Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Διηγήματα 1

 ***

Δευτέρα, 13 Μαΐου 2013

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑΡΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΗ, ΜΑΛΛΟΝ ΤΥΧΑΙΑ






 Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ  Η ΒΕΡΑΝΤΑ
          Άλλαζαν βέβαια συχνά κατοικία. Πάντα στο ενοίκιο, αν και τον είχαν τον τρόπο τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο παππούς μου ο Γιάννης με τη γυναίκα του τη Μαργαρώ και τα τέσσερα απο τα έξι παιδιά τους (ο πατέρας μου κι ο θείος Τόλιος είχαν παντρευτεί) έμεναν, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μονοκατοικία της οδού Κουντουριώτου. Ένα πέτρινο προσεισμικό σπίτι, με σκοτεινό διάδρομο δεξιά του που κατέληγε σε μικρή αυλή στην πίσω μεριά. Στην αυλή αυτή θυμάμαι κηλίδες ήλιου να σκεπάζουν ή ν’ αποκαλύπτουν, υπακούοντας σε άνωθεν σκηνοθεσία, μια φορτωμένη μηλοροδακινιά και μια μεγάλη κλούβα με κουνέλια. Το ανάμεσα τους κενό συνήθως γέμιζαν αναποδογυρισμένες σκάφες  και σκαμνάκια ενώ στα παρτέρια φύτρωναν μάλλον καχεκτικά και μονίμως κατηφή ηλιοτρόπια.
          Το σπίτι αυτό ανήκε στην κυρά Κατίνα, η οποία ζούσε στο διπλανό νεοκλασσικό με το γιό της τον Τάκη, νεαρό τότε, που είχε το προσωνύμι τενόρος, επειδή μονίμως σιγοτραγουδούσε κομμάτια απο παλιές οπερέτες. Όταν, μετά απο μισόν αιώνα, στη θέση των δυο σπιτιών υπήρχε οχταόροφη πολυκατοικία, εγώ είχα πλέον ασπρίσει κι είχαν στους ουρανούς μετοικήσει και νεώτεροι – εκτός του παππού, της γιαγιάς και της κυρά Κατίνας –  όπως ο πατέρας μου, όταν τα υπόλοιπα παιδιά είχαν αποκαταστήσει και τα εγγόνια τους, ο Τάκης εξακολουθούσε να σφυρίζει πλέον - επειδή είχε ξεχάσει τα λόγια – τραγούδια του παλιού καιρού, περπατώντας στους δρόμους της πόλης.  Ώσπου σ’ ένα σαββατιάτικο φύλλο της «Θεσσαλίας» είδα τη φωτογραφία του στη στήλη των Μνημοσύνων. «Τελούμε 40θήμερο μνημόσυνο υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής του αγαπητού μας φίλου Δημητρίου τάδε». Υπέγραφαν μόνο φίλοι, κανένας συγγενής.
          Εκείνα τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν το σπίτι της γιαγιάς αρκετές φορές την εβδομάδα. Δούλευα στο μανάβικο του παππού «για να μη μπλέξω με κακές παρέες και για να βγάλω και χαρτζιλίκι ». Ένα τάληρο την εβδομάδα ήταν ο μισθός μου. Έφτανα πάνω σ’ ενα ποδήλατο στο οποίο είχαν δέσει ένα καλάθι γεμάτο μελιτζάνες και πατάτες κι εκείνες τις στρογγυλές πιπεριές  με τις οποίες η γιαγιά έφτιαχνε υπέροχα γεμιστά, γιουμουστά  στην καραγκούνικη του παππού γλώσσα. Έφτανα φωνάζοντας  ώπα…ώπα όταν συναντούσα, σπάνια εκείνα τα χρόνια, αυτοκίνητα ή μηχανάκια στους χωματόδρομους του Βόλου.
          Η Μαργαρώ που είχε καλλιεργήσει τη φιλοξενία του τόπου της,του Μπαξε Τσιφλίκ, με περίμενε με ψωμοτύρι στο πιάτο και βυσινάδα στο ποτήρι. Ήταν άλλο πράγμα αυτή η διάθεσή της να προσφέρει ό,τι εκείνα τα χρόνια μπορούσαν ή συνήθιζαν να προσφέρουν. Όταν, αίφνης, τηγάνιζε κεφτέδες και νόμιζε ότι κάποιος ξένος περαστικός κοντοστέκονταν στο δρόμο, τινάζονταν με ένα μεζέ στο πηρούνι –να δοκιμάστε,θα δείτε ότι θα σας αρέσουν.
          Εγώ,ως πρώτος ίσως, ήμουν ο αγαπημένος της εγγονός. Με περνούσε πρώτα στην κουζίνα και ύστερα στο σαλόνι μου κουβαλούσε μια μεγάλη κουταλιά βανίλια σ’ένα ποτήρι κρύο νερό, το υποβρύχιο που λέγαμε οι γηγενείς. Το δωμάτιο μύριζε μούχλα και βαριά ανατολίτικα αρώματα, ενώ ο ήχος του σαρακού που έτρωγε τα έπιπλα σαν άρρυθμο ακούγονταν ρολόι. Με κάθιζε σε έναν ξύλινο καναπέ κι άρχιζε μια ατέλειωτη κουβέντα με φωνή που χρωμάτιζαν μικροί τριγμοί, σαν θόρυβοι χορδών που σπάζουν αιφνίδια. Αυτή η ομιλία με καθησύχαζε σαν να μου υπόσχονταν ότι αυτό το παραδείσιο παρόν που διανύαμε ήταν ολόκληρη η ζωή μας. Η γιαγιά ήταν εξαιρετικά πειστική όταν, καταπίνοντας το ρό και τονίζοντας αυτοσχέδια τουρκοαλαμπουρνέζικα στη λήγουσα,  μας μιλούσε στα γαλλικά, στη γλώσσα που δίδασκε πρίν παντρευτεί,το παράπονό της μας εξέφραζε: «Ουλάμ ντιβί κογτέ παππού Γιαννί νοικί του μαντάμ Κατινά» κάθε φορά σε διαφορετική παραλλαγή. Αυτή, μια πρώην καθηγήτρια, μια μορφωμένη γυναίκα να μην έχει το νοίκι να πληρώσει…Κι ύστερα ξεκαρδίζονταν στα γέλια.Αυτά όταν ήμαστε μόνοι, για να μην την προδώσουν τα δύο, σχεδόν συνομήλικά μου μικρότερα παιδιά, ο Λάκης και η Ολυμπία.Το αθώο ψέμα της πάντως μου το αποκάλυψε μεγάλος. Ο πατέρας μου ο οποίος, αν και αγαπούσε τη μητριά του σάν μάνα του πραγματική, δέν άντεχε αυτές τις ξιππασιές.
          Άλλοτε η γιαγιά μου διηγούνταν παλιές αστείες ιστορίες-το ιλαροτραγικό ήταν βασικό στοιχείο της δύσκολης ζωής της κι ο κλαυσίγελως η πιό συχνή επωδός του λήρου της. Μου έλεγε για την επίσκεψη του κουμπάρου του Σατάση-τον είδαμε από μακριά να έρχεται κρατώντας ένα κουτί με όμορφο περιτύλιγμα σα μάγος της Περσίας.Τον προϋπαντήσαμε με τα συνηθισμένα «δέν ήταν ανάγκη να ξοδευτείς»,εγώ τουλάχιστον, λιγωμένη, παρακαλούσα απο μέσα μου να ‘ναι τούρτα. «Πρόσεξέ το κουμπάρα είπε εκείνος, είναι η ρεπούμπλικα μου, μόλις την πήρα απο το καθαριστήριο». Οπότε γυρνάω και πετάω στη μάνα σου -βάλτη μωρή Νίτσα στο εικόνισμα τη ρεπούμπλικά του κουμπάρου…και χαθήκαμε ξεκαρδισμένες στο πλυσταριό.
          Κάποιες φορές σκηνοθετούσε η ίδια αριστοτεχνικά ταχυδράματα. Κάποτε έστειλε τον παππού να ψάξει στα κρεμμυδοχώραφα τα οποία διέσχιζαν από τη στάση του τρένου ως το χωριό, κοντά μισό χιλιόμετρο απόσταση,να ψάξει για το βρακί της που τάχα της είχε πέσει.Κι εκείνος ο καημένος κάθιδρος, ξερρίζωνε τα σκληρά στελέχη των φυτών κι αναποδογύριζε τις πέτρες, τρομάζοντας τους πελαργούς που κυνηγούσαν βατράχια στην πράσινη αυτή θάλασσα του κάμπου.
          Ο ογκώδης μπαρμπα Γιάννης υπήρξε το ποντικάκι στις αστείες διαθέσεις της πολίτικης γάτας που διάλεξε για δεύτερη σύζυγό του. Η μάνα μου, συγκάτοικος τους για ένα καιρό, θυμάται τη Μαργαρώ, να του ζητάει σοβαρά – σοβαρά να της συστήσει τον όμορφο γείτονα που έκανε παρέα στην κυρία Ασπασία, την απέναντι, όταν έφευγε ο άντρας της – Γιατί μωρέ Γιαννάκο, να μένω μόνη τόσες ώρες, ας έρχεται να με βλέπει κι εμένα λιγουλάκι…Και τον έκανε να πνιγεί απ’ τον καφέ που ως τότε έπινε ήσυχος.
Ο παππούς υπήρξε Πρόεδρος της Κοινότητας Ριζομύλου στα νιάτα του κι είχε εκείνο το μεσοπολεμικό κλίμα αθωότητας μεταφέρει στη σκληρή μας εποχή, έτσι, σαν σ’ ένα θύλακα, μια κάψουλα που τον στέγαζε, μια που δεν προσπαθούσε να μεταδώσει με τη βία σε κανένα αυτή την ευγένεια – ούτε καν στα παιδιά του.
Χρησιμοποιούσε ιδιόλεκτα. Εγώ, για παράδειγμα, στη δική του γλώσσα, ήμουν νούναρος, μεγάλο μυαλό που λένε, ιδιοφυία. Ήξερα σίγουρα κάτι παραπάνω απ’ το να δένω σε αρμαθιές τα γλισχρά σκόρδα. Τον εκ Πτολεμαίδας έμπορο κ. Βουνοτρυπίδη προσφωνούσε «κύριε Κουλοτρυπίδη» - απόλυτα σοβαρός. Δέχονταν μια προσωπική σημασία της λέξης. Μιλούσε δική του γλώσσα. Κι όσοι καταλάβαιναν.
          Με την πρώτη γυναίκα του, τη Σταυρούλα, απέκτησε δυό αγόρια. Τον Γιώργο, τον πατέρα μου, και τον Αποστόλη. Η Σταυρούλα πριν κλείσει τα είκοσι χάθηκε από ένα μολυσμένο του κάμπου κουνούπι. Η ελονοσία και η φθίση θέριζαν εκείνα τα χρόνια. Την έκλαψε, είπε δεν θα ξαναπαντρεφτεί, απέρριψε πέντε προξενιές και δέχτηκε την έκτη. Πήρε για γυναίκα του τη Μαργαρώ, μια πολίτισσα πρόσφυγα που, μέσω Θεσσαλονίκης, κατέληξε στο Βόλο. Απέκτησαν άλλα τέσσερα παιδιά, δυό αγόρια και δυό κορίτσια. Ασχολήθηκε με το εμπόριο σκόρδων και κρεμμυδιών στην αρχή, αργότερα άνοιξε δικό του μανάβικο. Αν και κέρδιζε αρκετά, δεν απόκτησε δικό του στέκι. Άλλαζε συνεχώς τόπο διαμονής – θυμάμαι τέσσερα τουλάχιστον απ’ τα σπίτια που έμενε. Ένα στην οδό Χατζηαργύρη, απέναντι απ’ το κατάστημα εκκλησιαστικών βιβλίων του Σχοινά και πλάι σ’ έναν οίκο ανοχής. Ο Σχοινάς προσέλαβε το μεγάλο γιό, το Θανάση και η γιαγιά περνούσε, κρυφά απ’ τον παππού, σκεπασμένα πιάτα «στα κορίτσια», από ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή της. Συμπαθούσε ιδιαίτερα την πηλιορείτισσα Μπέττυ, πρώην και μετέπειτα (εφόσον καλοπαντρεύτηκε ένα πλούσιο πελάτη της) Ελισσάβετ. Ύστερα μετακόμισαν στον ίδιο δρόμο ψηλότερα, προς την οδό Κωνσταντά, στο σπίτι με τη μανόλια. Αυτή η αυλή μου ενέπνευσε το διήγημα «Σχόλιο σ’ αφορισμό του Όσκαρ Ουάιλντ», εκείνο που η μακαρίτισσα Λιάνα Αγκρή είχε χαρακτηρίσει ως «κείμενο αθώο με λανθάνοντα ερωτισμό». Το σπίτι της οδού Κουντουριώτου υπήρξε το τρίτο. Είχε, κατά τον παππού, καλή ….  γκοζίνα. Αυτή, πάνω απ’ όλα, τον ενδιέφερε.
          Για την ιστορία των γεμιστών που κάποια Πέμπτη μαγειρεύτηκαν σ’ αυτή την κουζίνα, δακρύβρεχτα λόγω της εξέλιξης του «Μείνε κοντά μου, αγαπημένη», που σερβιρίστηκαν σ’ ένα τραπέζι στο οποίο ήμουν καλεσμένος, για την απίστευτη λαιμαργία του παππού που καταβρόχθισε τα μισά πριν καταλάβουμε ότι ξένο ταψί κουβαλήσαμε απ’ το φούρνο, για όλα αυτά έχω ξαναγράψει. Όπως και για την αντίδραση της υστερικής κυρίας την οποία βρήκαμε να μας περιμένει στο φούρνο με ολόκληρο το δικό μας ταψί – τι να τα κάνω τα δικά σου, κυρά μου, τα δικά μου είχαν γέμιση με κιμά, καλά δεν πήρατε χαμπάρι τι τρώγατε, είστε αναίσθητοι, τι να πω…
          Σ’ όλα αυτά έχω αναφερθεί.
          Μια μικρή λεπτομέρεια δε μάθατε μόνο.
          Την ώρα που, γυρίζοντας, μπαίναμε στο διάδρομο της αυλής, η γιαγιά κούνησε το χέρι, μισοαπελπισμένα – μισοαπειλητικά και – αχ, μωρέ Γιαννάκο, τι μου’ κανες, φώναξε στον καθισμένο μπροστά στο τραπέζι της βεράντας παππού.
          Ούτε που πρόσεξε ότι ο στητός και αγέρωχος μπάρμπα- Γιάννης άκουγε προσεκτικά ένα πελώριο και σκοτεινό άγγελο που είχε απλώσει τις φτερούγες του γύρω απ’ το τραπέζι και σκούπιζε- όπως εκείνη του έμαθε- με μια πετσέτα,, σαν καθωσπρέπει κύριος,  τα λαδωμένα του χείλη.

Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2013

ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

 

Υπάρχουν άνθρωποι που διεξέρχονται, ή μάλλον γλεντούν, ένα βίο σαλτιμπάγκου. Στο κέντρο μιας ομήγυρης, βασική τους μέριμνα είναι η διασκέδαση των άλλων, με μια παραμόρφωση δική τους – όπως στους καθρέφτες του λούνα παρκ.
Στα παιδικά τους χρόνια μόρφαζαν και χειρονομούσαν παίζοντας επινοημένους στη στιγμή ρόλους, υπολογίζοντας κυρίως την κρίση του αρχηγού της παρέας – νευρόσπαστα του ταπεινά.
Αργότερα, με μια κατάχρηση του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναφοράς που παράγει γέλιο, συνέχισαν με προσοχή και συνέπεια να χρωματίζουν ανάλογα κάθε στιγμή της ζωής τους.
Φαντάζομαι ότι το δόγμα τους είναι το «η γελοιότητα οφείλει να με ακολουθεί έως το θάνατο μου».
Κι είναι αυτός ο θάνατος κοντινός, μια που τα κωμικά σχήματα κάποτε εξαντλούνται.
 Συνήθως αιτία του είναι ένα πολύπλοκο ατύχημα, στη ρίζα του οποίου εμφιλοχωρεί η καθαρή βλακεία: «Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά» συμπεραίνουν όλοι. Κι αργότερα, πολύ συχνά, στην ανάμνηση του βίου και του τέλους τους, οι συγγενείς και φίλοι νιώθουν να αναδεύεται εντός τους ο πικρός κλαυσίγελως.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ ο συμμαθητής μας στο, εξατάξιο τότε, Γυμνάσιο Γιώργος Στ. σηκώνονταν για εξέταση στο μάθημα της Λογικής με μιαν απόλυτα ισόρροπη κατακόρυφο ακροβάτη τσιρκολάνου- περπατώντας δηλαδή με τα χέρια - και άφηνε άναυδους τους συμμαθητές του και τον καθηγητή ο οποίος επέμενε ώς τη στιγμή εκείνη στο «ράβδος στη γωνία άρα βρέχει». Κάποιες φορές στα διαλείμματα, με μια  μαύρη μπέρτα παρίστανε τον Ζορό. Στο χέρι κρατούσε ως ξίφος, σπασμένο σκελετό γυαλιών. Κι άλλοτε, με το «ορέ Έλληνες» των Κολοκοτρωναίων, εισέβαλλε στην αίθουσα καβάλα σε ένα ημιθανές γαϊδουράκι.
Το πρώτο καλοκαίρι μετά την αποφοίτησή μας, διαβάσαμε για τον άτυχο θάνατό του. Εργάζονταν στα τσιμέντα της ΑΓΕΤ και προσπάθησε να πηδήσει από την ταράτσα ενός εξαόροφου κτηρίου στο απέναντί του- τρία μέτρα  απόσταση. Έφυγε  βολίδα  στο κενό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, αφού έπαιξε στα κείμενά του με δεκάδες μάσκες που εμφάνιζαν και έκρυβαν, όπως σε παλίμψηστο, μιαν απροσδιόριστη εντέλει σεξουαλική ταυτότητα, βρέθηκε στραγγαλισμένος στο σπίτι του. Φορούσε γυναικεία ρούχα κι είχε ξεχάσει να ξυρίσει τα πόδια του.
Άλλη περίπτωση παράξενου θανάτου μου αφηγήθηκε, καθισμένη κάτω από την κυδωνιά της αυλής της, παίζοντας στα χέρια της ένα κίτρινο κρίνο, η σεβαστή κα Ελένη Δουκίδου. Θανάτου γελοίου, επομένου μιας απόλυτα γελοίας στιγμής.
«Η Βασιλική Πουτούλη, κάτοικος Πορταριάς, ξύπνησε εκείνο το πρωί με μια παράδοξη διάθεση. Κατέβηκε αμέσως στο κατώι και κρύφτηκε πλάι στο κιούπι όπου αποθήκευαν το λάδι. Τον καιρό τη Κατοχής στο στόμιο του σκεύους αυτού  τυλίγονταν ο λαφιάτης, το τρομερό στην όψη φίδι με τα κέρατα που το αγαπούσαν γιατί καθάριζε τον τόπο από τα ποντίκια. Σε λίγο άρχισαν να περνούν από μπροστά της οι πουλάδες με την πρωινή τους γκρίνια. Δεκαεπτά στη σειρά. Άσπρες, κόκκινες, ψαρές. Τελευταία τα δύο κοκόρια. Πρώτος ο μικρός, μ’ ανήσυχα τινάγματα του κεφαλιού, ελάχιστα διαφορετικός από τις κότες. Τελευταίος έρχονταν ο άρχοντας του κοτετσιού. Παχύς, βαρύς, με πολύχρωμη ουρά και βαριεστημένο βάδισμα. Αυτόν έβαλε στο μάτι η Βασιλική. Όρμησε, τον άρπαξε, άρπαξε και τη σούβλα για το κοκορέτσι καi ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Βγήκε στην αυλή, πλάι στον αμαξωτό δρόμο. Πατώντας του το κεφάλι, σούβλισε τον πετεινό, άναψε μια μικρή φωτιά με τα κάρβουνα, πέρασε τη σούβλα στις φούρκες και άρχισε να  τη γυρίζει. Το πουλί έκραξε τρομαγμένα, ενώ λαμπάδιαζαν τα φτερά του. Η Βασιλική άνοιξε και ένα μπουκάλι ρετσίνας.
Οι περιπατητές του αμαξωτού δρόμου σταμάτησαν ξαφνιασμένοι. Τα γύρω παράθυρα άνοιξαν. Ακούστηκαν γέλια. Οι επιβάτες ενός λεωφορείου που κατέβαινε αργά, άρχισαν να χειροκροτούν. Ο εισπράκτορας φώναζε «μέσα τα κεφάλια σας».
Εκείνη τη στιγμή βρήκε ως την πλέον πρόσφορη να την  επισκεφθεί ο παπα Μαραθάς. Την ήθελε χαλαρή και εύθυμη για να της ανακοινώσει μετά το γλυκό που τον τρατάρισε:  «Ο γιος σου παντρεύεται την ερχόμενη Κυριακή. Σε παρακαλώ μην φέρεις αντίρρηση. Σε φοβάται για κάτι τέτοιο».
Η Βασιλική εκτός από το γιο της, είχε και δύο κόρες «της παντρειάς».
Ακόμη κι εκείνα τα χρόνια ίσχυε η τρομερή και ανθρωποφάγος συνήθεια της σειράς προτεραιότητας προς αποκατάσταση, με πρώτο το αβρό φύλλο. Πολύ συχνά, ο γιος της Βασιλικής άκουγε τη συμβουλή-  προτροπή- απειλή: «Να τελειώσεις πρώτα με τις αδελφές σου και ύστερα να βρεις και εσύ ένα καλό κορίτσι».
Το καλό κορίτσι βρέθηκε πρόωρα.
Οι ατμοί του κρασιού, τα χειροκροτήματα, οι κραυγές του πετεινού επιβράδυναν τα αντανακλαστικά της Βασιλικής. «Ναι παπά μου, όπως πεις εσύ», είπε στην αρχή. Ύστερα σοβαρεύτηκε και τον ρώτησε με παράπονο: «Τι σου έκανα και με χτύπησες; Και μάλιστα εδώ;». Και έφερε το χέρι στο γόνατο.
 Κι απότομα έγειρε στην καρέκλα.
Η δεκαπεντάχρονη τότε Ελένη Δουκίδου θυμάται ότι κατέβασαν τη σωρό της           Βασιλικής από την εξωτερική σκάλα που σχημάτιζαν πέτρες κάθετα σφηνωμένες  στην πεζούλα με το άγριο γιασεμί.
Λέω στην αφηγήτρια ότι έχω σκοπό να εντάξω στη σειρά των γελοίων θανάτων τη διήγησή της. Κι αρχίζει τότε μιαν άλλη ιστορία, διαφορετική.
«Τα χρόνια της Κατοχής υπήρξαν αφόρητα σκληρά για όλους και ιδιαίτερα για εμάς, τα παιδιά. Περισσότερες φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιμάται –ενώ μακρινοί ούρλιαζαν λύκοι- στις σπηλιές, για το φόβο των βομβαρδισμών, και λιγότερες στο κρεβάτι μου.
Υπήρξαν όμως και διαλείμματα περισσότερο ξένοιαστα. Τότε βρίσκαμε ξανά την αθωότητα του παιχνιδιού. Θυμάμαι ότι, λίγο πριν βραδιάσει, γελούσαμε πίσω από το φράχτη με τα αστεία παραμιλητά της Πατράκαινας. Δίπλα μου στριμώχνονταν και ένα σκελετωμένο παιδί- ο Νίκος.
Ο Νίκος περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι μας. Χτυπούσε την πόρτα και με μια φωνή οξεία και βραχνή, σαν του παπαγάλου, έθετε το ίδιο πάντα στερεότυπο αίτημά του προς τη μάνα μου: «Θείτσα Χρυσάνθη,  δώσε μου σε παρακαλώ ένα κομμάτι ψωμί, πολύ σε παρακαλώ, είπε η μαμά μου , ένα κομμάτι ψωμί γιατί πεινάω». Δεν άλλαζε ούτε λέξη, ούτε τόνο.
Πειραχτήρι μόνιμο εγώ του ζητούσα να το επαναλάβει για να του δώσω δύο κομμάτια ψωμί.
Και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια με τον ίδιο τρόπο- σαν σε κασέτα.
Ένα βράδυ δεν ήρθε ώς το φράχτη. Δεν παραξενεύτηκα, ούτε τον αναζήτησα. Η προσοχή μου για άλλη μια φορά ήταν στο τρελό παραλήρημα της γριάς.
Το πρωί το είδα ξαπλωμένο με τυμπανισμένη κοιλιά στην άκρη του αμαξωτού δρόμου.
Η μάνα του βουβή πλάι περίμενε το κάρο να μαζέψει τη σωρό.
Ένιωσα τον κόσμο να βουλιάζει. Θυμήθηκα πόσο τον βασάνισα.
Ακόμη και τώρα με παιδεύει κάποια βράδια η ανάμνησή του.
Τώρα πες μου που θα εντάξεις αυτή την ιστορία. Στους κωμικούς, στους πικρούς, στους φρικτούς θανάτους;».
Δεν απάντησα. Ζήτησα μόνο να μου μιλήσει λεπτομερέστερα για το λήρο της Πατράκαινας.
«Ήταν συμπαθητική και λιγομίλητη. Ευγενική με όλους και απόλυτα λογική στην κουβέντα της. Τα απογεύματα έβγαζε δύο καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι της αυλής. Έστρωνε το τραπέζι με δύο πιάτα και διπλά μαχαιροπίρουνα. Ύστερα, παριστάνοντας ότι τρώει, μιλούσε στο κενό απέναντί της: ‘‘Φάε Δημητράκη το κρέας σου’’ και απαντούσε η ίδια: ‘‘Δεν πεινάω, Μαργιολή’’. ‘‘Κρυώνω Δημητράκη’’ συνέχιζε. Κι ακολουθούσε η απάντηση του ….. Δημήτρη, του Δημήτρη που βρισκόταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς της αυλής, κομμένος στη μέση από γερμανική οβίδα: ¨Μείνε, γυναίκα ακόμη λίγο. Όταν βραδιάσει θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ



Πάντα παραδείσια ομολογώ την αίσθηση των αίθριων κυριακάτικων πρωινών, αμέσως μετά την απόλυση, στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων.
Η αυλή γέμιζε από κόσμο. Άντρες με μακριά παλτά ζεσταίνονταν από έναν κρύο ήλιο. Περνούσαν δίπλα απ’ το πηγάδι του αγιάσματος και κατευθύνονταν προς το καφενείο με τα μπιλιάρδα και τα ποδοσφαιράκια. Οι γυναίκες με τα μαλλιά πιασμένα κότσο αγόραζαν στα πιτσιρίκια μαλλί της γριάς ή μηλαράκι ζαχαρωμένο, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους έκρωζαν κοράκια αφημένα σ’ ένα γλυκό βοριά που τρέλαινε τους ανεμοδείχτες.
Μετά το αντίδωρο έτρωγα το τετράγωνο γεμιστό μπισκοτάκι κι έσπαζα στη φούχτα μου τα σαρκώδη φύλλα του κισσού που σκέπαζε το τοιχάκι του αγιάσματος. Ανάμεσά μας μπλέκονταν αρχαϊκοί και ειλικρινείς ζητιάνοι. Ο κουτσο–Γιάννης ο σιωπηλός, άπλωνε το χέρι του σε ορθή γωνία, μ’ ένα ρακένδυτο, ισχνό όσο και οι νέες λεύκες των δρόμων σώμα. Πιο πέρα το χαζο–Φταλιώ, ένας θηλυκός Φάλσταφ, σωρός από λίπος, αυτό που θάλεγαν οι παπαδιαμάντειοι αγυόπαιδες σαβουρόκοφα, λοξύγγιαζε παρακαλώντας και βρίζοντας. Υπήρχε ακόμη ο ευγενικός και καλοντυμένος λεπτός κύριος που στη συνέχεια έπαιρνε ένα – ένα στη σειρά τα σπίτια ζητώντας (μόνιμη ταρίφα) μια φετούλα ψωμί – τόσο ψωμί τι τόκανε;
Τελευταίος έβγαινε από την εκκλησία ο Τάκης ο Μπούλιας ή Παναγίτσας. Παχύς – παχύς, με γαλάζιο πάντα κοστούμι, τεζαρισμένο κι επιμελημένα σκόρπιο στο γυμνό κρανίο μαλλί. Γέμιζε το γιλέκο του με δεκάδες εικονίτσες. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν όσο και οι φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών. Η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Ευγενία. Πριν περάσει κάποια κατάστηθα, ο Τάκης την φιλούσε. Ύστερα μας μιλούσε για τη θαυματουργό της δύναμη. Τον προφύλαγαν όλοι αυτοί οι άγιοι από τις πτώσεις που του 'φερναν οι συχνές κρίσεις επιληψίας. Τον προφύλαγαν  κι απ’ τους κακούς ευταξίες που τον απομάκρυναν στη μεγάλη Είσοδο από τα πόδια του ιερέα, όταν έπεφτε μπρούμυτα και τα καταφιλούσε.
Όταν ο Τάκης έβγαινε από το ναό τρέχαμε με τις φούχτες γεμάτες πώματα λεμονάδας, λεμονίτας, μπυράλ, που βρίσκαμε σκαλίζοντας σαν κότες το χώμα γύρω απ΄ το περίπτερο του Παρίση. Του τα προσφέραμε έχοντας την εντύπωση πως θα τον ξεγελούσε η ομοιότητα με τις εικονίτσες. Εκείνος έβαζε μετάνοια και τα ’παιρνε για να μη μας στενοχωρήσει. Αγαπούσε τα παιδιά, τους ομηλίκους του, αυτό το τεράστιο παιδί.
Κάποτε, την ώρα του κηρύγματος, ο δαίμονας που τον βασάνιζε τον χτύπησε άσχημα. Τον είδαμε ξαφνικά να βουλιάζει μ’ ένα βογκητό στους καπνούς του λιβανιού, να χάνεται σ’ έναν τόπο καταδικό του. Ρεύματα τον τραβούσαν και τον τίναζαν, παράξενες πρέπει να συναντούσε στροφές και μια αύρα που έρχονταν από  κήπους εδεμικούς οι οποίοι, εκείνες τουλάχιστον τις στιγμές, ένιωθε ότι του ήσαν απαγορευμένες. Το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς και πάλευε με αόρατους εχθρούς. Συνήλθε κάποια στιγμή, φώναξε «εσύ φταις, παπα–Δημήτρη» και κοιμήθηκε ροχαλίζοντας φριχτά εκεί στο σολέα, στα πόδια των ψαλτών και του έκπληκτου ιερέα, οι οποίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν: Η Θεία Λειτουργία δεν διακόπτεται, ακόμη κι αν στη διάρκειά της πεθάνει ο ίδιος ο λειτουργός.
Ο Τάκης ο Παναγίτσας ή Μπούλιας έμενε σ’ ένα δωματιάκι φτιαγμένο μέσα στα πεύκα του κτήματος Σέφελ, στα Πευκάκια. Στην αυλή μια κληματαριά σκίαζε μπουκάλια, τενεκεδάκια, φαλακρές πλαστικές κούκλες, ζιπουνάκια σκισμένα, ένα οινοπνευματί σκαμνί, έναν προφυλαχτήρα αυτοκινήτου, ένα κλουβί μ’ ένα παπούτσι μέσα, πέντε άσεμνα νεροκολόκυθα – τα κουβαλούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του ο Τάκης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα έσβηνε η θάλασσα. Τότε κολυμπούσαμε εκεί. Ανάμεσα σε σάπια καΐκια, το τσιμεντένιο πλοίο βουλιαγμένο απ’ τα χρόνια της κατοχής, λαβράκια που γύριζαν βαριά, σαν βυζαντινοί άρχοντες, στο βυθό, ενώ πάνω μας πετούσαν γλάροι και τσικνιάδες.
(Εδώ βρισκόταν η εκτός των τειχών παραλία της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας, επομένως από εδώ τρύπωσαν πειρατές και λεηλάτησαν την πόλη, μασκαρεμένοι, κατά τον Κεκαυμένο, σε πραματευτές από δω, σίγουρα, πέρασαν παλαιότερα και Καρχηδόνιοι ελέφαντες).
Στα δικά μας χρόνια την ήρεμη παραλία, δίπλα στον ταρσανά, όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, διέσχιζαν τα ποδήλατα, που σήμερα ονομάζουμε νταλίκες, τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ, στολισμένα με σημαιάκια στο μπροστινό φτερό και στο τιμόνι χάντρινες καρδούλες. Ορισμένα είχαν και ραδιοφωνάκια, φτιαγμένα από φανάρι, τυλιγμένο σε νάιλον κάλτσα, που δούλευε με το δυναμό του τροχού. Ο γείτονάς μου ο Κρεμαστάς είχε και μια ταμπέλα στο πίσω φτερό ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΑΝ ΜΕ ΑΓΑΠΑΤΕ, ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΤΕ. Αυτός ταξίδευε χιλιόμετρα, κάποτε έφτασε με το ποδήλατο ως τα Τρίκαλα. Με το ίδιο όχημα πηγαίναμε για μπάνιο στη σκάλα στα Πευκάκια, κάτω από την ταβέρνα του Θωμά, εκεί που η θάλασσα τραβιόταν αποκαλύπτοντας βράχια απρόβλεπτα και στεγνά καβούρια.
Μια τέτοια νταλίκα δανείστηκε κάποτε ο Τάκης. Ανέβηκε επίσημα, με τα καλά του, το κουστούμι και το γιλέκο. Σχεδόν τελετουργικά. Κάποιοι τον έσπρωξαν στην ανηφόρα. Πέρασε θριαμβικά δίπλα από τις ανατιναγμένες αποθήκες τις πνιγμένες στις αγριοσυκιές, πέρασε με ταχύτητα μέσα από τα πεύκα. Στο τέλος του δρόμου σταμάτησε. Γύρισε και μας κοίταξε. Στο δυσμικό ήλιο έλαμψαν τα παράσημα, οι άγιοί του. Κι όπως κοίταξε λοξά (οι επιληπτικοί φοβούνται τις λάμψεις)

                                                                        φταρνίστηκε δυνατά
ή
                                                                        άρχισε αργά ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς 
ή
                                                                        μας κοίταξε τρυφερά


Κι αυτό υπήρξε το τέλος της παιδικής μου ηλικίας.

Παρασκευή, 22 Φεβρουαρίου 2013

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΛΕΝΗ


Πέρασε δίπλα μας, στις ανδρώες θέσεις εισβολέας, όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο διακριτική , όχι για μας ,αλλά για όσους με κλειστά μάτια συνήθιζαν να  προσεύχονται, άλλωστε η ανθισμένη τιλιά στο προαύλιο του Αγίου Τρύφωνα σκέπαζε κάθε άρωμα -τι άλλο πειρασμικά από μια γυναίκα να αισθανθούν όσοι καταλάβαιναν πού βρίσκονταν  την Κυριακή στις εννιάμιση το πρωί.; Κάθισε κάτω από την αγιογραφία του ιεράρχη Αγίου Νεκταρίου, έβγαλε από την τεράστια τσάντα της ένα σακούλι κι άρχισε να μασουλάει και να φτύνει  στο χαλί της Εκκλησίας σπυριά ωμού σταριού:Ήταν το δικό της μνημόσυνο σ΄όσους έφυγαν κάποια τρυφερή νύχτα, αφήνοντας απότιστο το φύκο της βεράντας, ξεχνώντας εντελώς τη συνέχεια αγαπημένων τηλεοπτικών σειρών, έφυγαν με ένα τελευταίο στεναγμό, χωρίς μια καληνύχτα σ΄ εκείνη, την εγγονή, την  κόρη , τη σύζυγο την αδελφή.
 Σε καιρούς που τα πράγματα έμοιαζαν νάχουν σταθεροποιηθεί σε άλλους δρόμους , οραματιστής όσο όλοι οι ατάλαντοι ποιητές, εγώ, ο γείτονας και παρατηρητής του παρατηρητηρίου της, έγραψα μια μπαλάντα με τίτλο το όνομά της: «Η δεσποινίς Ελένη». Η Ελένη η γεροντοκόρη που, παλαιότερα, μιλούσε μπροστά στο καντηλάκι με τη γιαγιά η οποία βρίσκονταν ήδη στο Επέκεινα, γκρίνιαζε με τη μαμά της, τη δύστροπη κυρα-Όλγα και το βράδυ, στην κλίνη που θα μπορούσε να καταλήξει παστάδα όσο και φέρετρο, αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί με το υγρό αστέρι που έβλεπε να τρεμοσβήνει πάνω από τα, σαν απειλητικές παλάμες, φύλλα της κληματαριάς:

Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του ωραίου που θα  φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Κατά το πρωθύστερο, να σημειώσω ότι είχε προηγηθεί στο ποίημα  μια περιγραφή λυρικότατη της νύχτας:

Έξω η βραδιά ανθίζει λυπημένη
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια.
Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια,
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι.

O ωραίος βατραχόσχημός της, εκείνος που η Ελένη νόμιζε ότι θα μπορούσε να αποκαλύψει την πριγκηπική του μεγαλοπρέπεια-με τον γνωστό τρόπο των ερωτευμένων- ήταν εκείνη την εποχή της νεότητάς της o Γιώργος , ένας βιοτέχνης, ιδιοκτήτης κοντινού εργαστηρίου κουρτινών.
Στην πραγματικότητα, η δεσποινίς Ελένη είχε την ιδρωμένη φαλάκρα του ως της μέρας άστρο. Ένα άστρο που άδυτο θα παρέμενε για όλη της τη ζωή.
 Από τη βεράντα  του διώροφου σπιτιού της δεν έβλεπε απέναντι, στις παλαιές αλυκές, τα παιδιά που γκρέμιζαν εκείνη την ώρα το σπιτάκι των αλατωρύχων, ούτε τα σκουριασμένα σκαριά των πλοίων που έμοιαζαν να αράζουν μέσα σε κυλινδρόχορτα και βούρλα, τρομάζοντας τα μικρά γλαρόπουλα και τα ζευγάρια που ξάπλωναν εκεί
Κοίταζε εναγώνια το δρόμο  ψάχνοντάς τον.
 Το βλέμμα της δεν το κούραζαν οι πλανόδιοι με την απίστευτη  φωνογραφία του μεσημεριού-ψαράδες και μανάβηδες και ψιλικατζήδες, με κάρα που έσερναν βαριά άλογα ούντρας, ενώ πίσω τους έτρεχαν οι νοικοκυρές της μισής μαραμένης γαρδένιας σε γκαζοτενεκέ για να μαζέψουν την κοπριά-λίπασμα που έπεφτε πίσω από το ζώο σαν τη αποσιωποιητική στίξη των πρωτολείων στιχουργημάτων μας.

Η Ελένη  μοιράστηκε με τον πρίγκηπά της μια καθαρότητα μεσημβρινού πρωινού στις Αλυκές, πλάι στη θάλασσα που είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα, ένα χρώμα που υπόσχονταν αιφνίδια αναδυόμενους ναυτίλους, κι εκείνα τα κωμικά και αλμυρά σπιθαμιαία αλογάκια, τους ιππόκαμπους που ξερνούσαν τα παιδιά  τους. Ακούονταν οι τενεκέδες και τα έι των  βαρκάρηδων, ενώ ο αέρας, φευγαλέα βελούδινος, έδινε την του αιώνιου υπόσχεση. Η Ελένη καθισμένη στην άμμο ένιωθε ένα αιχμηρό βούλιαγμα στο στήθος καθώς εκείνος της κρατούσε το χέρι. Αυτή υπήρξε η μοναδική, πρώτη και τελευταία, συνάντησή τους. Της εξήγησε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να συνεχισθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή που, αν τον γνώριζε, θα δικαίωνε στην καρδιά της τον Σέρεν Κίκεργκωρ, επειδή υπήρξε η διαστολή ώς το άπειρο του δικού της χρόνου- σ΄ αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε αιωνιότητα. Πρέπει να τη θυμόταν εκείνη μέχρι την ώρα που ένας άναρχος αέρας φύσηξε στο μυαλό της, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι η σχέση του με την εργάτρια του εργοστασίου του, αυτή που εκείνη γνώριζε ήδη αλλά δεν ήθελε να παραδεχθεί, ήταν πολύ σοβαρή-πήγαιναν για γάμο.
Η Ελένη ξαναγύρισε στο μπαλκόνι και στο παραφύλαγμά της: Νάτος, περνάει τώρα, θα γυρίσει να την κοιτάξει…Κάποιες φορές η μορφή του έσβηνε ή έπαιρνε ξένα χαρακτηριστικά. Στις δυο-τρεις ερωτικές ιστορίες που έζησε στη συνέχεια κυρίαρχη ήταν η φαντασίωση: Του μιλούσε κοιτάζοντάς τους, τον αγκάλιαζε ακουμπώντας στα μπράτσα τους. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ένας υστερικός νεαρός- τον ανακάλυψε στο κοτέτσι της κρυμμένο  τη μέρα της επιστράτευσης το 1974. Από παντού ακούγονταν εμβατήρια, οι πάντες έτρεχαν απορούντες  και σχολιάζοντες. Η Ελένη παραξενεύτηκε κυρίως για τη συμμετοχή των ορνίθων της-είχαν αναστατώσει τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. Κατέβηκε στην αυλή, έσκυψε στη χαμηλή πορτούλα κι είδε έναν άνδρα να κλαίει με λυγμούς: Φοβόταν μη τον πάρουν στο στρατό. Μετέφηβος έντρομος που ησύχασε μόνο στο κρεβάτι της. Έμεινε εκεί ώς να κατασιγάσουν τα πράγματα, ξέρετε, εκείνη η ιστορία με τον πόλεμο που δεν ξεκίνησε, με τα άδεια από όπλα κασόνια, την πτώση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή. Ο νεαρός έφυγε ένα μεσημέρι, με τον συνήθη τρόπο των ηρώων μου, πετάχτηκε για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε-προφανώς δεν κοίταζε προς το κοτέτσι καθώς σήκωνε το μάνταλο της αυλής.  Η Ελένη παρηγορήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν κοιμόταν με κάποιο κλώνο του Γιώργου- πάνω σε μια κουβέντα που είχε με την χελωνόμορφη και χελωνόφρονη γιαγιά το κατάλαβε. «Δεν υπάρχει επανάληψη, το κάθε τι είναι μοναδικό, να κοιτάς μπροστά» της είπε και εκείνη την άκουσε-κοίταξε μπροστά, δηλαδή πίσω, καθώς ο άνθρωπος που τα όνειρά της πλέον στοίχειωνε την κύκλωνε, σαν το φίδι που περιγράφει τη θεωρία του εφέσσιου σκοτεινού φιλόσοφου, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Άνω- κάτω ίσον εμπρός- πίσω, ίσον τέλος και αρχή. Όλα τα ίδια και μάλιστα τυλιγμένα με κουρτίνες. Ο επόμενος που διέλυσε αυτή την παραίσθηση ήταν ένας νεαρός ποδοσφαιριστής που τότε έπαιζε στην κοντινή αλάνα σε ερασιτεχνική ομάδα. Αργότερα έπαιξε σε ομάδα του κέντρου, ακόμη και στην Εθνική- τόσο ταλαντούχος. Εκείνο τον καιρό ντρίμπλαρε ακόμη και την κερκίδα των δυο σκαλοπατιών, ακόμη και το κίτρινο γκρο διάζωμα, περνούσε σε εαρινά λιβάδια και γλυκίφθογγους αιθέρες, γίνονταν ο ίδιος μουσική. Ύστερα τσακώνονταν με τους φιλάθλους και τους σημάδευε με το σπασμένο κεραμίδι του ξερού γηπέδου. Με την Ελένη γνωρίστηκαν κάποιο απόγευμα που  αυτός γύριζε από την προπόνηση κι εκείνη από μια βόλτα στα προσφυγικά. Τη συνήθιζε αυτή τη μετάβαση για την ιχνηλασία ενός κοντινού παρελθόντος, σε ποια αυλή είχαν ξεμείνει τα καρβουνάκια μνήμης που είχε τοποθετήσει η ξεδοντιασμένη μικρασιάτισσα (τη φαντάζονταν ως ξεπεσμένη παλαιά αρχόντισσα) ανάμεσα στα λαμπερά χόρτα, πού υπήρχε ένα άδειο κλουβί με  μανταλάκι πιασμένο στο σύρμα ή ένα μισάνοιχτο παράθυρο απ΄ όπου φαίνονταν η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή  μ΄ένα μπλε χρυσίζον φόρεμα . Εκείνο το απόγευμα είχε σκύψει κι εκείνη μαζί με αρκετούς  γείτονες και τον ποδοσφαιριστή σ΄ ένα από τα πηγάδια που έχασκαν χωρίς φιλιατρό μπροστά σε μια οικοδομή. Στο βάθος του διέκριναν να επιπλέει ένα λευκό κρανίο. Η Ελένη έβγαλε μια μικρή κραυγή κι άρπαξε φοβισμένα το χέρι του. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Μετά από ένα χρόνο της είπε ότι έπρεπε να τον καταλάβει. Τον ζητούσε μια ομάδα της Α΄ Εθνικής σε άλλη πόλη. Η Ελένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμήθηκε μια παλαιά αρραβωνιαστικιά που συζούσε σε  σκηνή μπροστά στο νεότευκτο πλέον σπίτι που κοιτούσαν κι οι δυο όταν αναπολούσαν τον παράδοξο τρόπο της γνωριμίας τους. Η κοπέλα  είχε εξαφανιστεί τότε. Κανείς από το σόι του άντρα δεν μιλούσε για εκείνη. «Να πας» του είπε «δε θα σταθώ εγώ εμπόδιο στην τύχη σου».
Στη σούπα των ευάριθμων ημερών που ακολούθησαν τον τελευταίο χωρισμό, τα αξιοσημείωτα είναι ένα όνειρο που είδε η Ελένη και που μέσω της γειτόνισσάς της, της Τσιτσώς, της επονομαζόμενης και Ρώιτερ, κοινοποιήθηκε στη συνοικία. Είδε, λέει, ότι βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό, στο χειμωνιάτικο δωμάτιο. Κοιτούσε στον καθρέφτη και, τι παράξενο, ένα προσωπάκι μικρού παιδιού της χαμογελούσε. Όταν έπαψε να χαμογελάει, το στοματάκι του μετατράπηκε σε μια κίτρινη  πεταλούδα, από αυτές που, μαζί με τις σκιές στο ταβάνι, μετρούμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Η πεταλούδα πέταξε ξαφνικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, χάραξε άπειρες τεθλασμένες πριν σβήσει, παραμένοντας ως αίσθηση παρουσίας (κι αυτό το τελευταίο, παραδόξως, το κατανόησε η Τσιτσώ). Στη θέση του στόματος παρέμεινε, ένα χάσμα, μια μαύρη τρύπα που διαρκώς, περιδινούμενη, μεγάλωνε, γέμισε υφάδια αράχνης κι άπειρα κόκκινα μάτια ενώ ακούγονταν από χορωδίες τα πένθιμα  ευλογητάρια των μνημοσύνων. Το δεύτερο συμβάν, νομίζω ότι ακυρώνει τον, μάλλον επιπόλαιο, χαρακτηρισμό μου του χρόνου εκείνου ως « σούπας ημερών»- στο κάτω –κάτω η ποιότητα του μετρήσιμου καιρού είναι υπόθεση απόλυτα υποκειμενική. Το δεύτερο γεγονός, λοιπόν, είναι η  αναγγελία θανάτου του Γιώργου τάδε, βιομηχάνου κουρτινών, που κήδευε εκείνη που η Ελένη δεν ήθελε ακόμη, ως σύζυγο του, να  αναγνωρίσει. Και τα τρία παιδιά του.
Η Ελένη χάθηκε από προσώπου γης. Μια πένθιμη σιωπή της ενός περίπου μήνα τη διαδέχτηκε ένα πρωινό στο μπαλκόνι όπου,  ημίγυμνη, τραγουδούσε το «Τρελοκόριτσο» και το «Α κάζα ντ Ιρένε», εκδρομικά τραγούδια των σίξτι΄ς.
Ύστερα μάθαμε ξαφνικά ότι παντρεύτηκε από προξενιό στην Αμερική. Άλλοι έλεγαν ότι τη ζήτησε σε γάμο ένας κατασκευαστής φερέτρων για σκύλους του Μανχάτταν κι άλλοι την φαντάζονταν σε φάρμα να κυνηγάει, στις εκρηκτικά αίθριες Κυριακές της, τους χνουδωτούς σπόρους των αγριάγκαθων που ονομάζουμε «κλέφτες»-τέτοια αβρή μονοτονία να σπάει.
Το θέμα είναι ότι γύρισε χήρα μαυροντυμένη. Δε μίλησε, έκτοτε, σε κανένα. Κλείστηκε σ΄ένα κουκούλι αφασίας. Αφασίας, όχι σιγής. Επειδή τα βράδια άρχισαν να ακούγονται  δυνατοί γδούποι στο σπίτι . Οι κοντινοί γείτονες κατάλαβαν τι σήμαιναν οι ήχοι αυτοί. Η Ελένη, με βαριοπούλα, γκρέμιζε τις μεσοτοιχίες. Περνούσε από την κρεβατοκάμαρη στην κουζίνα κι από εκεί, σε μια βδομάδα, στο σαλόνι. Κάποιες φορές έβγαινε και σε εξωτερικούς τοίχους, άνοιγε οπές και κοιτούσε. Κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά.
Ο αδελφός της, ο Φαίδων, που την επισκέφτηκε μια μέρα, εξήγησε στον κόσμο ότι στη θέση των μεσοτοιχιών είχαν κρεμαστεί μεγάλες λευκές κουρτίνες.

Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
                         

            Η πρώτη εικόνα που είχα από έναν φεγγίτη, ανοικτό στο ταβάνι σχεδόν, του υπογείου της Σόλωνος, όπου πέρασα τον πρώτο χρόνο του διαστήματος που ονομάζουμε φοιτητική ζωή, ήταν το κεφάλι μιας δεκαοχτούρας ανάμεσα σε δυο γυναικεία πόδια. Πίσω, σε φόντο, κινούνταν οι εργάτες που  κατέβαζαν τα κεραμίδια του παλαιού νοσοκομείου – σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό Κέντρο. Ήσαν δυο ανθισμένα   πόδια κι οι εργάτες σήκωναν το κεφάλι, σαν να κατάπιναν γαλάζιες σταγόνες ουρανού. Μόνο το πουλί έμενε γκρίζο και γκρινιάρικο.
            Η πολυκατοικία στην οποία έμενα ήταν απ’ τις τετραώροφες του μεσοπολέμου. Είχε μικρά βρώμικα μπαλκόνια, φραγμένα με κιγκλιδώματα. Στα διακοσμητικά μοτίβα τους γυμνοί κορμοί δέντρων γεμάτοι καρπούς. Ο ακάλυπτος έβλεπε στην πόρτα της κουζίνας μας, γεμάτος αραχνιασμένα και μαύρα απ΄ την αιθάλη μικροαντικείμενα :  Μια ρόδα ποδηλάτου, μια πλαστική πεταλούδα, δυο ποτιστήρια, το πόδι μιας καρέκλας. Ίσως κάποια μπουκάλια – δύσοσμα και θλιβερά.
Στο σπίτι κατοικούσαν  οικογένειες γερόντων. Εκτός απ’ το ισόγειο (το ανώι για τον θυρωρό, ο οποίος έμενε πλάι μας, στο κατώι) όπου κάποιος Μαρίτσογλου είχε τα γραφεία αντιπροσωπείας στόκων και χρωμάτων.Στον πρώτο όροφο έμενε ο πάμπλουτος παραπληγικός κ. Τριάντης. Μας τον γνώρισε η υπηρέτριά του, η κ. Χρυσούλα, και για ένα διάστημα έβγαζα κάποια χρήματα, συντροφεύοντας τον το πρωί, όταν δεν είχα μάθημα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε όμως με προσήλωση τις εφημερίδες που του διάβαζα κι έδινε γραπτές, με τρεμουλιαστά πλαγιογράματα, τις οδηγίες τους στην οικονόμο του- έτσι συστήνονταν η κ. Χρυσούλα- και στον σοφέρ. Στον αμέσως επόμενο όροφο έμεναν ο στρατηγός ε.α. Πανουργιάς και οι Αργυρόπουλοι.
            Η αμνησία μου για τους, ουράνιους πλέον, υπεράνω έχει ένα χρώμα χειμωνιάτικου ουρανού. 


********
Οι μεταξύ μας σχέσεις ήσαν χαλαρές. Ίσως το χαρμόσυνο ποτάμι που δεν άγγιζε τους πλούσιους κυρίους σαν ήταν η σκάλα υπηρεσίας. Υποκαθιστούσε το σοκάκι της, χαμένης πια, γειτονιάς. Οι υπηρέτριες μιλούσαν ψιθυριστά ανεβοκατεβαίνοντας και γελούσαν δυνατά.
Εκφορείς του δημόσιου ή μάλλον του κοινοποιημένου ιδιωτικού λόγου των ενοίκων, τιτίβιζαν σαν απελεύθερα πουλιά. Μ’ άρεσε το βουητό τους ό,τι κι αν έλεγαν – άλλωστε τι να μ΄ ενδιαφέρουν τα μυστικά δέκα γερόντων…. Έγραψα για τις σχέσεις μας – μάλλον θα΄πρεπε να το πω αλλιώς: Ανυπαρξία σχέσεων υφίστατο.
Αυτό δεν εμπόδισε κάποιες αστείες ιστορίες να, ως ιστός, τυλιχθούν γύρω μας: Για παράδειγμα, εκείνη η λογόρροια που μ’ έπιανε όταν έκλεινα  και την τελευταία εφημερίδα του κ. Τριάντη, αποκύημα μιας αμηχανίας κι ενός φόβου μου απέναντι σ’ έναν άγνωστο μου άνδρα, που ήδη κοιτούσε την Αχερουσία με τους βαρκάρηδες της, εκείνη η νευρικότητα μ’ έκανε να του περιγράψω μάλλον εσφαλμένα την σοβαρή κατάσταση υγείας του κ. Αργυρόπουλου, «μας φεύγει» πρέπει να του είπα κι εκείνος άκουσε τον Αόριστο ως Ενεστώτα  κι έστειλε αμέσως στεφάνι στον κρεβατωμένο αλλά ζωντανό γείτονά του. Δεν μου το συγχώρησε ποτέ ο κ. Τριάντης, όμως κι ο δικός μου αντίλογος ίσχυε «γιατί δεν ρωτούσε, πριν το κάνει, το Ρώιτερ - την κυρά Χρυσούλα;».
Με τους Πανουργιάδες πάλι συνέβαιναν άλλα. Τουλάχιστον τρεις ασφαλίτες, με πολιτικά ήσαν στημένοι μονίμως στην είσοδο της πολυκατοικίας, πλάι στην κυρά- Χρυσάνθη, την γιαγιά μου, η οποία έμενε μαζί μου για να με φροντίζει – σοκολατόπαιδο γαρ -  την γιαγιά που έπλεκε  εντελώς αμέριμνη στην είσοδο το κοπανέλι της. Ο κόσμος μαζεύονταν και «τι είναι αυτό» την ρωτούσαν. Κι εκείνη άρχιζε ιστορίες για το χωριό της, που έμεναν πάντα στη μέση, επειδή οι άνθρωποι δεν άκουγαν, ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε τη φωνή της ή επειδή γίνονταν αντιληπτοί οι ασφαλίτες που σφύριζαν αδιάφοροι δήθεν. Τα χρόνια ήσαν πονηρά. Χειμώνας του ‘ 72.
*********
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη η μαύρη  πόλη ξεφλούδισε σ’ ένα λευκό προτεραίας αγνότητας. Το πρώτο μου χιόνι στην Αθήνα. Έτρεξα να το χαρώ. Πέρασα, δρομαίος τον σκοτεινό διάδρομο του υπογείου. Ένιωθα στο πρόσωπό μου τα υγρά μπατσάκια των εσωρούχων της Λαμπρινής, της κόρης του θυρωρού. Συνήθιζε να τα απλώνει μπροστά στην πόρτα της, πάντα μισάνοιχτη, πάντα υποσχόμενη. Ευτυχώς η από και προς την δική μου πόρτα (σε γωνία κολλητή με την δική της) κεκτημένη ταχύτητα δεν με σταμάτησε ποτέ εμπρός της. Λέω τώρα ευτυχώς επειδή κάποτε έμαθα, εγκύρως, ότι – μαινάδα – κυνηγούσε τρυφερούς μετέφηβους: Ήμουν ό,τι έπρεπε για τα δοντάκια της .
Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος κι ύστερα, από την Ιπποκράτους, στον Λυκαβηττό. Τον αγαπούσα αυτόν τον λόφο. Κρατούσα μνήμες χρόνων που αιφνιδίως σταματούσαν και πύκνωναν στην αιώνια στιγμή: Ένα βράδυ χόρευα στο κοίλον του θεάτρου, χόρευα το ζεϊμπέκικο «Σαββάτο σήμερα, μπα σε καλό μου και δεν θα δω το μωρό μου». Το φεγγάρι κεφάλι μεθυσμένου κλόουν, άπειρα τριζόνια ροκάνιζαν την προοπτική και μια κουκουβάγια έκλαιγε στην πρώτη κερκίδα.
*********
Ονόμαζα τα κυκλάμινα της πλαγιάς φωνογράφους απ’ όπου μου ψιθύριζαν οι νεκροί.

********
Όμως άσπρο πρώτη φορά έβλεπα το λόφο. Όσο ανέβαινα τόσο μούρχονταν στο νού, η έκφραση νοσταλγία του προορισμού. «Κάθε νιφάδα περνάει δίπλα    από αγγελικό χορό, έλεγα, τι όμορφα να γίνω κάποτε τόσο καθαρός». Μικρά κοτσύφια, πλάι μου, τρυπούσαν την σιωπή. Ψυχή ζώσα.
 Tο χιόνι κράτησε ως την πρωτοχρονιά. Παραμονές άρχισε να λιώνει, υποχώρησαν τα φαινόμενα, όμως εντάθηκε η παγωνιά. Εκείνη τη χρονιά δεν φύγαμε απ’ την Αθήνα για τις γιορτές. Αντίθετα, ήλθαν και οι γονείς μου, για να ‘μαστε μαζί τέτοιες μέρες.

 ******
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς εκκλησιασθήκαμε στους Αγίους Αναργύρους, ένα ναΐσκο δέκα μέτρα απ’ το σπίτι, στην άλλη πλευρά της Σόλωνος. Ο χώρος ήταν γεμάτος από φοιτητές της διπλανής Νομικής. Γυρίσαμε στο σπίτι  βιαστικά.. Έλειπε το δέντρο, περίσσευαν όμως οι κλαριντζήδες που ‘ παιζαν στο δρόμο, εκπρόθεσμα, τα Κάλαντα.
Προς το μεσημέρι, κι ενώ ψήνονταν στην κάζα η γεμιστή κότα της γιαγιάς, κόπηκε το ρεύμα. Βρεθήκαμε στο σκοτάδι, μια που ο φεγγίτης ελάχιστες ακτίνες απομυζούσε απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Κι εκτός από το φαγητό που έμεινε στη μέση, το ηλεκτρικό μας καλοριφέρ φέτες κρύου σιδήρου κατάντησε σε λίγα λεπτά. Στα πάνω διαμερίσματα ακούγαμε φωνές, μουσική, τραγούδια κι από αυτό συμπεράναμε ότι είχε πέσει ο γενικός διακόπτης ισογείου και υπογείων. Απευθυνθήκαμε στον θυρωρό. Ο διακόπτης βρίσκονταν στα γραφεία του Μαρίτσογλου, ο τελευταίος   όμως είχε εκδράμει στο Άργος Ορεστικό – δεν του ‘φθανε το κρύο της Αθήνας.  Ο θυρωρός είχε πέντε – έξη βραστά αυγά, «αν μπορούσαμε μ’ αυτά ν’ αποκρέψουμε» μας πρότεινε. Απόκριες έλεγαν στο χωριό του κάθε γιορτή. Τα δεχτήκαμε, τι να κάναμε, βράδιαζε ήδη όταν τα φάγαμε με ψωμί και τυρί. Αυγά, ψωμοτύρι και σαλάτα. Ούτε γλέντι, ούτε καν φως μια που τα δυο σπαρματσέτα  που βρέθηκαν μπέρδευαν μόνο τους πελώριους ισκίους μας με τα λιγοστά έπιπλα   και την αδιέξοδη σκάλα.
Βρήκαμε γρήγορα τα σκεπάσματα.

**********

Η Λαμπρινή άνοιξε σιγά – σιγά την πόρτα. Παράξενο: Φορούσε την γούνα της, το ‘βλεπα καθαρά, όμως κρατούσε στα χέρια το κοπανέλι της γιαγιάς. Πίσω της διέκρινα τους τρεις ασφαλίτες σ’ ένα τοπίο λιμνοθάλασσας. Γλάροι πετούσαν πάνω από δέσμες βούρλων. Η Λαμπρινή πλησίασε το κρεβάτι μου και μου μίλησε με την φωνή της γιαγιάς : «Είμαι η θειά Αχτίτσα, με στέλνει ο κυρ Αλέξανδρος, απ’ το καφενείο εδώ, στη Δεξαμενή…..».
Έσκυψε, με φίλησε στο στόμα κι έβγαλε απ’ το κοπανέλι δυό μεγάλες σπάθες κρυστάλλων, από αυτές που κρέμονται τον Χειμώνα στα περβάζια: «Με λαδάκι και ξύδι, συνέχισε, είναι υπέροχος μεζές».
         




Τετάρτη, 13 Φεβρουαρίου 2013

Μ' ΕΝΑ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΚΑΔΟΡΟ

 ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ

                                    Ή

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών  ή ,σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα.  Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια  και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο  του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)
 

-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του  Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες  πασπαλισμένοι  με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά  - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα  με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους  στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα  τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον  υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους  ανθισμένους ασφοδέλους.) 

Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 2013

ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ



 ΙΑΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ



Εκείνο το σούρουπο, ενώ περπατούσε, μετά από χρόνια, στην οδό Καλτετζών, κάποιο δρόμο ιαματικό-έτσι χαρακτήριζε πλέον τους τόπους που κρατούσαν μνημικά της  νεότητάς του ράκη - ένα δρόμο με καθησυχαστικές μονοκατοικίες ένθεν κι ένθεν, υπό το ραίνον και τον τυφλό ακκορντεονίστα που ακολουθούσε μοβ χιόνι των δέντρων, σπάζοντας απαλά τους μισοσβησμένους ιστούς της απίστευτης φωνογραφίας των πλανοδίων μιας άλλης εποχής, πατώντας τους ίσκιους  παιδιών που μεγάλωσαν, γέρασαν και οικιστές πλέον, οι περισσότεροι, υπάρχουν της αχερούσιας όχθης, σταμάτησε να ανάψει τσιγάρο.
Είχε στην αριστερή τσέπη το μάλμπορο, όμως έκανε λάθος και με τρέμοντα χέρια έβγαλε από τη δεξιά το κουτάκι με την  παρά φύσιν έδρα.
"Κάθε στιγμή είναι ένα τέλος ή μια αρχή" πρόφερε ψιθυριστά . "Ένα ελάχιστο πρόθεσης, ένα μικροσωματίδιο προαίρεσης", σκέφτηκε στη συνέχεια.
Δεν ήταν από εκείνους που καθημερινά αλείφουν στο ψωμί τους την τυχαιότητα. Πίστευε στην ύπαρξη των, υπέρ την ύλη και το άυλο, δακτύλων που στρώνουν απαλά τις λεπτομέρειες του Κόσμου, γεμίζουν τα κενά, αναδεικνύουν τις λεπταίσθητες προθέσεις, χαρτογραφούν την περιοχή της Πρόνοιας του τρισυπόστατου Ενός για τον Κόσμο.
Θυμήθηκε ξαφνικά ότι στο σκονισμένο εδώ, πριν πενήντα χρόνια, παρίστανε, στην ομήγυρη των συνομήλικων με την πράσινη μύξα στο πανώχειλο, έπαιζε τον παραπαίοντα Μανέλη, όπως τον είχε δει στο Σινε -Πάνθεον, ανάμεσα σε αγριοβασιλικούς  και  τις κλαρωτές φούστες, όπως τον είχε δει να-  αν και νηφάλιος-  κινείται σε ένα βαρύ ζιγκ-ζαγκ και να φτύνει τα κουκούτσια της ελιάς στα λειρόληκτα καπέλα των κυριών.
Κι αμέσως συμπέρανε ότι αυτό το κομμάτι μνήμης, που μόλις του δόθηκε, δεν ήταν τυχαίο, πρέπει να είχε την ιδιαίτερή του σημασία, την ιδιαίτερή του αποστολή, σαν το εξ ουρανού  πτίλο στις ταινίες του Ταρκόφσκι.
"Να ναι αυτή η τελευταία μου σκέψη;" αναρωτήθηκε. 
Ύστερα σκέφτηκε ότι  μάλλον τρομάζει το απόλυτα φυσικά τρομακτικό- κι αυτό είναι το αφύσικο. Ο σκοτεινός άγγελος σε βρίσκει ακόμη κι αν με γρήγορο άτι βρεθείς στη Σαμάρα. Το όποιο ραντεβού είχατε, εν αγνοία σου, θα μετατεθεί για εκεί.
Από κάποιο ανοιχτό παράθυρο νωχελικά γλιστρούσε ένα νυχτερινό του Σοπέν.
 "Δεν γίνεται παρά να το περιγράψω ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ αυτό. Και δεν μπορώ παρά να είμαι  ακριβής στην περιγραφή μου αυτή. Εδώ που έφτασα, το μόνο που μου απομένει είναι η επιχάραξη των ορίων των πραγμάτων. Λείπει βέβαια ο πιανίστας, ουσιαστικά ένα ξηρό κέλυφος, σαν τα πεθαμένα τζιτζίκια -η μουσική αποτελεί τη διαχεόμενη ανθρώπινη ουσία. Η μουσική ως "είναι" και ως αίνιγμα για το "είναι".
( Ξαναδιαβάζω το κείμενο. Πού βρίσκεται η, ανάγκης ένεκεν, αναπαραστατική Τέχνη; Τί ακριβώς περιλαμβάνει εκείνη "απίστευτη φωνογραφία πλανοδίων";
Ας μετρήσουμε:
Ο γαμψομύτης που κραύγαζε "κουτιά γάλα σκόνη αγοράζω, οι χούλα - χούπ κάλτσες δέκα", το γεροντάκι που πουλούσε "κλουβάκια, πουλάκια, κρεμάστρες", ο Σπύρος που σου ζητούσε να σπάσεις ένα πιάτο για να το κολλήσει με την απίστευτης αντοχής κόλλα- σκόνη που πουλούσε, ο "λεκάνες καθαρίζουμεεεε", ο "μαστχασπαιδιά" , εκείνος ο μυστήριος επαίτης που ζητούσε και έπαιρνε μόνο φετούλες με ψωμί. Σταματούσε στην αυλόπορτα και χθαμαλή τη φωνή εισήγαγε την αίτησή του με ένα μακρόσυρτο "Κυρίααα").
*****
Παρατηρεί ότι έχουν αλλάξει πολλά με τα χρόνια που πέρασαν. Τότε, υπήρχαν τουλούμπες και  ασβεστωμένα βαρέλια  για τα σκουπίδια στις διασταυρώσεις. Tα σπιτάκια, εδώ, ήσαν όλα μικρά.  Στο ίδιο μετασεισμικό σχέδιο.
Απόψε οι  μονοκατοικίες της οδού Καλτετζών (που ονομάζονταν κάποτε πάροδος 220) φαίνονται έρημες, στίβα ανεπίδοτων επιστολών. Οι κήποι αργά αποσυντίθενται στη νύχτα. Κάποιοι έχουν μαδήσει κι άλλοι έχουν, όπως το υπερευαίσθητο μη μου άπτου, συσταλεί. Η παλαιά, γενναιόδωρη αρχιτεκτονική τους έχει συμπτυχθεί τόσο ώστε να χωρεί στην αιώρα του αμλέτειου διλήμματος: "Είναι ή απουσιάζει;". Φαίνονται ακόμη η μάντρα του Τέλη, υπάρχει το ασημί πόμολο στο οποίο ο Κρεμαστάς, για χιούμορ καθώς έλεγε, είχε κρεμάσει τον αρουραίο που έβγαλε από τη μαλακή γη το λαγόσκυλό του.
Το τσικ μιας νυχτερίδας του τίναξε τη χωρίστρα.
Ανάμεσα στα σπίτια ξεχωρίζει ακόμη το Τσιμωναίϊκο, ένα διώροφο ρομαντικού, νεοαποικιακού στυλ, με υπέρθυρη επιγραφή στην οποία αναφέρονταν η χρονολογία κατασκευής του. Τριγυρισμένο από την ίδια τεράστια αυλή. Το σπίτι φαίνεται εγκαταλειμμένο από χρόνια, η αυλή του όμως διατηρείται ακόμη  περιποιημένη. Μικρά οπωροφόρα, αναρριχώμενα, φυτεμένα με χάρη, μια μανόλια με άσπρα μαντήλια να σκουπίζουν τα γυαλιστερά φύλλα της κι ένας πλάτανος στην είσοδο, με φύλλωμα αρχαίο κι αραιό.
 Στο βάθος της αυλής υπάρχει πάντα το μικρό σπιτάκι. Στη βεράντα του κρέμονταν, τότε, πέντε κλουβιά με τρία παπαγαλάκια στο καθένα. Εδώ, σε άλλες εποχές έμεναν οι επιστάτες, η οικογένεια Μουσούρη.
****
Την ώρα που οι ίσκιοι μύριζαν λιωμένο βερίκοκο, ένας σκονισμένος  καμπούρης, περνούσε τα καλοκαιρινά απογεύματα, διέσχιζε την οδό Καλτετζών και  τρύπωνε στην αυλή του Τσιμωναίικου από μια πλάγια πορτούλα. Κατευθύνονταν στην βεράντα του παράσπιτου, σε μια παρέα παιδιών- ανάμεσά τους. "Καραγκιόζης", έλεγε το όνομά του, μα αυτό ήταν κάτι μάλλον περιττό- οι πάντες τον γνώριζαν και τον χειροκροτούσαν. Ο Καραγκιόζης κάθονταν ανάμεσά τους.
 Η οικοδέσποινα τους σερβίριζε  μέντα και έβαζε ένα δισκάκι  σαρανταπεντάρι στο πικάπ με το "τρελοκόριτσο" ή το "τζίνι" καθώς και με ξένα τραγούδια με τον Ανταμό και τον Αλ Μπάνο. Όταν έπεφτε το βράδυ κι άναβαν  τα φώτα, στους τοίχους του μεγάλου σπιτιού οι ίσκιοι των φυλλωμάτων  ιχνογραφούσαν εικόνες από αλλόκοτους κόσμους. Τα φώτα γίνονταν πυρσοί και πίσω από κάθε μαύρο όγκο κρύβονταν όντα με σκοτεινές καρδιές και προθέσεις. Όταν τσίριζε κάποιο παπαγαλάκι, τα παιδιά ένιωθαν ότι βρίσκονται στην Ιεριχώ πριν την πτώση της ή μέσα στο στράτευμα του Αττίλα καθώς ανέβαινε τις Άλπεις. Σάλπισμα ή κραυγή ελέφαντα; Κι όμως ήταν ο Τζόνυ, ο μικρός παπαγάλος που εμπόδιζε τους άλλους δυο του κλουβιού να ζευγαρώσουν, αυτός ήταν ο ρόλος του, γι αυτό δημιουργήθηκαν οι παράταιρες τριάδες.
Κάποια στιγμή, ο σκονισμένος καμπούρης άρχιζε μια διήγηση παράξενη: Το σκοτωμένο από τον μακεδόνα στρατηλάτη φίδι- ο φίδης, τον διόρθωναν- σε κάποια παράσταση δεν είχε πεθάνει. Και καθώς εκείνος πηδούσε άφοβα στη ράχη του, έκανε ένα υπόκωφο "μου". "Μάζεψα την καρδιά μου, έλεγε ο Καραγκιόζης γελώντας, από τα απέναντι χαλίκια, ψάχνοντας ανάμεσα σε πόδια παιδιών, πόδια που φορούσαν, εκείνα τα χρόνια, τρύπια παπούτσια".
Τα  παιδιά χειροκροτούσαν.
Κι ύστερα έρχονταν η σειρά της οικοδέσποινας, της κυρίας Μουσούρη, να αφηγηθεί ιστορίες από την Κατοχή:
"Πήγαινα συχνά πεντάχρονη κι ολομόναχη να μεταφέρω ψωμάκι και κρεμμύδι στον αδελφό μου που έφτιαχνε κάρβουνα στο βουνό. Φτώχεια μάστιζε το σπίτι μας. Χανόμουν στην αντάρα των μονοπατιών πολλές φορές, όμως ο Θεός βοηθούσε και πάντα τον εύρισκα. Μου έδειχνε πώς καίνε τα ξύλα στο λάκκο, με ρωτούσε για τους γονείς μας κι ύστερα, αφού κολατσίζαμε πρόχειρα,  κοιμόμαστε σε μια μικρή χορτοκαλύβα από την οποία εξείχε το μισό κορμί του αδελφού μου, ακόμη και τα δικά μου ποδαράκια έμεναν απέξω. Άκουγα τους λύκους να ουρλιάζουν και τρέμοντας τον ρωτούσα :"Κι αν μας φάνε τα πόδια:". Τότε εκείνος με παρηγορούσε:"Μην είσαι κουτή, θα φυτρώσουν καινούργια πόδια στη θέση τους, δεν το ξέρεις ότι τα πόδια ξαναφυτρώνουν;".
 Αυτά έλεγε φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της ψηλά και τα παιδιά, ακόμη κι ο ένσαρκος  ήρωας του μπερντέ,  μελαγχολούσαν.
***
Στον ουρανό γλιστράει προς την ανατολή ένα αστέρι. Απέραντη ερημία. Κάθεται στο φαγωμένο σκαλοπάτι του Τσιμωναίικου.
Ψάχνει για τσιγάρα.
            Κι αυτή τη φορά βρίσκει, με την πρώτη, την αριστερή τσέπη.

***

2 σχόλια:

  1. Τι κόσμος χαμένους πας και ζωντανεύεις, ποιητή μου!
    Γέλιο και κλάμα μαζί.

    Αχτύπητη και η εικόνα

    (δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τέτοια πονηριά σε τέτοιες εποχές) που μας έδωσες:

    "Κάποιες φορές σκηνοθετούσε η ίδια αριστοτεχνικά ταχυδράματα.

    Κάποτε έστειλε τον παππού να ψάξει στα κρεμμυδοχώραφα τα οποία διέσχιζαν από τη στάση του τρένου ως το χωριό, κοντά μισό χιλιόμετρο απόσταση,να ψάξει για το βρακί της που τάχα της είχε πέσει.

    Κι εκείνος ο καημένος κάθιδρος, ξερρίζωνε τα σκληρά στελέχη των φυτών κι αναποδογύριζε τις πέτρες, τρομάζοντας τους πελαργούς που κυνηγούσαν βατράχια στην πράσινη αυτή θάλασσα του κάμπου.


    Ο ογκώδης μπαρμπα Γιάννης υπήρξε το ποντικάκι στις αστείες διαθέσεις της πολίτικης γάτας που διάλεξε για δεύτερη σύζυγό του."
    ...............
    Υψος!
    ;-)

    Απάντηση
  2. Χτες βράδυ, διαβάζοντάς σε, δε σκέφτηκα να κάνω καμμιά σύγκριση.Σήμερα - κι εφόσον γράφεις για ύψος - θυμάμαι, αναγκαστικά συγκρίνοντάς μας, το σεφερικό," τα σπίτια μου' ρχονται ώς τη μέση". Ισχύει για μένα που ελάχιστα έχω, στον αδελφό και φίλο ,προσφέρει.

    Απάντηση

***

1 σχόλιο:

  1. ΦΟΒΕΡΗ Η ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑΚΑΙΝΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑΓΕ ΜΟΝΗ ΤΗΣ...

    Απάντηση

***

2 σχόλια:

  1. !!!
    ;-)
    Εφρικίασα!

    Απάντηση
  2. Συμφωνούμε παντού. Μόνο,στο ΤΙ ΝΑ' ΓΙΝΕ, το λάθος που κάποιος ο οποίος γνωρίζει την ελληνική γλώσσα καλύτερα από μένα, μου ξέφυγε,το άθλιο.

    Απάντηση

***

Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου 2013

ANABAΘMOI



 ANABAΘMOI


- Καλή σου μέρα, Γιάννη (και στη λεύκα του Γερμανού ένα επιδειξιομανές αηδόνι…)
- Γεια σου, Βασίλη. Πώς είσαι;
- Μια χαρά. Κι εσύ, γερός;

Ο Βασίλης τσουλάει ένα πράσινο καρότσι κι εγώ αγκαλιάζω τις λεύκες για να ξεφύγω απ’ τον καταραμένο ηλεκτρισμό, τον άναρχο, του κεφαλιού μου – μικρός ανεμοστρόβιλος, ένα status epilepticus που δεν διαχέεται λόγω –ενδεχομένως– του lamictal.
Υπήρξε καιρός που εκείνος έτρεχε πλάι στο κιτρινόμαυρο πούλμαν κραυγάζοντας «γειά σου, Παπαϊωάννου, γίγαντα» μπροστά στο «Εθνικόν Στάδιον Βόλου», ένα χώρο ξερό, χωμάτινο, με λακκούβες γεμάτες βροχή και γυρίνους. Κι εγώ με τη γεύση της γαρδούμπας στη γλώσσα, «το ‘φτιαξα αγοράκι μου γιατί σ’ αρέσει, μην πας στο γήπεδο, έχω προαίσθημα» μου ‘λεγε η μάνα μου, κι εγώ να παρακαλώ τον Σάββα τον ψαρά να με περάσει στο γήπεδο μέσα, σαν γιο του. Αν τον άκουγα «δεν γίνεται αυτό, ρε Γιάννη» δεν θα γελούσε μαζί μου ο θυρωρός μ’ εκείνο το στεγνό «ποιος είναι γιος και ποιος πατέρας» που΄ κανε τον Σάββα να χώσει το κεφάλι στους ιχθυόοσμους γιακάδες του.
Όμως πέρασα αργότερα, μ’ ένα ντου των άφραγκων και με τον Γιώργο τον Αράπη κατευθυνθήκαμε στη βορινή χαμηλή κερκίδα, εκεί όπου «είχαμε πάντα περιπέτειες». Κάποτε οχτακόσιες φοβισμένες σφήκες τινάχθηκαν από το ηλιοτρόπιο που κλωτσήσαμε και μας κυνήγησαν ως το κιγκλίδωμα. Κι άλλοτε, μ’ ένα άλμα του, από την κορυφή της μικρής τούμπας, που ακουμπούσε την εξέδρα, ένας φαντάρος βρέθηκε πάνω μας, καλύτερα για κείνον απ’ την κώχη του τσιμέντου, καλύτερα για κείνον, όχι όμως για μας, ιδιαίτερα για τον Γιώργο, που του ‘καναν το κεφάλι μπακλαβά οι αρβύλες του ακροβάτη.
(Τώρα γιατί συνεχίζω το γύρισμα αυτού του χυλού; Τι στέρεο γλυκό θα βγει; Μια αναδόμηση της «Νυχτωδίας» ή του «Σχολίου σ’ αφορισμό του Ούαιλντ» θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα αφήγημα, ναρκισσικό μεν, ορισμένο όμως, απλό και καλλιεπές.
Αν έβαζα τον θείο Κώστα, ο οποίος παρίστανε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, να πηδάει μπροστά στο πανί, να κάνει τις γκριμάτσες του κι οι θεατές να χειροκροτούν ή να σφυρίζουν; Ή να φιλμοποιούσα το «έπειτα» του ταξιθέτη και του ανθρώπου του πουλούσε πασατέμπο και φυστικοστράγαλα;).
 Η στιγμή πάντως κατέληγε σε ένα  παλλόμενο παλίμψηστο όπου στήθη γυναικών, γδαρμένα γόνατα και λάβαρα, ανεστραμμένες παλάμες, φωνές, όλα είχαν απλωθεί στην κερκίδα κι οι παίχτες σταμάτησαν το παιχνίδι κι έβλεπαν αμήχανοι, κάπου μ’ είχαν στριμώξει και με σκουντούσαν και μ’ έσπρωχναν και με χτυπούσαν, αλλόφρονες επειδή ένας εκεί, ένας τρελός, που αντί για τον αγώνα έβλεπε τα ανοιξιάτικα σύννεφα, φώναξε ξαφνικά «ο προβολέας, ο προβολέας πέφτει» κι άρχισε να υποβαθμίζεται (ήλος ηδύς της κυριολεξίας) άρχισε να πηδάει δυο-δυο τα σκαλοπάτια και τον ακολούθησαν οι πάντες.
Στο 0-3, κι ενώ ο Τάσος Βασιλείου χτυπούσε κόρνερ.
(Το κείμενο μου ως εδώ μοιάζει με μουλαράκι που δεν φτάνει το μοβ γαϊδουράγκαθο στο φράχτη. Ένας λόγος με τη δυναμική τέλματος. Μια διελκυστίνδα – στην έναντί μου άκρη βρίσκεται ο βραδινός στύλος του 66. Μαζευόμαστε από κάτω του, σε μια γειτονιά στερημένη εκείνη την ώρα απ’ την απίστευτη φωνογραφία των πλανοδίων. Στα στόματα μας άνθιζαν τα mirabilis. Σηκώναμε σημαίες απόψεων που σήμερα φαντάζουν ανοίκειες και αστείες, σχεδόν απάνθρωπες.Οι μισοί τραγουδούσαμε νέο κύμα, οι υπόλοιποι Καζαντζίδη. Με φωνές και τσακωμούς υποστηρίζαμε ο καθένας το ίνδαλμα του – πάνω μας έσταζε ο κομήτης. Ξαφνικά έβγαινε στο βεραντάκι του με τις πυτζάμες ο Στυλιανός Φακής και μας κατάβρεχε με το νερό του καναρινιού. Φτου, ψιττάκωση...)
Σήμερα βρισκόμαστε εδώ στην ανθισμένη Νεάπολη. Πίσω μου ακούω το καροτσάκι του Βασίλη να τρίζει. Τρέχω ποντάροντας στο ελάχιστο που περιμένω, να μην με βρει η έκρηξη της κρίσης, ώσπου να μπω στο εκκλησάκι. Φθάνω μπροστά στην εικόνα του Αγίου Τρύφωνα, γονατίζω. Και πριν του μιλήσω ο Άγιος με μεταφέρει σ’ ένα ρωμαϊκό στάδιο. Οι θεατές κραυγάζουν κάτι σαν ότε ή έκτε. Ο Τρύφων με μια φεγγαρώδη άλω στο μέτωπο προχωρεί προς το κέντρο του σταδίου. Εκεί υπάρχει μια αλυσοδεμένη ημίγυμνη γυναίκα. Την πλησιάζει και μπροστά της γονατίζει, στρέφει το πρόσωπο στον ουρανό. Το φεγγαρώδες γίνεται ηλιακό. Το πλήθος φωνάζει καθαρά έκτε
 Ξαφνικά απ’ τις ανεστραμμένες κόρες των ματιών της κοπέλας τινάζεται μια σκόνη μοβ κι όπως πέφτει μορφοποιείται. Γίνεται ένας μαύρος σκύλος που απομακρύνεται κυνηγώντας τον ήχο του πόνου του.
Στο στάδιο απλώνεται σιγή.

7 σχόλια:

  1. Γιαννη...
    αυτό το διήγημα... ήταν ένας άνεμος που με πήγαινε από στάδια σε φράκτες ή σε προβολείς που πέφτουν... .... εντυπωσιακό... !

    Απάντηση
  2. Ευχαριστώ,Παρασκευή μου.
    Για σένα, που δεν αναζητάς-οπωσδήποτε- ένα Κέντρο,νομίζω ότι ισχύει απόλυτα ένας τίτλος παλιάς μου εκπομπής:"Έτσι κι αλλιώς τα πάντα είναι φτιαγμένα από μουσική".

    Απάντηση
  3. ...Χρόνια Πολλά,
    για την χρονιά
    και για την γιορτή σου!!!

    ...ανεμοστρόβιλος το αφήγημά σου!
    Εκεί που χάνομαι, σε ανακαλύπτω πάλι...

    Χαιρετισμούς,
    και στην Κατερίνα μας,
    Υιώτα
    αστοριανή, ΝΥ

    Απάντηση
  4. Έτσι είναι η ζωή. Πρόκειται για σύνδεση του προσωπικού μου ασήμαντου βίου με το συναξάρι του Αγίου.
    Σ΄ευχαριστώ για όλα μεγάλη, τρυφερή, αναδειγμένη τεχνήτρια του λόγου Γιώτα. Ανταποδιδω με ευχές στο Δημήτρη,τα παιδιά και τα εγγόνια.

    Απάντηση
  5. Οπως πάντα....Τα υπέροχα κείμενα του Γιάννη.
    Χαίρομαι που τα γεύομαι. Να σ'έχει ο Κύριος καλά και η Κυρά μας να σε σκεπάζει.

    Απάντηση
  6. Ευχαριστώ, καλή μου Ελένη. Σε πεθυμήσαμε. Να τα λέμε από κοντά συχνότερα.Υπέροχα όσα γράφεις. Υπέροχες και οι αγιογραφικές κι αγιοπατερικές εμπειρίες που προβάλλεις και προτείνεις, δια των "ξεχασμένων αισθήσεων ΣΥΝΟΛΟΥ",της γεύσης, της αφής και της οσμής.

    Απάντηση
  7. Έτσι κι αλλιώς, παρούσα!...
    Χρόνια σου Πολλά, Γιάννη! Καλή χρονιά, με Υγεία και έμπνευση!
    Χρόνια Πολλά και στις φίλες μας!

    Απάντηση

***

ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ - blog - Γιάννη Τσίγκρα

 ΠΗΓΗ (για όσο υπάρχει) ΜΕΘ' ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ