***
Δευτέρα, 13 Μαΐου 2013
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑΡΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΗ, ΜΑΛΛΟΝ ΤΥΧΑΙΑ
Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2013
ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ
Παρασκευή, 22 Φεβρουαρίου 2013
Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής. Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου, ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.
Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2013
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
Τετάρτη, 13 Φεβρουαρίου 2013
Μ' ΕΝΑ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟ
ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ
Ή
Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 2013
ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ
***
2 σχόλια:
***
1 σχόλιο:
***
2 σχόλια:
Συμφωνούμε παντού. Μόνο,στο ΤΙ ΝΑ' ΓΙΝΕ, το λάθος που κάποιος ο οποίος γνωρίζει την ελληνική γλώσσα καλύτερα από μένα, μου ξέφυγε,το άθλιο.
Απάντηση
***
Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013
ANABAΘMOI
7 σχόλια:
Γιαννη...
Απάντηση
αυτό το διήγημα... ήταν ένας άνεμος που με πήγαινε από στάδια σε φράκτες ή σε προβολείς που πέφτουν... .... εντυπωσιακό... !Ευχαριστώ,Παρασκευή μου.
Απάντηση
Για σένα, που δεν αναζητάς-οπωσδήποτε- ένα Κέντρο,νομίζω ότι ισχύει απόλυτα ένας τίτλος παλιάς μου εκπομπής:"Έτσι κι αλλιώς τα πάντα είναι φτιαγμένα από μουσική"....Χρόνια Πολλά,
Απάντηση
για την χρονιά
και για την γιορτή σου!!!
...ανεμοστρόβιλος το αφήγημά σου!
Εκεί που χάνομαι, σε ανακαλύπτω πάλι...
Χαιρετισμούς,
και στην Κατερίνα μας,
Υιώτα
αστοριανή, ΝΥΈτσι είναι η ζωή. Πρόκειται για σύνδεση του προσωπικού μου ασήμαντου βίου με το συναξάρι του Αγίου.
Απάντηση
Σ΄ευχαριστώ για όλα μεγάλη, τρυφερή, αναδειγμένη τεχνήτρια του λόγου Γιώτα. Ανταποδιδω με ευχές στο Δημήτρη,τα παιδιά και τα εγγόνια.Οπως πάντα....Τα υπέροχα κείμενα του Γιάννη.
Απάντηση
Χαίρομαι που τα γεύομαι. Να σ'έχει ο Κύριος καλά και η Κυρά μας να σε σκεπάζει.Ευχαριστώ, καλή μου Ελένη. Σε πεθυμήσαμε. Να τα λέμε από κοντά συχνότερα.Υπέροχα όσα γράφεις. Υπέροχες και οι αγιογραφικές κι αγιοπατερικές εμπειρίες που προβάλλεις και προτείνεις, δια των "ξεχασμένων αισθήσεων ΣΥΝΟΛΟΥ",της γεύσης, της αφής και της οσμής.
ΑπάντησηΈτσι κι αλλιώς, παρούσα!...
Απάντηση
Χρόνια σου Πολλά, Γιάννη! Καλή χρονιά, με Υγεία και έμπνευση!
Χρόνια Πολλά και στις φίλες μας!
***
Τι κόσμος χαμένους πας και ζωντανεύεις, ποιητή μου!
ΑπάντησηΓέλιο και κλάμα μαζί.
Αχτύπητη και η εικόνα
(δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τέτοια πονηριά σε τέτοιες εποχές) που μας έδωσες:
"Κάποιες φορές σκηνοθετούσε η ίδια αριστοτεχνικά ταχυδράματα.
Κάποτε έστειλε τον παππού να ψάξει στα κρεμμυδοχώραφα τα οποία διέσχιζαν από τη στάση του τρένου ως το χωριό, κοντά μισό χιλιόμετρο απόσταση,να ψάξει για το βρακί της που τάχα της είχε πέσει.
Κι εκείνος ο καημένος κάθιδρος, ξερρίζωνε τα σκληρά στελέχη των φυτών κι αναποδογύριζε τις πέτρες, τρομάζοντας τους πελαργούς που κυνηγούσαν βατράχια στην πράσινη αυτή θάλασσα του κάμπου.
Ο ογκώδης μπαρμπα Γιάννης υπήρξε το ποντικάκι στις αστείες διαθέσεις της πολίτικης γάτας που διάλεξε για δεύτερη σύζυγό του."
...............
Υψος!
;-)
Χτες βράδυ, διαβάζοντάς σε, δε σκέφτηκα να κάνω καμμιά σύγκριση.Σήμερα - κι εφόσον γράφεις για ύψος - θυμάμαι, αναγκαστικά συγκρίνοντάς μας, το σεφερικό," τα σπίτια μου' ρχονται ώς τη μέση". Ισχύει για μένα που ελάχιστα έχω, στον αδελφό και φίλο ,προσφέρει.
Απάντηση