με πετσέτες και δίσκο με κόλλυβα στο χέρι.
            Θύμιζαν γκαρσόνια ακριβού εστιατορίου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας,  καθαρίζαμε με τη γυναίκα μου τον κήπο που είχε θεριέψει τις μέρες του νοσοκομείου. Κόβαμε τα αγριόχορτα,  κλαδεύαμε  τα δεντράκια. Ξαφνικά η Μαρία με φώναξε, “έλα , έλα να δεις”.
Κρατούσε ένα κλαρί λεμονιάς, ενός δέντρου που σκέπαζε  ολόκληρη σχεδόν τη μικρή μας αυλή. Το είχε φυτέψει ο πατέρας κι, έως το θάνατό του, έψαχναν, κάθε πρωί, με τη μάννα,  στο φύλλωμα να δουν  ένα του ανθάκι.
            Μάταια.
Του έσπαγαν αυγά στη ρίζα, του έριχναν χωνεμένη κοπριά ή καλό καστανόχωμα από την Κερασιά.
 Τίποτε.
Η μάννα συνέχισε κι όταν έμεινε μόνη. Παραμέλησε  τα λουλούδια, έδειχνε να την ενδιαφέρει μόνον η λεμονιά.
Έφυγε δίχως να αισθανθεί το ανοιξιάτικο άρωμά της.

Έπιασα προσεκτικά το κλαρί.
            Στην άκρη του κρέμονταν δυο μικρά, πράσινα ακόμη, λεμονάκια.

Κάθομαι στην άκρη του μνήματος. Το καντηλάκι σβηστό, σαν παιδί ολομόναχο, χαμένο σε δάσος, το νιώθω. Ένα μοβ λουλουδάκι στριφογυρίζει και πέφτει στα μαλλιά μου, ένα άλλο ακουμπάει στην κορυφή του σταυρού. Θέλω να της πω κάτι- πιστεύω ότι θα μ’ ακούσει, όπου κι αν βρίσκεται, αλλά δεν βρίσκω τι να της πω.
Ξαφνικά θυμάμαι κι επαναλαμβάνω ψιθυριστά μια ιστορία της δικής της ζωής, μια ιστορία από τα χρόνια της Κατοχής που συχνά μου αφηγούνταν. Είναι σα να της ξαναθυμίζω-μην ήπιε εκεί που βρίσκεται νερό της λησμονιάς- τα γεγονότα.

“Ανέβαινες στο βουνό, εκεί που ο αδελφός σου ο Γιώργος έκαιγε το καμίνι. Κάθε πρωί κατέβαζε τα κάρβουνα στο χωριό, με ένα σκελετωμένο  γαϊδουράκι. Ανέβαινες, στη Γερακιά, ενώ νύχτωνε, ένα κοριτσάκι μια σταλιά, ψειριασμένο, με πόδια καλαμάκια. Κουβαλούσες λίγο ψωμί, ελιές και κρεμμύδι, στην πετσέτα τυλιγμένα.
Ο Γιώργος σ’ αγκάλιαζε, τρώγατε μαζί. Ύστερα άπλωνε το κάρβουνο να κρυώσει. Είχε ήδη πέσει το βράδυ. Ξαπλώνατε σε μια χορτοκαλύβα, ανοιχτή από μπροστά, που μόλις σας χωρούσε. Προσπαθούσε να σε νανουρίσει λέγοντάς σου παραμύθια από το μέλλον- τι χαρά θα νιώσετε όταν θα φύγουν οι Γερμανοί κι εκείνος θα κατέβει από το βουνό κι η μάννα θα φτιάξει ψωμί, πολύ ψωμί από στάρι, όχι πατατόψωμο, όπως τώρα.
 Δεν κοιμόσουν.
Άκουγες τους λύκους να ουρλιάζουν και φοβόσουν. “Γιωργάκο, φοβάμαι” του’ λεγες, “φοβάμαι  μη μας φάνε τα πόδια οι λύκοι”.
Εκείνος σε καθησύχαζε “μη τρομάζεις, χαζό, δε μας πειράζουν”.
Κι επειδή  επέμενες, το ένιωθε από το σφίξιμο του χεριού σου πάνω του, συμπλήρωνε:
 “Άλλωστε τα πόδια ξαναφυτρώνουν, δεν το ξέρεις;”.

2 σχόλια:

  1. ....

    “Στο χωριό μου θέλω να με θάψετε”, έλεγε συχνά “εκεί που έπαιζα παιδάκι”.

    Κι εκεί στο τέλος, διαλύθηκα...
    Μην ήπιε νερό της λησμονιάς...
    Τα πόδια...

    Χρόνια Πολλά, Καλή χρονιά, Γιάννη! Να ζήσεις να θυμάσαι και να "γράφεις"!

    Απάντηση
  2. συγκλονιστικό... με πήρες μαζύ σου Γιάννη... σε αυτο το διήγημα.. και στενοχωρέθηκα με αυτό που διάβασα... αλλά τα πράσινα λεμόνια σου μου έδωσαν ίχνος αισιοδοξίας... μου άρεσε πολύ...

    χαίρομαι που είμαι εδώ!!!... νάσαι καλά!!

    Απάντηση

***

Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ





                         ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ




“ Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο χέρι; Το’ χω από παιδί. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα πώς το απέκτησα. Έτρεχα ένα βράδυ μαζί με τα άλλα παιδιά  προς το φράχτη της Πατράκαινας, ένα μισοσκότεινο τοίχο, τυλιγμένο με γιασεμί. Βιαστική όπως πάντα, σκόνταψα κι έπεσα. Πρέπει να σκίστηκα από πέτρα γιατί ένιωσα ένα κάψιμο κι είδα στο σημείο που χτύπησα ένα  σημάδι, άσπρο σα πικραμύγδαλο στην αρχή που πήρε στη συνέχεια το σχήμα και το χρώμα του λειριού της  Παγώνας, της αγαπημένης κότας της μάνας μου.
 Παράξενο που το παρατήρησα αυτό και το είπα στην παρέα μου, λίγο πριν με πάρουν τα αίματα και βάλω τα κλάματα.
Είχε τρέλα με  αυτή την Παγώνα η κυρά Χρυσάνθη.  Όταν άρχιζε ο συναγερμός να σφυρίζει στο Βόλο ή το καμπανάκι να χτυπάει στον Άη Ταξιάρχη,  κι ενώ ο πατέρας έπαιρνε υπό μάλης τα ψειριασμένα μας χράμια  κι ανέβαζε στο σβέρκο του εμένα, πεντάχρονη τότε, για να τρέξει βιαστικά, όπως όλοι οι συγχωριανοί μας , να σκαρφαλώσει τον ανήφορο για το Τρανό Ίσιωμα, το ασφαλές από τα κανόνια των πλοίων του λιμανιού ή από τους μηχανοκίνητους, στον αμαξωτό δρόμο, Γερμανούς, τότε  εκείνη χώνονταν στις πυκνοφυτεμένες  φασολιές  “πουλ, πουλ, πουλ”, φωνάζοντας, “πού είσαι μωρή Παγώνα  και θα μας προλάβουν”. Και ήταν ικανή θανάσιμα να καθυστερήσει περιμένοντας τη στιγμή που η κότα θα πηδούσε στον ώμο της και θα κούρνιαζε εκεί. Τότε μόνο κατέβαινε τις σκάλες κι έμπαινε στο τέλος της ουράς των ανθρώπων που έτρεχαν.
Ο πατέρας λαχάνιαζε από το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από παιδί κι από το, ελάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ανεβαίνοντας και βλαστημώντας την τύχη του “δε φτάνουν όλα τα άλλα, έχω κι αυτή τη μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστά” έλεγε  στον αδελφό  μου, “μια φωλιά της Παγώνας να εξασφαλίσεις πρώτα”  σάρκαζε, κι ο Γιώργος που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, έτρεχε να πιάσει κάποια σπηλιά  στην καλύτερη περίπτωση ή κάποιο  απάγκιο, στη ρίζα  βράχου- ο τόπος ήταν γεμάτος από τεράστιες πέτρες κι από καλύβες φιλόξενων βοσκών που τάιζαν, πρώτα εμάς τα παιδιά, κι αν περίσσευε και τους μεγάλους, με αχνιστό, φρέσκο ψωμί κι ίσως και γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες εκεί, για μας  ήταν ο Παράδεισος, κι ύστερα κατεβαίναμε στο χωριό μετρώντας, τις περισσότερες φορές, ερείπια κι αποκαΐδια. Θάβαμε τους νεκρούς, γέρους συνήθως που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν, επιδιορθώναμε πρόχειρα τις  ζημιές, κάναμε την παράκληση της Παναγιάς μας, στον Άϊ Νικόλα, οι περισσότεροι όλη την ώρα γονατιστοί  - ήταν το μόνο τάμα που μπορούσαμε να εκπληρώσουμε.
Τα παιδιά ξαναβρίσκαμε τη γειτονιά, τα κολοκύθια που είχαμε για κούκλες εμείς τα κορίτσια και τα καλάμια άλογά τους τα αγόρια. Αρχίζαμε και πάλι το “καράβωμα”, το δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων με πολλά νερά, όπως ο δικός μας. Ρίχναμε στο αυλάκι  που κατέβαζε το νερό στα κτήματα μεγάλα κομμάτια από φλούδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρά φύλα και, τρέχοντας πλάι στο αυλάκι, τα παρακολουθούσαμε να κατεβαίνουν, στα μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, άλλα ξεπερνώντας τα εμπόδια κι άλλα σταματώντας λίγο πιο κάτω.
Το απόγευμα ακούγαμε τη μπάντα των ιταλών να κατεβαίνει προς τον Άη Ταξιάρχη. “Ο σασά και τριαλό”,  τραγουδούσαν και μπροστά τους, πριν κι απ το μαέστρο, πήγαινε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο Ντούλιας. Έκανε, όπως πάντα, κωμικές, άναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δήθεν, κινήσεις που έφερναν το γέλιο σε όσους παρακολουθούσαν.  
Όταν έπεφτε το βράδυ, τρέχαμε να κρυφακούσουμε την Πατράκαινα.
 Ήταν μια μεσόκοπη γυναικούλα που βλέπαμε κάθε πρωί να περνάει, μαυροντυμένη πάντα, να πηγαίνει στους μπακάληδες του χωριού που μοίραζαν με το δελτίο αλεύρι, λάδι κι όσπρια. Όταν νύχτωνε κάθονταν στην αυλή της, χωρίς να της περνάει από το μυαλό ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν.
Με το αυτί κολλημένο στις πέτρες οι  μικρότεροι, ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους και τολμηρότερους που σκαρφάλωναν στον τοίχο, να μας περιγράφουν και το τι βλέπουν, έτσι για να έχουμε μια πλήρη σκηνή- εικόνα και λόγο.
Η γυναίκα λοιπόν, τραβούσε στην αυλή δυο καρέκλες και τις έβαζε γύρω από το ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη κερασιά. Τοποθετούσε δυο πιάτα, τις περισσότερες φορές άδεια, και κάθονταν.
“Δημητράκη, φάε το ψάρι σου”, έλεγε κοιτώντας  προς την άδεια καρέκλα.
“ Χόρτασα, Χαρίκλεια, σε ευχαριστώ”, απαντούσε στον εαυτό της με μια βραχνή φωνή.
“Μήπως κρυώνεις; Να σου φέρω το κασκόλ;”
“ Όχι, γυναίκα” συνέχιζε, πάλι με αντρική φωνή, “μείνε λίγο ακόμη, σε λίγο θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου”.
Κι όλοι, σιγά μη μας ακούσει, γελούσαμε, γιατί ξέραμε ότι ο Δημητράκης ήταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς, κομμένος στα δυο, από γερμανική οβίδα”.  

4 σχόλια:

  1. πολύ ωραίος ο τίτλος!!!
    και θαυμάσιο!! ... Αυτές οι σκηνές μιας άλλης σκληρής από τον πόλεμο εποχής... θαυμάσιες επίσης!!

    Απάντηση
  2. Σ' ευχαριστώ.Κάποια από τις ιστορίες των παιδικών χρόνων της μητέρας μου είναι.
    Γιάννης

    Απάντηση
  3. Όσες φορές και να διαβάσω αυτό το αφήγημα, το βρίσκω αστραφτερό, αδαμάντινο στην καθαρότητα της αλήθειας και της ομορφιάς που περιέχει.

    Ανασταίνεις στον 21ο αιώνα, τον Παπαδιαμάντη, με τη γραφίδα σου.

    Ευχαριστώ...

    Απάντηση
  4. Σας ευχαριστώ όλες κι όλους αλλά, εκεί που τοποθετήσατε τον πήχυ, μ' αναγκάζετε να περνώ αποκάτω.

    Απάντηση

***

Σχόλιο 2021:

Είναι απ' τις λίγες αναρτήσεις του, που με άφησε να ανεβάσω φωτογραφία.

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ